Δυστυχώς οι πληγές της ελληνικής κρίσης δεν έχουν κλείσει ακόμη και είναι να απορεί κανείς πώς και πότε θα συμβεί αυτό.
Οι οικονομικές πληγές είναι βαθιές, ωστόσο μπορεί κάποιος βασίμως να ελπίζει ότι κάποια στιγμή και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις θα επουλωθούν. Αλλωστε δεν υπάρχουν οικονομικές πληγές που δεν επουλώνονται. Μπορεί να πάρει χρόνο, αλλά κάποια στιγμή συμβαίνει.
Πολύ σοβαρότερες όμως είναι οι πληγές που έχουν ανοίξει στο κοινωνικό πεδίο, στον χώρο των ιδεών, των πολιτικών συμπεριφορών και των αντιλήψεων.
Και το κακό είναι ότι πολλοί, γνωστοί και μη εξαιρετέοι, έρχονται να ρίξουν αλάτι σε αυτές…
Εχουν περάσει ήδη τέσσερα χρόνια από την τελευταία μεγάλη περιπέτεια της χώρας. Την παρ’ ολίγον έξοδο της από το ευρώ. Αυτήν που με ελαφρότητα τώρα βλέπουν από απόσταση ο Τσίπρας, ο Βαρουφάκης και διάφοροι άλλοι.
Δυστυχώς για εκείνους όμως, έρχεται και τους καρφώνει ο διαπρεπής και βραβευμένος με Νομπέλ Τζόζεφ Στίγκλιτς. Με την γνωστή συνέντευξή του στα «Νέα», επιβεβαίωσε το εξωφρενικό εκείνο σχέδιο της εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη.
Προφανώς σε ανοιχτή γραμμή με την ελληνική κυβέρνηση και δίχως συναίσθηση ότι τα σαΐνια του Πανεπιστημίου του Τέξας (!) υπηρετούσαν τοτε τα σχέδια του Σόιμπλε και διαφόρων άλλων, έβλεπαν την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ ως ένα ενδιαφέρον οικονομικο-κοινωνικό πείραμα.
Πιθανώς να είχαν ξεκινήσει την μελέτη τους ήδη από τότε που συνομιλούσαν με την κυβέρνηση Παπανδρέου. Ακαδημαϊκά μπορεί να είχε ενδιαφέρον αυτή η πρωτοφανής δυνατότητα εφαρμογής ενός τέτοιου πειράματος, με πειραματόζωα τους πολίτες μίας χώρας. Άλλωστε, αυτοί από το Τέξας θα παρακολουθούσαν εξ αποστάσεως την εξαθλίωση των Ελλήνων. Κάτι σαν πυρηνική δοκιμή στην έρημο…
Διεξοδικές απαντήσεις έδωσε με το άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής» ο Νίκος Χριστοδουλάκης.
Υπάρχει όμως και μία άλλη διάσταση.
Τόσα χρόνια αργότερα, οι εγχώριοι παρ’ ολίγον δολοφόνοι μίας χώρας, εξακολουθούν να περιφέρονται δίχως ίχνος μεταμέλειας και με περισσή αυτοπεποίθηση.
Εχουν κατορθώσει να κοροϊδέψουν πολιτικά μία μεγάλη μερίδα πολιτών, οι οποίοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι τα πρόσωπα τα οποία εκείνη την κρίσιμη περίοδο σκέφτονταν και ενεργούσαν κατ΄αυτόν τον τρόπο, σήμερα έχουν αλλάξει και σκέφτονται διαφορετικά.
Ότι εκείνοι που έπραξαν ό,τι έπραξαν φορτώνοντας το πολλαπλό και πολυδιάστατο κόστος σε άλλους (κόμματα, κοινωνικές ομάδες, θεσμούς, πρόσωπα), έχουν κάποιο περίεργο ηθικό πλεονέκτημα.
Ότι όλοι αυτοί θέλουν να υπερασπιτούν τους πολλούς καλούς και όχι τους λίγους κακούς.
Ότι ένα εκλογικό ποσοστό καθαγιάζει και ξεπλένει κάθε απόπειρα υπονόμευσης έως και καταστροφής της χώρας.
Αν προσπαθήσει κάποιος να προβάλλει όλα αυτά στην σημερινή πολιτική συζήτηση, πιθανώς θα καταλήξει σε μία θλιβερή διαπίστωση.
Μία μεγάλη μερίδα πολιτών και πάντως όσοι ανέχονται κάποιους από τους παραπάνω ως ισότιμους και αξιόπιστους συνομιλητές, φαίνεται ότι δεν έχουν κατανοήσει κάτι βασικό και θεμελιώδες: πόσο φθηνά την έχουμε γλιτώσει, μέχρι στιγμής…
Και πόσο είναι ιστορικά αναγκαίο να μην υπάρξει ποτέ ξανά τέτοιου είδους απειλή.