Στα δάχτυλά του στριφογυρίζει νευρικά ένα τσιγάρο. Το χτυπά ελαφρά στο τραπέζι. Δεν το καπνίζει. Καπνίζει ελάχιστα τελευταία, όπως λέει. Ο ακριβοθώρητος Ανδρέας Κωνσταντίνου, ο πρωταγωνιστής του Παντελή Βούλγαρη στις δύο τελευταίες ταινίες του, «Μικρά Αγγλία» και «Το τελευταίο σημείωμα», ο ηθοποιός που πρόλαβε να συνεργαστεί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην «Αλλη θάλασσα» η οποία έμεινε ανολοκλήρωτη μετά τον τραγικό θάνατο του σκηνοθέτη, μιλάει έντονα για τα πράγματα. Παθιάζεται, αναιρεί τον εαυτό του, απορεί και χρησιμοποιεί συχνά τη λέξη «ρίσκο». «Δεν γίνεται αν δεν σπάσεις αβγά. Εγώ μία τέτοια τέχνη ονειρεύομαι».
Η συμμετοχή του στην τηλεοπτική σειρά «Αγριες Μέλισσες», μια μικρή συμμετοχή, ουσιαστικά στο πρώτο επεισόδιο, ήταν μάλλον μία έκπληξη. Γιατί ο ίδιος, ταγμένος κυρίως στον κινηματογράφο και στο θέατρο, έχοντας το προφίλ του αντιστάρ, απέφευγε για χρόνια την τηλεόραση – «δεν θέλω να έχω κανενός είδους προφίλ. Είμαι αυτός που είμαι. Δηλαδή τι σημαίνει σταρ και αντιστάρ; Οι δύο όψεις του ίδιου σαθρού νομίσματος δεν είναι; Και εν τέλει, μια χαρά συστημικότατος είμαι» αναφέρει σε μία αποστροφή του λόγου του.
«Είναι ένα μέσον που επί της ουσίας δεν το γνωρίζω» αναφέρει. «Στο σπίτι δεν έχω τηλεόραση. Οπως δεν έχω και φριτέζα. Τι να την κάνω; Αφού δεν βλέπω. Θα μου πεις, γιατί είπες το «ναι»; Γιατί κάτι μου έλεγε μέσα μου να το δοκιμάσω. Γιατί στον σκηνοθέτη Λευτέρη Χαρίτο είδα κάτι που με ενδιέφερε. Και ήμουν σε μία φάση που δεν είχα χρήματα».
Και όμως, αυτή η μικρή συμμετοχή ήταν ικανή για να δημιουργηθεί μια φρενίτιδα στα social media, με το όνομά του να φιγουράρει στα trending topics του Τwitter και με lifestyle ιστοσελίδες να του κάνουν αφιερώματα με πηχυαίους τίτλους. «Είναι κάτι που δεν με αφορά. Θα έλεγα ότι μου έκανε απλά εντύπωση. Γιατί λέω, κοίταξε να δεις, απευθύνομαι εδώ και 12 χρόνια σε ένα ευρύ κοινό, κάνω εμπορικές ταινίες και είχα μια αίσθηση ότι ο κόσμος με γνώριζε. Αλλά τελικά η τηλεόραση έχει μια άλλη δύναμη. Προσωπικά, περισσότερο με ενδιαφέρει η γνώμη ενός ανθρώπου που μπαίνει στον κόπο να πάει στον κινηματογράφο να δει μία ταινία, παρά κάποιου που με είδε τυχαία στον δέκτη του. Η τηλεόραση είναι ένα μέσο που συνεχώς σού ζητάει και ίσως σού παίρνει και κάτι για πάντα, αλλά τελικά τι ακριβώς σού δίνει πίσω; Σε μια ενδεχόμενη ερώτηση σε σχέση με το τι κέρδισα εγώ από τη συμμετοχή μου σε αυτή, θα έλεγα γνωριμία με κάποιους ανθρώπους που εκτιμώ και κάποια χρήματα, όμως θεωρώ ότι πιο πολύ κέρδισε η τηλεόραση από εμένα παρά εγώ από αυτή».
Πάμε στο αγαπημένο του σινεμά λοιπόν. «Ναι, ο κινηματογράφος σού ζητά κάτι άλλο. Απαιτεί έναν κόπο, μια ησυχία, αντίσταση. Μια περιοχή που πρέπει να καλλιεργήσεις και να προστατεύσεις μέσα σου και τη δυνατότητα να την επισκέπτεσαι όσο δημιουργείς. Μια αυτο-αποκάλυψη μπροστά στον φακό. Το να χάσεις τον έλεγχο για μια στιγμή και η στιγμή αυτή να καταγραφεί. Οταν βλέπω τέτοιες στιγμές του εαυτού μου καταγεγραμμένες, αισθάνομαι ότι κάτι έγινε στ’ αλήθεια, επιτρέπω στον θεατή και στον εαυτό μου να με δουν πραγματικά».
«Ευτυχία», Βούλγαρης και Αγγελόπουλος
Εχει κάνει συνολικά 14 ταινίες. Για τον Παντελή Βούλγαρη και την Ιωάννα Καρυστιάνη μιλάει με τρυφερότητα, για το καλλιτεχνικό βάρος που φέρουν, αλλά και για την ίδια τη στάση ζωή τους. «Που είναι αυτοί που είναι. Που δεν έκαναν εκπτώσεις, που μιλάνε έτσι για τη ζωή, που ζούνε έτσι». Με τον ίδιο τρόπο εκφράζεται και για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, με τον οποίο συνεργάστηκε στην «Αλλη θάλασσα», την τελευταία του ταινία, η οποία δεν έμελλε να ολοκληρωθεί. «Θυμάμαι μια μεγάλη κουβέντα που είχαμε στο γραφείο του. Πρέπει να κράτησε δύο ώρες. Επαιζα έναν ιρανό μετανάστη. Βγαίνω από το κτίριο και τον ακούω να με φωνάζει. Κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά, θυμάμαι. Με έπιασε από το χέρι και αρχίσαμε να τρέχουμε. Στρίψαμε στη γωνία. Δεν κατάλαβα γιατί το κάναμε. Με πήγε σε ένα υπόγειο που ζούσαν κάποιοι μετανάστες. Μου λέει: «Κοίτα τα μάτια τους. Τα μάτια τους!». «Θέλω να ξεκινήσουμε από εδώ και όσο πλησιάζουμε την κάμερα θα πούμε και παραπάνω»».
Ο ίδιος συμμετέχει στην ταινία «Ευτυχία», η οποία θα κάνει πρεμιέρα τον Δεκέμβριο στις κινηματογραφικές αίθουσες και αναφέρεται στη ζωή της στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. «Είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζομαι με τον Αγγελο Φραντζή» αναφέρει. «Κάναμε μαζί την ταινία «Ακίνητο Ποτάμι». Θεωρώ ότι είναι από τους καλύτερους κινηματογραφιστές. Ακριβώς όπως και ο Αγγελόπουλος, ψάχνει και εκείνος απαντήσεις, δεν μπαίνει σαν οδοστρωτήρας στα πράγματα. Στην ταινία αυτή κρατάω έναν μικρό ρόλο. Τον Νίκο Αλεξίου. Υπαρκτό πρόσωπο. Ηθοποιό και σκηνοθέτη. Είχε ένα σύντομο ειδύλλιο με την Παπαγιαννοπούλου. Ηταν χαρά μου επίσης που συνάντησα ξανά την Κάτια Γκουλιώνη (σ.σ.: ερμηνεύει την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου σε νεαρή ηλικία), με την οποία συμπρωταγωνιστούσαμε στο «Aκίνητο Ποτάμι», μια ταινία για τα γυρίσματα της οποίας είχαμε ταξιδέψει σε Ρωσία και Λετονία. Και με την Κάτια, ενώ είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι, ήρθαμε επί της ουσίας κοντά, κάτι που το ένιωσα ξανά και τώρα στα γυρίσματα που είχαμε».
Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Οχι καλός μαθητής, όπως δηλώνει. Εχει μία μικρότερη κατά επτά χρόνια αδελφή, «το Ζηνάκι», λέει και δείχνει μια φωτογραφία της στο κινητό του μετά το τέλος της συνέντευξης. «Δεν ξέρω αν ήθελα από παιδί να γίνω ηθοποιός. Μου άρεσε η συνθήκη τού να λέω μία ιστορία μαζί με άλλους. Ξέρεις τι ελευθερία είναι αυτό; Να μην είσαι ο εαυτός σου; Αλλά και συνάμα τι τρόμος; Γιατί πολλές φορές είναι αβάσταχτο να αποχωριστείς την εικόνα σου, όπως και να επιστρέψεις σε αυτή, να είσαι πάλι ο Ανδρέας ως φίλος, ως γιος, ως σύντροφος, ως συνεργάτης κ.λπ. Συχνά ονειρεύομαι ότι φεύγω και εγκαταλείπω όλους αυτούς τους ρόλους της καθημερινότητας πηγαίνοντας κάπου μακριά».
«Δεν είσαι ευχαριστημένος από τον εαυτό σου δηλαδή;» τον ρωτώ. «Εχω αποδεχθεί σίγουρα πολλά κομμάτια μου. Δέχομαι πλέον τα πράγματα όπως συμβαίνουν. Προσπαθώ να είμαι περισσότερο ευγνώμων, να χαίρομαι, χωρίς να ξέρω ακριβώς τι σημαίνει αυτό. Παλιά τρωγόμουν περισσότερο με τα ρούχα μου. Δημιουργούσα δράματα. Υστερα κατάλαβα ότι υπάρχει έτσι κι αλλιώς τόσο δράμα στη ζωή που δεν είχε ανάγκη εμένα να δημιουργώ περισσότερο. Και με τον ίδιο τρόπο ενθουσιαζόμουν. Δημιουργούσα προσδοκίες και ύστερα μου γύρναγαν μπούμερανγκ. Δεν θα έλεγα ότι απαλλάχθηκα από όλα αυτά με τα οποία ταλαιπωρούσα τον εαυτό μου, αλλά σίγουρα πάει πολύ καλύτερα».
Σπούδασε στο Ηράκλειο, στο Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας. Μέλος πάντα σε θεατρικές ομάδες, λίγο προτού κλείσει τα 24 αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και του ΚΘΒΕ. Πέρασε και στις δύο. Επέλεξε την Αθήνα.
Στο θέατρο έχει συναντηθεί με σπουδαίους σκηνοθέτες, ανάμεσά τους τον Λευτέρη Βογιατζή, την Εφη Θεοδώρου, τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, την Αντζελα Μπρούσκου, τον Γιώργο Λάνθιμο – τον οποίο συνάντησε ξανά στο Λονδίνο. «Ναι, είχα φύγει για ένα διάστημα από την Ελλάδα. Δεν κράτησε πολύ, ήταν μάλλον σαν χειμερινές διακοπές που κράτησαν παραπάνω από το συνηθισμένο».
Στις ενδιαφέρουσες περφόρμανς «Εργασία Βάκχες» (projectbacchae.com) και «Moth» που παρουσίασε, σκηνοθετώντας ουσιαστικά τον εαυτό του, έδειξε ότι τον ενδιαφέρει η σκηνοθεσία. Τον Φεβρουάριο επιστρέφει στον «Οθέλλο» της ομάδας Kursk στο Θέατρο Τέχνης, τον οποίο σκηνοθετεί ο καλός του φίλος Χάρης Φραγκούλης. «Είναι μια επανάληψη, αλλά η διαδικασία και η μέθοδος της δουλειάς του Χάρη είναι τόσο πλούσια που κάθε φορά σε εκπλήσσει, σε οδηγεί σε κάτι νέο. Καμιά φορά νιώθω ότι δεν είμαι ταγμένος τόσο σε αυτό που κάνω. Είμαστε ηθοποιοί. Θέλει δουλειά η φωνή μας, το σώμα μας, η ψυχή μας. Υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού μου που είναι παραδομένο στην τεμπελιά. Και δεν με ενδιαφέρει αυτός ο Ανδρέας που βαριέται να σηκωθεί από το κρεβάτι του, που μπορεί να ζει εκεί με έναν ορό. Θέλει φροντίδα να μη χάσεις το νήμα με τον εαυτό σου και με την τέχνη σου. Πόσο μάλλον στον «Οθέλλο». Ανεβαίνουμε στη σκηνή και ζούμε κάτι πολύ πιο έντονο από τη ζωή μας».
Toν ρωτώ αν αποδέχεται τον τίτλο του ωραίου. «Η εξωτερική ομορφιά δεν είναι κάτι που υποτιμώ ούτε στους άνδρες ούτε στις γυναίκες, γιατί μπορεί να φέρει κάτι το απολύτως αφοπλιστικό» απαντά με ειλικρίνεια. «Καμιά φορά με βλέπω και λέω «όμορφος είσαι», καμιά φορά με βλέπω χάλια. Τώρα αν θέλεις να σε χαρακτηρίζει μόνο αυτό ως άνθρωπο… τι να πω; Ο φίλος μου ο Χάρης λέει κάτι σωστό: «Η εξωτερική μας εμφάνιση είναι ό,τι πιο βαθύ έχουμε» και το πιστεύω και εγώ γιατί συν τω χρόνω αποτυπώνεται ποιος είναι τελικά ένας όμορφος άνθρωπος. Αποτυπώνεται στις ρυτίδες, στη φωνή, στα μάτια».
«Ερωτεύεσαι εύκολα;» τον ρωτώ. «Καθόλου εύκολα. Εχω ερωτευτεί στη ζωή μου. Δεν σου είπα για δράματα πριν; Πλέον τρέμω μην πέσω στην παγίδα του κυνισμού στον έρωτα, της απομυθοποίησης». «Πιστεύεις λοιπόν στο «για πάντα» σε μία σχέση;» τον ρωτώ. «Μα δεν μπορεί να υπάρξει έτσι κι αλλιώς. Ευτυχώς δηλαδή. Εχει να κάνει με το πεπερασμένο της ίδιας της ύπαρξής μας. Για σκέψου, για παράδειγμα, έναν άνθρωπο που ζει για πάντα. Η αθανασία θα ήταν μία κόλαση. Η στιγμή είναι το «για πάντα» μας».