Είναι αλήθεια πως στα κόμματα εξουσίας οι πολιτικές τάσεις έχουν διαφορετικό χαρακτήρα από ό,τι στα κόμματα αντιπολίτευσης ή όσα διεκδικούν να είναι κινηματικά και ριζοσπαστικά. Και αυτό γιατί στα κόμματα εξουσίας οι πολιτικές τάσεις, εάν δεν θέλουν να είναι περιθωριακές, θα πρέπει να περνούν και από τη διακυβέρνηση. Διαφορετικά, θα έχουν πάντοτε χαρακτήρα μειοψηφίας έναντι της ηγεσίας.
Μόνο που αυτό διαμορφώνει ένα άλλο πεδίο στο οποίο καταγράφονται οι διαφορετικές στρατηγικές των διαφόρων τάσεων: αυτό του συγκεκριμένου κυβερνητικού έργου που είχαν οι εκπρόσωποί τους. Και κάποιες φορές αυτό είναι πιο σημαντικό από την όποια ιδεολογική ταυτότητά τους.
Αντίθετα, στα μικρότερα κόμματα που δεν διεκδικούν να ασκήσουν άμεσα κυβερνητική εξουσία αποκτά πάντα μεγάλη βαρύτητα ο ιδεολογικός προσδιορισμός και ο λόγος που εκφέρεται. Αυτό αποτυπώνει και το γεγονός ότι δεν μιλάμε για κόμματα που ασκούν διακυβέρνηση, ή έστω την διεκδικούν με αξιώσεις, αλλά για κόμματα που επιδιώκουν να κατοχυρώσουν αντιπολιτευτική θέση και άρα έχει μεγάλη σημασία ο λόγος που αρθρώνουν, οι θέσεις που παίρνουν, το ιδεολογικό στίγμα που αποτυπώνουν.
Οι γενικές αυτές αρχές όμως δεν δείχνουν να ισχύουν στο εσωκομματικό τοπίο του ΣΥΡΙΖΑ. Για ένα σημαντικό μέρος του δυναμικού του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης οι βασικές γραμμές δεν αφορούν τόσο την αποτίμηση του κυβερνητικού έργου ή την νέα κυβερνητική πρόταση, αλλά το βασική ιδεολογική κατεύθυνση. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη η τάση των 53+
H προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να «ξυπνήσει» το κόμμα του, με περιοδείες, «σκληρό ροκ» και με ερωτήσεις στη Βουλή για τη Δικαιοσύνη ή για άλλες ρυθμίσεις που έφερε η κυβέρνηση στον Ποινικό Κώδικα, δείχνουν μια τάση.
Την τάση να αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ και να γίνει ξανά κόμμα… κινηματικό, ριζοσπαστικό, σκληρά αντιπολιτευτικό, ένα μαζικό κίνημα κατά της Δεξιάς. Ομως, αυτή η προσπάθεια προσκρούει στην πρόσφατη διακυβέρνηση της χώρας και στα τραγικά λάθη που έγιναν.
Η πρόσφατη δημοσκόπηση της Pulse δείχνει ότι οι πολίτες δεν πιστεύουν τον Αλέξη Τσίπρα όσο κι αν σηκώνει το μπαϊράκι της επανάστασης κατά της κυβέρνησης.
53+: από την αριστερή κριτική στην ενεργό συμμετοχή στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας
Λίγοι θυμούνται πια πώς είχε ξεκινήσει η τάση των 53+. Ήταν την επαύριον των ευρωεκλογών του 2014, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πάει καλά –όμως σίγουρα όχι θριαμβευτικά– και υπήρχαν πάρα πολλές γκρίνιες για ορισμένα «νέα ήθη» που είχαν καταγραφεί στην προεκλογική εκστρατεία και τα οποία προσωποποιούνταν στις επιλογές του Νίκου Παππά, τότε του στενότερου ίσως συνεργάτη του Αλέξη Τσίπρα.
Οι άνθρωποι που υπέγραφαν το κείμενο, 53 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, δεν προέρχονταν από την παραδοσιακή αριστερή αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή την Αριστερή Πλατφόρμα, που βασική συνιστώσα είχε το Αριστερό Ρεύμα με επικεφαλής τον Παναγιώτη Λαφαζάνη. Αντίθετα, οι 53 προέρχονταν από την «προεδρική» πλειοψηφία που είχε σχηματιστεί εντός του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ.
Μέσα στο γενικό κλίμα συμπόρευσης που διαμόρφωνε η προοπτική της κυβερνητικής εξουσίας, το ρήγμα δεν βάθυνε πολύ. Όμως, τα πράγματα έγιναν ξανά οξυμμένα το καλοκαίρι του 2015. Κανονικά θα περίμενε κανείς ότι οι 53 ως τρόπον τινά αριστερή τάση μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ θα τάσσονταν κατά της συνθηκολόγησης και θα συμπαρατάσσονταν με την Αριστερή Πλατφόρμα κατά του Αλέξη Τσίπρα. Όμως, τελικά ήταν στο εσωτερικό των 53 που θα γίνει το ρήγμα και παρά ορισμένες ηχηρές αποχωρήσεις στελεχών της τάσης (ανάμεσά τους και του γραμματέα του κόμματος Τάσου Κορωνάκη) ένας σημαντικός αριθμός στελεχών όχι μόνο θα παραμείνουν στην κυβέρνηση αλλά και θα πρωταγωνιστήσουν στο κυβερνητικό έργο.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που ήταν ταυτόχρονα ο εκπρόσωπος της βασικής αριστερής αντιπολίτευσης μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και ο βασικός υπουργός που εξασφάλισε την πλήρη εφαρμογή ενός ιδιαίτερα σκληρού και στον πυρήνα του νεοφιλελεύθερου μνημονίου.
Σε μια πρώτη φάση τα στελέχη αυτής της τάσης κυρίως φάνηκε να εκπροσωπούν το περισσότερο προβληματισμένο τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ και δεν ήταν λίγες φορές που σε ιδιωτικές συζητήσεις διεκτραγωδούσαν το γεγονός ότι έπρεπε να εφαρμόζουν τέτοιες πολιτικές. Όμως, σχετικά σύντομα εντάχθηκαν στην ευρύτερη προσπάθεια και προσπάθησαν να αναδείξουν τα όποια ζητήματα εντάσσονταν σε μια προοδευτική κατεύθυνση, κυρίως ζητήματα δικαιωμάτων.
Ωστόσο, η αντίφαση παρέμεινε ενεργή γιατί επρόκειτο για μια τάση που είχε υπουργούς, βουλευτές, γενικούς γραμματείς, στελέχη οργανισμών που υλοποιούσαν ακριβώς την κυβερνητική πολιτική: τη λιτότητα, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη διαμόρφωση του Υπερταμείου, τη δέσμευση για ένα δρακόντειο πλαίσιο μεταμνημονιακής επιτήρησης, την ιδιαίτερα αντιφατική πολιτική για το μεταναστευτικό που αποδέχτηκε το πλαίσιο της Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας.
Το γεγονός ότι στελέχη αυτής της τάσης έφτασαν να στελεχώνουν ακόμη και το ΤΧΣ είναι ενδεικτικό αυτής της αντιφατικής διαδρομής.
Την ίδια στιγμή ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης πολιτικής και ιδεολογικής συγκρότησης που είχαν τα στελέχη αυτής της τάσης ήταν και τα καλύτερα πλασαρισμένα για να μπορούν να υπερασπίζονται κρίσιμες επιλογές όπως ήταν η Συμφωνία των Πρεσπών. Αντίστοιχα, η ηγετική ομάδα μπορούσαν να αξιοποιεί τέτοιες επιλογές, που τις παρουσίαζε και ως «εμβληματικά αριστερές», για να μπορεί να αποσπά εσωκομματική συναίνεση.
Η σύγκρουση για τον νέο ΣΥΡΙΖΑ
Ένα από τα πράγματα, όμως, στα οποία αυτή η τάση παρέμεινε συνεπής ήταν η αντίληψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έπρεπε να «πασοκοποιηθεί». Αυτό δεν είχε να κάνει μόνο με γενικές ιδεολογικές αναφορές αλλά και με πιο συγκεκριμένες πρακτικές επιδιώξεις.
Η τάση των 53+ ήταν και παραμένει αυτή που κατεξοχήν επιμένει να υπερασπίζεται την έννοια του «κόμματος ΣΥΡΙΖΑ» ως βασικού πεδίου πολιτικών αποφάσεων και χάραξης στρατηγικής. Επίσης παραμένει μια τάση που έχει σημαντική γείωση μέσα στα οργανωμένα μέλη.
Όμως, η ηγετική ομάδα γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα έχει κάνει μια σαφή επιλογή να πάει σε ένα πρότυπο κομματικής λειτουργίας που παραπέμπει περισσότερο προς αυτό των μεγάλων ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Σε αυτό οι δύο βασικοί πόλοι είναι από τη μια ο ηγέτης (ή η ηγετική ομάδα) και από την άλλη η πλατιά κομματικής βάση, χωρίς τη λειτουργία ενός σφιχτού πολυεπίπεδου κομματικού μηχανισμού. Όμως, σε μια τέτοια περίπτωση η βαρύτητα μιας τάσης όπως οι 53+ υποβαθμίζεται, κάτι που εν μέρει έχει ήδη γίνει με την μείωση της εκπροσώπησής τους σε επίπεδο κοινοβουλευτικής ομάδας.
Επιπλέον, ούτως η «πορεία προς το λαό» που έχει εξαγγείλει ο Αλέξης Τσίπρας και υλοποιεί μέσα από τις περιοδείες του ανά την Ελλάδα κυρίως στόχο έχει τη διεύρυνση οργανωτικά του ΣΥΡΙΖΑ με κόσμο που προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ, ενώ απουσιάζει κάποια προσπάθεια για άνοιγμα προς τα αριστερά. Αυτό αντικειμενικά διαμορφώνει ένα τοπίο όπου τα περιθώρια επηρεασμού καταστάσεων από τους 53+ περιορίζονται.
Δύο αντιλήψεις για τον ΣΥΡΙΖΑ και τη σχέση με την κοινωνία
Μέσα σε όλη αυτή τη συζήτηση έχουν αναδειχθεί δύο αντιλήψεις για τη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνία και το πώς πρέπει να διαμορφωθεί από εδώ και πέρα και σε σχέση με την αντιπολιτευτική τακτική.
Η μία αντίληψη είναι αυτή που δείχνουν να προκρίνουν και τα στελέχη των 53+ σύμφωνα με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε από το 4% στη διακυβέρνηση ακριβώς επειδή ήταν ένα αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα, που δεν έμοιαζε με το υπάρχον πολιτικό σκηνικό και κατά συνέπεια με ανάλογο τρόπο πρέπει και τώρα να δοκιμάσουν να κινηθούν, με άνοιγμα στα κινήματα και προσπάθεια για μαχητική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η άλλη αντίληψη είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να κυβερνήσει επειδή ένα σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ μετακινήθηκε εκλογικά προς το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα και για να διατηρηθεί αυτή η σχέση εκπροσώπησης, που επιβεβαιώθηκε και με το 31,5% των βουλευτικών εκλογών του Ιουλίου, πρέπει το κόμμα να προσαρμοστεί στο εκλογικό του ακροατήριο, προσαρμόζοντας ταυτόχρονα και την πολιτική του ρητορική σε αυτή μιας σύγχρονης δυνάμει κυβερνητικής «προοδευτικής παράταξης».
Στη μία περίπτωση έχουμε ένα κλασικό αριστερό κόμμα, με ενεργό συμμετοχή και πλήθος διαδικασίες, στην άλλη ένα κόμμα χωρίς πολλές διαδικασίες στη βάση πέραν της ανάδειξης της ηγεσίας.
Τα διλήμματα αυτά αποτυπώνονται και στην ίδια την τοποθέτηση των 53+ ενόψει του συνεδρίου όπου ανάμεσα στα άλλα θέτουν τα εξής ερωτήματα:
«Θα παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς ή θα μετασχηματιστεί σε μια θολή παράταξη του λεγόμενου προοδευτικού/δημοκρατικού χώρου; Θα διατηρήσει την ταυτότητά του, τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά ή ο “νέος” ΣΥΡΙΖΑ δεν χρειάζεται ταυτότητα, ούτε αξίες, ούτε ιδεολογία, κάτι σαν σούπερ-μάρκετ, που διαθέτει τα πάντα αλλά στην πραγματικότητα τα ασήμαντα, τα εφήμερα, της μόδας;
Θα ενισχυθεί ο ρόλος του μέλους στη συζήτηση και λήψη των αποφάσεων ή το “νέο” μοντέλο παραπέμπει στη λογική του μέλους-εκλέκτορα; Θα ενισχυθούν οι δημοκρατικές-συλλογικές διαδικασίες σε βάρος των προσωπικών στρατηγικών;
Θα εντάξουμε το πυρήνα της λογικής και του προγράμματός μας το καινούργιο και ρηξικέλευθο που έφερε η οικολογία στην επιστημονική και πολιτική σκέψη και ιδίως στον σχεδιασμό της ανάπτυξης, ή η οικολογική οπτική θα μείνει για ‘μας πινελιά επικοινωνιακού χαρακτήρα χωρίς περιεχόμενο; Θα επανεξετάσουμε με αυτοκριτικό βλέμμα επιλογές μας σε σχέση με τις εξορύξεις, τις Σκουριές, τις βιντσότρατες, την καύση των απορριμμάτων;»
Η απουσία αποτίμησης του κυβερνητικού έργου και της συμβολής των 53+ σε αυτό
Το κείμενο των 53+ επιμένει στη διεκδίκηση μιας αριστερής ταυτότητας: «Δεν αλλάζουμε την κοινωνική και ταξική μας μεροληψία· την υπεράσπιση των εργασιακών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, τις αρχές, το αξιακό και ιδεολογικό μας πλαίσιο, τη φυσιογνωμία και την ταυτότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, την αντικαπιταλιστική προοπτική και τον στρατηγικό στόχο του σοσιαλισμού με ελευθερία και δημοκρατία, τη συμμετοχική διαδικασία, την αυτοπρόσωπη, ενσώματη συμμετοχή. Και φυσικά το όνομα μας: ΣΥΡΙΖΑ!»
Ωστόσο, εύλογα γεννιέται το ερώτημα: Τι από όλα δεν άλλαξε βαθιά και πιθανώς μη αντιστρέψιμα κατά τα 4,5 χρόνια που ο ΣΥΡΙΖΑ άσκησε κυβερνητική εξουσία; Ποια σχέση έχουν αυτές οι διακηρύξεις με το υπαρκτό, απτό και μετρήσιμο κυβερνητικό έργο, στο οποίο μάλιστα είχαν και ενεργό στράτευση και συμμετοχή; Πώς μπορούν να επικαλούνται το ριζοσπαστισμό όταν αυτές και αυτοί όντως σχεδίασαν (έστω και υπό τον εκβιασμό της Τρόικας), θεσμοθέτησαν και υλοποίησαν μια πολιτική που σε κρίσιμες πλευρές της ήταν καθαρά νεοφιλελεύθερη;
Ούτε είναι τυχαίο ότι και αυτή η τάση μοιράζεται με την ηγετική ομάδα την ίδια απροθυμία πραγματικής αυτοκριτικής για τα κυβερνητικά πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί το κείμενο μπορεί να αναφέρεται στην ανάγκη για «μια διαδικασία αναστοχασμού, αποτίμησης και αυτοκριτικής από εμάς τους ίδιους, ώστε όταν επανέλθουμε στην κυβέρνηση να αποφύγουμε τα ίδια λάθη αλλά και να έχουμε από τώρα χαράξει, όσο αυτό είναι δυνατόν, έναν οδικό χάρτη υλοποίησης της πολιτικής μας μετά από τις αναγκαίες διορθώσεις και πιθανές αναθεωρήσεις», όμως αυτή η αυτοκριτική απουσιάζει ηχηρά.
Ακόμη χειρότερα, πέραν της διαπίστωσης ότι εφάρμοσαν και πολιτικές «ξένες» προς την ιδεολογία τους, καταλήγουν στο να πουν ότι τελικά η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε «ολοφάνερα θετικό αποτύπωμα».
Το χνάρι της αμηχανίας
Όλα αυτά διαμορφώνουν μια τοποθέτηση που παραμένει στην πραγματικότητα εσωστρεφής και προσανατολισμένη όχι στα ερωτήματα της κοινωνίας, ιδίως του σημαντικού τμήματος που επέμεινε να στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε στη διαμόρφωση ενός πολιτικού σχεδίου για μια αριστερή εναλλακτική στην τρέχουσα εκδοχή κυβερνητικού έργου, αλλά κατά βάση στη διάσωση ενός εσωκομματικού συσχετισμού.
Όμως, αυτό όχι μόνο δεν απαντά στην αμηχανία που ούτως ή άλλως διαπερνά το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά μάλλον την επιτείνει.