Η παρούσα κυβέρνηση κινητοποιήθηκε εξαρχής, είχε πλάνο έτοιμο και δρόμο επιλεγμένο να βαδίσει.
Κατά το σχέδιό της ήθελε από τα πρώτα της βήματα να διαμορφώσει σχέση εμπιστοσύνης με την μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, να δηλώσει εμπράκτως ότι τηρεί τις υποσχέσεις της και μαζί να καταγράψει τη διαφορά από τους προηγούμενους θέτοντας τις βάσεις εφαρμογής μιάς άλλης πολιτικής στις ζώνες της ασφάλειας και της μετανάστευσης που τα στελέχη της Αριστεράς του κ. Τσίπρα είτε περιφρονούσαν, είτε απλώς θεωρούσαν περιττή και ξένη προς τις αντιλήψεις και την κοσμοθεωρία της.
Κληρονόμησε είναι αλήθεια πόρους ικανούς να υποστηρίξουν τις υποσχέσεις της και να αναγεννήσει τις προσδοκίες των πολλών για καλύτερες και αποδοτικότερες μέρες.
Συνέτειναν προς αυτό και τα πρώτα αναπτυξιακά μέτρα και η αίσθηση που επικράτησε ότι επί των ημερών της οι επενδύσεις θα ελευθερωθούν και η οικονομία θα ανθίσει και πάλι.
Ταυτόχρονα πέτυχε με μικρές νίκες σε ‘«απαγορευμένες» ζώνες να κερδίσει την επιδοκιμοσία της μεγάλης πλειοψηφίας των ασυμφιλίωτων με φαινόμενα ανομίας πολιτών.
Πράγμα που επεξέτεινε το χρόνο ανοχής απέναντί της, παρ’ ότι αιφνιδιάστηκε από την επανεμφάνιση του μεταναστευτικού- προυσφυγικού προβλήματος.
Ωστόσο πέντε μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της νέας κυβέρνησης αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχουν αυτοματισμοί.
Ότι δεν πατάς ένα κουμπί και όλα συγχρονίζονται προς τον αυτό σκοπό.
Αυτή την ώρα οι περισσότερες των αγορών της ελληνικής οικονομίας δείχνουν κινητικές μεν αλλά κατά βάση παραμένουν ασθενείς, χωρίς δυνάμεις ικανές να προκαλέσουν εμφανή κύματα προόδου και δημιουργίας.
Οι προσδοκίες περισσεύουν, οι υποσχέσεις επίσης, αλλά αποτελέσματα ικανά να αλλάξουν την εικόνα της χώρας δεν υπάρχουν ακόμη και κατά τα φαινόμενα θα χρειαστούν αρκετοί μήνες ακόμη για να αποφέρουν καρπούς.
Η μόνη αγορά που δείχνει ενεργητική και είναι κοντά στις διαμορφωθείσες προσδοκίες είναι αυτή την ακινήτων, οι οποίες τροφοδοτείται από το ενδιαφέρον των ξένων και τη βεβαιότητα ότι ο τουρισμός θα βαίνει αυξανόμενος τα πολλά επόμενα χρόνια.
Οι ειδικοί προβλέπουν ότι σύντομα η Ελλάδα θα δέχεται πάνω από 40 εκατομμύρια τουρίστες τον χρόνο. Αυτή η πρόβλεψη σε συνδυασμό με το δεδομένο ότι οι τιμές των ακινήτων ιδιατέρως στις υποβαθμισμένες γειτονιές της Αθήνας παραμένουν χαμηλές ενεργοποιεί πλήθος ξένων που αγοράζουν μαζικά παλαιές πολυκατοικίες τις οποίες αναπαλαιώνουν και τις μετατρέπουν σε χώρους φιλοξενίας τουριστών.
Τούτο τον καιρό έχουν γίνει ανάρπαστα κτίρια της οδού Αθηνάς, των δρόμων γύρω από την κεντρική αγορά, πέριξ της πλατείας Εξαρχείων, στα στενά της 3ης Σεπτεμβρίου και άλλων δρόμων γύρω από την Ομόνοια που μέχρι πρότινος ήταν παρατημένα, σχεδόν στα αζήτητα. Γενικώς γύρω από τα υποβαθμισμένα ακίνητα χτίζεται μια νέα τουριστική αγορά, η οποία απασχολεί πλήθος επαγγελματιών και δημιουργεί προϋποθέσεις αναγέννησης του κλάδου των ανακατασκευών. Ωστόσο δεν αρκεί.
‘Ολοι γνωρίζουν ότι η μεγάλη επένδυση του Ελληνικού παρότι «τρέχει» δεν θα μπορέσει να απασχολήσει μαζικά 2.000 νέους εργαζόμενους πριν το 2021. Και άλλες παραγωγικές επενδύσεις που προετοιμάζονται θα χρειαστούν χρόνο αρκετό μέχρι να ωριμάσουν και να αποδώσουν αποτελέσματα απτά και ικανά να προκαλέσουν κύμα αναγέννησης και ανασυγκρότησης.
Στο μεσοδιάστημα η κυβέρνηση οφείλει να κινηθεί με επιμονή, συνέπεια και χαρακτήρα, να μην περιπέσει στα συνήθη κομματικά εξουσιαστικά αμαρτήματα σαν κι αυτά της τοποθέτησης «δικών μας παιδιών» στις διοικήσεις των νοσοκομείων που θολώνουν την εικόνα και δημιουργούν αμφιβολίες για τη συνέχεια.
Κακά τα ψέματα, η πολιτική για να διατηρηθεί ελκυστική θέλει αρχές και αντοχές.
Ο χρόνος είναι συνήθως αδυσώπητος, θέλει κι αυτός ορθή διαχείριση, γιατί αλλιώς κόστος προκαλεί και φθορά φέρνει.
Και εδώ οφείλει ο πρωθυπουργός πρώτος να δείξει χαρακτήρα, να επιμείνει στη μέθοδο και στο σχέδιο, να μη χάσει το ρυθμό, ούτε τη στόχευσή του.