Μια ακόμη συνταγματική αλλαγή επήλθε, αλλά όπως φάνηκε και από τις ομιλίες των πολιτικών αρχηγών, του πρωθυπουργού συμπεριλαμβανομένου, ουδένα ενθουσίασε.

Αντιθέτως άπαντες ή καλύτερα ο καθένας από τη σκοπιά του θεωρούν την ευκαιρία χαμένη.

Περιορισμένες εξαρχής οι αναθεωρητέες διατάξεις δεν δημιουργούσαν ευκαιρία θεμελιακής αναθεώρησης, όπως οι περιστάσεις επιβάλλουν, όπως και οι πολλές εμπειρίες και το τελείωμα της μεγάλης κρίσης απαιτούν.

Το πολιτικό σύστημα παρέμεινε φοβικό και δεσμευμένο, δεν κατάφερε να υπερβεί τον εαυτό του.

Ακόμη και οι υπερώριμες ρυθμίσεις , όπως αυτές της αποσύνδεσης της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τις εθνικές εκλογές και εκείνες του άρθρου 86 περί ευθύνης υπουργών και της ψήφου των αποδήμων δεν έτυχαν γενικότερης αποδοχής.

Και η διατύπωση επίσης της πρόβλεψης του εγγυημένου εισοδήματος είναι τέτοια που μπορεί να εγείρει πλήθος αμφισβητήσεων στα δικαστήρια και έτσι η όποια ρύθμιση να καταστεί εντέλει προβληματική και αντικείμενο υποκειμενικών κρίσεων στα Δικαστήρια.

Επιπροσθέτως δεν επήλθε καμία αντιμετώπιση του θέματος της Δικαιοσύνης, παρεκάμφθη για ακόμη μια φορά μια θεμελιακού περιεχομένου αλλαγή στην ανώτατη εκπαίδευση, δεν εθίγησαν οι σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, οι προβλέψεις για το περιβάλλον παραμένουν ως έχουν παρ’ ότι η κλιματική αλλαγή επιδρά καθοριστικά στη ζωή και λειτουργία της χώρας και αυτοί ακόμη οι άκαμπτοι περιορισμοί στην αλλαγή του συνταγματικού χάρτη διατηρήθηκαν ακέραιοι, πράγμα που σημαίνει θα χρειαστούν άλλα δέκα χρόνια για την επόμενη.

Επιπλέον η εμπειρία της μεγάλης οικονομικής κρίσης δεν αποτυπώθηκε στο νέο Σύνταγμα όπως λογικά θα ανέμενε κανείς, μετά τα τόσα θλιβερά και απολύτως μεσολάβησαν την περασμένη δεκαετία.

Υπό αυτή την έννοια δικαίως κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται ενθουσιασμένος από την συνταγματική αναθεώρηση. Ο απολογισμός δυστυχώς είναι πενιχρός. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια.

ΤΟ ΒΗΜΑ