Υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν η κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία. Η Συνταγματική Αναθεώρηση υπερβαίνει, υπό κανονικές συνθήκες πάντα, οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ψήφισης νόμου ή χάραξης πολιτικής. Απλώνεται σε δύο διαδοχικές συνόδους του Κοινοβουλίου και απαιτεί ειδικές ενισχυμένες πλειοψηφίες.
Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ διακηρυκτικά είχε αποδώσει μεγάλη σημασία στη διαδικασία αναθεώρησης. Αυτό είχε αποτυπωθεί και στη διαμόρφωση επιτροπής για το άνοιγμα αυτής της συζήτησης. Όμως ανάμεσα στην αρχική εξαγγελία και την τελική εκκίνηση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας –και μάλιστα αφού είχε ξεκινήσει ουσιαστικά η μακρά προεκλογική περίοδος– δεν θα απουσιάσει μόνο η ουσιαστική συζήτηση πάνω στα ζητήματα της αναθεώρησης αλλά ακόμη και η ουσιαστική επεξεργασία των ίδιων των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι τυχαίο ότι στις αρχικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, θα συμπεριληφθούν και προτάσεις που δεν προέρχονται απαραίτητα από την παράδοση της αριστεράς, όπως είναι η λεγόμενη εποικοδομητική πρόταση δυσπιστία, δηλαδή η υποχρέωση εκτός από την καταψήφιση της κυβέρνησης να υπάρχει και θετική πρόταση για το ποιος θα αναλάβει τη διακυβέρνηση, ρύθμιση που περιορίζει τη δυνατότητα ανατροπής μιας κυβέρνησης.
Από τη μεριά της η Νέα Δημοκρατία αφού ανάδειξε αρχικά ζητήματα που προέρχονται από τον πυρήνα της ιδεολογικής τοποθέτησής της, όπως ήταν η ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 16 για να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων ή αλλαγές στο άρθρο του 24 σε σχέση με τον ορισμό των δασικών εκτάσεων, τελικά κυρίως επένδυσε στο να χαρακτηριστούν αναθεωρητέες με αυξημένη πλειοψηφία εκείνες οι διατάξεις στις οποίες προσέβλεπε και ενόψει της επιστροφής στην εξουσία.
Η συζήτηση που δεν έγινε
Όμως, αυτό που έλλειψε ήταν μια ουσιαστική συζήτηση για το ποιες προκλήσεις υπάρχουν ως προς το συνταγματικό πλαίσιο, μέσα σε συνθήκες κρίσης, παγκοσμιοποίησης, νέων απειλών και για τα κοινωνικά και για πολιτικά δικαιώματα.
Ούτε έγινε μια συζήτηση για το πώς μπορεί να είναι μια ουσιαστική αναθεώρηση που τελικά να μην δημιουργεί περισσότερα προβλήματα. Το παράδειγμα της συνταγματικής απαγόρευσης της μονιμοποίησης συμβασιούχων στην αναθεώρηση του 2001, η οποία στη συνέχεια άλλοτε παρακάμφθηκε και άλλοτε επιβεβαιώθηκε, την ώρα που η ελαστική εργασία στο δημόσιο επεκτεινόταν, είναι πολύ χαρακτηριστικό.
Οι αναθεωρητέες διατάξεις και οι πολιτικοί υπολογισμοί
Οι βασικές αναθεωρητέες διατάξεις που έρχονται προς συζήτηση με ενισχυμένη πλειοψηφία άνω των 180 βουλευτών, έχουν προκύψει μέσα από την προσπάθεια να αντιμετωπιστούν θεσμικές δυσλειτουργίες της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας.
Αυτό φαίνεται για παράδειγμα στο τρόπο που ουσιαστικά μεθοδεύεται η αποσύνδεση της διαδικασίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από την προσφυγή στις κάλπες. Για το θέμα αυτό υπάρχει ευρύτερη συναίνεση, έστω και εάν δεν έχει μια αναλυτική συζήτηση για το εάν η τελική μετάβαση σε εκλογή του ΠτΔ με την πλειοψηφία των 151 θα μπορέσει να συνεχίσει να προσδίδει το απαραίτητο κύρος στο αξίωμα.
Αντίστοιχα, μπορεί κανείς να δει την προοπτική τροποποίηση των προβλέψεων περί ποινικής ευθύνης υπουργών, κυρίως ως προς την κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας (τον περιορισμό ότι η δίωξη πρέπει να γίνει μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος) και την κατάργηση της δυνατότητας αναστολής της δίωξης, της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας. Είναι εμφανές ότι θα έχουμε στο τέλος έναν περιορισμό των σημερινών υπουργικών προνομίων, αλλά ο πυρήνας του πλαισίου που διαχωρίζει την ποινική μεταχείριση υπουργών και των απλών πολιτών θα παραμείνει.
Αντίθετα, ως προς την ασυλία των βουλευτών υπάρχει ευρεία συναίνεση για τον περιορισμό της βουλευτικής ασυλίας στα αδικήματα που σχετίζονται με τη βουλευτική ιδιότητα, αν και αυτό θα επικυρώσει την πάγια πρακτική σε ανάλογες ψηφοφορίες της Βουλής εδώ και αρκετά χρόνια.
Ως προς την ψήφο των αποδήμων, η βασική αλλαγή που θα γίνει, με ενισχυμένη πλειοψηφία, μετά και την επίτευξη συναίνεσης για το νομοσχέδιο για την ψήφο των αποδήμων, η αλλαγή θα αφορά το άρθρο 54, παρ. 4 ώστε να μην υπάρχει πρόβλημα με την προτεινόμενη καθιέρωση και αριθμού βουλευτών επικρατείας για τον απόδημο ελληνικό.
Τέλος μια σειρά από διατάξεις που είχαν ούτως ή άλλως χαρακτηριστεί αναθεωρητέες με μεγάλη πλειοψηφία, αναμένεται επίσης να τροποποιηθούν όπως είναι αυτές για την εξομοίωση των δικαστών των Ενόπλων Δυνάμεων με τους τακτικούς δικαστές όπως και τη μειωμένη πλειοψηφία για την εκλογή των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών.
Η πολιτική αντιπαράθεση
Το γεγονός ότι για μια σειρά από ζητήματα είχαν υπάρξει συναινέσεις ή έστω κοινές αφετηρίες, δεν αναιρεί ότι θα υπάρξει έντονη πολιτική αντιπαράθεση.
Ένα βασικό σημείο αντιπαράθεσης, που φάνηκε και στην έναρξη της συζήτησης στην Ολομέλεια, αφορά την τακτική που επέλεξε η Νέα Δημοκρατία, ήδη από την προηγούμενη Βουλή. Το γεγονός ότι η ΝΔ φρόντισε να υπάρχει ενισχυμένη πλειοψηφία στην απόφαση για το ποιες διατάξεις είναι αναθεωρητέες, ακόμη και εκεί όπου είχε διαφωνία με το περιεχόμενο της κυβερνητικής αλλαγής, έχει αποτελέσει αιτία σφοδρής κριτικής από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως υπογράμμισε και ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Κατρούγκαλος, «Η αντίληψη του τακτικισμού και της ακραίας πολιτικής υποκρισίας, ξεκίνησε με την πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη να ψηφίσουν στη προτείνουσα Βουλή διατάξεις ώστε με απλή πλειοψηφία να ρυθμίσει η επόμενη Βουλή με 151. Κανείς στο παρελθόν δεν είχε τη φαεινή αυτή ιδέα γιατί το άρθρο 110 του Συντάγματος που θέλει συναινέσεις όχι μόνο για το ποιες διατάξεις αλλά και πώς θα αναθεωρηθούν. Δεν μπορεί να αλλοιώσει την κατεύθυνση που έχουν, για αυτό η πρόταση του κ. Μητσοτάκη ήταν πολιτικά παραπλανητική αλλά και αντισυνταγματική».
Ως προς αυτό το θέμα, η ΝΔ έχει απαντήσει με την πάγια θέση της ότι δεν μπορεί η πρόταση για το περιεχόμενο να δεσμεύει την επόμενη αναθεωρητική Βουλή και η αρχική απόφαση αφορά το ποιες διατάξεις είναι αναθεωρητέες και με ποια πλειοψηφία.
Η ΝΔ υπενθυμίζει τη μη αναθεώρηση των άρθρων 16 και 24
Από τη μεριά της, η κυβερνητική πλευρά, επέμεινε στο πώς η διαδικασία της αναθεώρησης άφησε απέξω κρίσιμα άρθρα όπως το 16 ή το 24, κάτι που αποτυπώθηκε και στην επανάληψη αυτής της αναφοράς από διάφορους βουλευτές της ΝΔ. Πάντως ο γενικός εισηγητής της ΝΔ κ. Κ. Τζαβάρας προσπάθησε να δώσει συναινετικό τόνο: «Αυτή η συζήτηση πρέπει να αντισταθεί σε σειρά προκαταλήψεων που έχουν διαμορφωθεί στη κοινωνία σχετικά με τη φθορά των θεσμών που όρθωσαν ένα τείχος δυσπιστίας. Πετύχαμε πολλά σημαντικά. Πράγματι ήταν προϊόν συμβιβασμού, υπήρξε πολύ δημοκρατική ευθύνη από όλα τα κόμματα και έγιναν προσπάθειες που καταξιώνουν τον κοινοβουλευτικό λόγο», υποστήριξε χαρακτηριστικά ο κ. Τζαβάρας.
Αντίθετα, πιο το ΚΙΝΑΛ φάνηκε σε επίπεδο της τοποθέτησης του εισηγητή φάνηκε να επιμένει περισσότερο στο ότι η συγκεκριμένα αναθεώρηση δεν ήταν αρκούντως τολμηρή. «Εν σωτηρίω έτει 2019 αναθεώρηση που δεν θίγει τη γραφειοκρατία στη διοίκηση και τη δικαιοσύνη, ή που δεν “ακουμπά” το άρθρο 16, δεν έχει νόημα. Αρκεί να σκεφτούμε, πως η επομένη θα γίνει έπειτα από εννέα χρόνια! Πολύς χρόνος χαμένος για τις Ελληνίδες και τους Έλληνες! Τελικά το πολιτικό σύστημα της χώρας μας έχει ταλέντο κι έφεση στη σπατάλη του χρόνου των πολιτών», ήταν η χαρακτηριστική αποστροφή του εισηγητή Α. Λοβέρδου.
Το ΚΚΕ από τη μεριά του επεσήμανε τον τρόπο που το Σύνταγμα λειτουργεί ως μηχανισμό θωράκισης των κυρίαρχων κοινωνικοοικονομικών σχέσεων. «Παίρνετε τα μέτρα σας και σε συνταγματικό και σε νομοθετικό επίπεδο για τη σταθερότητα του σάπιου πολιτικού συστήματος», υποστήριξε ο εισηγητής του Κομμουνιστικού Κόμματος Γ. Γκιόκας.
Αντίστοιχα, και το ΜέΡΑ25 θα επιμείνει στην κριτική ότι έχουμε να κάνουμε με μια χαμένη ευκαιρία ως προς τη δυνατότητα μιας προοδευτικής δημοκρατικής αναθεώρησης του Συντάγματος.
Τα ζητήματα που θα μείνουν ανοιχτά
Όποια και εάν η εξέλιξη της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης στη Βουλή αυτές τις μέρες, όπου κανείς μπορεί να περιμένει και κατά στιγμές όξυνση των τόνων, οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί ορίζουν τα περιθώρια της αναθεωρητικής διαδικασίας.
Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα καθορίσει κυρίως την έκβαση στις διατάξεις που φτάνουν με ενισχυμένη πλειοψηφία, ενώ από εκεί και πέρα κυρίως στο θέμα των αποδήμων μπορεί κανείς να διαμορφώνεται αυξημένη συναίνεση σε αυτή τη Βουλή, με βάση και το διακομματικό πόρισμα.
Από εκεί και πέρα μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι μια σειρά από ζητήματα θα παραμείνουν ανοιχτά. Από τα ζητήματα που αφορούν την κατάργηση ενός αναχρονιστικού πλαισίου για την ποινική ευθύνη υπουργών, έως τα ζητήματα που αφορούν την περιβαλλοντική προστασία, τα κοινωνικά δικαιώματα, αλλά και τη σταδιακή τρώση των ελευθεριών απέναντι στις τεράστιες δυνατότητες ψηφιακής επιτήρησης.
Ούτε πρόκειται και αυτή η αναθεώρηση να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που αφορούν την απομάκρυνση των πολιτών από τις πολιτικές διαδικασίες, την κρίση αξιοπιστίας των δημοκρατικών θεσμών ή την κρίση νομιμοποίησης θεσμών όπως η δικαιοσύνη (που για άλλη μια φορά δεν βλέπει να θεσπίζεται η χειραφέτηση από τις κυβερνητικές παρεμβάσεις). Ούτε βέβαια έγινε κάποια συζήτηση για το πώς συμβιβάζεται η ελληνική συνταγματική τάξη με την παράλληλη διεύρυνση μιας ιδιότυπης ευρωπαϊκής συνταγματικής τάξης.
Προφανώς και η συνταγματική αναθεώρηση από μόνη της δεν θα μπορούσε να απαντήσει σε ζητήματα που δεν αφορούν απλώς το θεσμικό πλαίσιο, αλλά μια συνολικότερη πολιτική και πολιτισμική συνθήκη. Όμως, μια διαφορετική ποιότητα συζήτησης αυτών των θεμάτων, λιγότερο επικαθορισμένη από τις εργαλειακές ανάγκες της καθημερινής πολιτικής αντιπαράθεσης, θα μπορούσε να είναι μια σημαντική συμβολή.