Είναι ένα από τα εξ Ελλάδος ορμώμενα πρόσωπα της επιστήμης που εδώ και χρόνια μάς βγάζουν ασπροπρόσωπους στο εξωτερικό. Ο λόγος για τον 47χρονο καθηγητή Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και διευθυντή του Κέντρου Γονιδιώματος Health 2030 κ. Μανώλη Δερμιτζάκη, ο οποίος είναι γνωστός για τις μελέτες του που ρίχνουν φως στη γενετική βάση πλήθους νόσων. Αυτός ο έλληνας επιστήμονας του εξωτερικού αναμένεται τώρα να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και στα ερευνητικά συμβαίνοντα του εσωτερικού, καθώς πριν από λίγες ημέρες ανέλαβε τα ηνία του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ), του ανώτατου γνωμοδοτικού οργάνου της Πολιτείας σε ό,τι αφορά τη χάραξη εθνικής στρατηγικής για την Ερευνα, την Τεχνολογία και την Ανάπτυξη της Καινοτομίας.
Το πρώτο ερώτημα που θέσαμε λοιπόν στον κ. Δερμιτζάκη, στον οποίο μιλήσαμε με αφορμή τη νέα, άμισθη, όπως και για τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου, θέση του, ήταν το γιατί ένας ερευνητής ενεργός, και μάλιστα στην Ελβετία όπου η έρευνα τυγχάνει σίγουρα καλύτερης αντιμετώπισης από ό,τι στη χώρα μας, αποφασίζει να περιπλέξει τη ζωή του και να αναλάβει ένα πόστο που χαρακτηρίζεται, το λιγότερο, «καυτό».
Η απάντησή του ήταν προφανώς δηλωτική του χαρακτήρα του: «Η «φωτιά» ήταν εκείνη που με τράβηξε. Ως προσωπικότητα μου αρέσουν τα δύσκολα. Και το έργο του Συμβουλίου θα είναι δύσκολο, αφού το ερευνητικό σύστημα στη χώρα μας χρειάζεται βελτιώσεις. Ωστόσο συναισθηματικά θέλω να δώσω πίσω στην Ελλάδα γιατί και εκείνη μού έδωσε. Στην Ελλάδα έκανα τις πρώτες μου σπουδές, οι καθηγητές μου στο Πανεπιστήμιο Κρήτης ήταν εκείνοι που με βοήθησαν να ανοίξω τα φτερά μου για το εξωτερικό. Το γεγονός μάλιστα ότι εργάζομαι εκτός της χώρας πιστεύω πως θα λειτουργήσει υπέρ της κατάστασης. Δεν θα εμπλακώ με προσωπικά συμφέροντα ενώ παράλληλα θα μεταφέρω τη γνώση και την πείρα μου σχετικά με το πώς λειτουργεί το ερευνητικό σύστημα σε άλλες χώρες. Εχω όραμα και το κυνηγώ πάντα».
Το ξεκίνημα από το Παγκράτι
Το όραμά του ο Ηρακλειώτης στην καταγωγή κ. Δερμιτζάκης το κυνήγησε από νωρίς. Ηδη από όταν ήταν μαθητής στο 28ο Λύκειο Αθηνών στο Παγκράτι και έκανε όνειρα να γίνει γενετιστής επηρεασμένος «από ένα δισέλιδο στο βιβλίο της Γ’ Λυκείου για τη γενετική μηχανική». Αλλά και όταν, έχοντας ολοκληρώσει το 1995 τις προπτυχιακές σπουδές του στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και δύο χρόνια αργότερα το μεταπτυχιακό του στη Βιολογία στο ίδιο πανεπιστήμιο, αποφάσισε ότι έπρεπε να φύγει. «Ενιωθα παγιδευμένος σε ένα σύστημα που δεν φρόντιζε τους νέους επιστήμονες και κατάλαβα ότι σε αυτό το περιβάλλον δεν μπορούσα να λειτουργήσω».
Ετσι ξεκίνησε ένα μακρό επιστημονικό ταξίδι με πρώτη στάση το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια όπου εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή του στην εξελικτική βιολογία και την πληθυσμιακή γενετική του ρυθμιστικού DNA στα θηλαστικά και στα δροσόφιλα. Το μεταδιδακτορικό του έργο ήταν στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γενεύης επάνω στη συγκριτική ανάλυση του γονιδιώματος. Διετέλεσε ερευνητής στο Wellcome Sanger Institute μεταξύ 2004 και 2009, ενώ τα τελευταία 10 χρόνια κρατά τη θέση του τακτικού καθηγητή Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης διεξάγοντας έρευνα η οποία επικεντρώνεται στη γενετική βάση των κυτταρικών φαινοτύπων, των πολυπαραγοντικών χαρακτηριστικών και της ιατρικής ακριβείας. Ερευνα άκρως «καρποφόρα», όπως μαρτυρούν οι περισσότερες από 160 δημοσιεύσεις του σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά αλλά και οι πάνω από 65.000 ετεροαναφορές στο έργο του.
Το ταξίδι τώρα συνεχίζεται (και) με προορισμό τη γενέτειρά του, όπου ο κ. Δερμιτζάκης ελπίζει ότι με την υπόλοιπη ομάδα του Συμβουλίου θα επιτύχει να «νοικοκυρέψει» την εγχώρια έρευνα. «Πολύς λόγος γίνεται για τη σύνδεση μεταξύ έρευνας και επιχειρηματικότητας. Ομως για να συνδεθούν αυτοί οι δύο τομείς πρέπει να συντονιστούν. Δεν μπορεί να χτιστεί δυνατή επιχειρηματικότητα χωρίς σωστή βάση. Και σωστή βάση σημαίνει σωστό ακαδημαϊκό περιβάλλον, ένα υγιές «οικοσύστημα» στο οποίο οι ερευνητές θα λειτουργούν χωρίς δυσπιστία ως προς την αξιολόγηση και τη χρηματοδότηση και θα βλέπουν τελικώς τα αποτελέσματα της έρευνάς τους να μεταφράζονται σε κάποιες περιπτώσεις σε προϊόν. Για να συμβούν όλα αυτά, πρέπει να ξεκινήσουμε από τη χαρτογράφηση του υπάρχοντος συστήματος. Διότι έχουμε καλούς ερευνητές στην Ελλάδα, έχουμε και λιγότερο καλούς. Εχουμε χρηματοδότηση της έρευνας αλλά δεν έχουμε συνολική καταγραφή σχετικά με τις πηγές της χρηματοδότησης αλλά και με το πού πηγαίνει τι. Νομίζω ότι το πρώτιστο είναι να «νοικοκυρέψουμε» το σύστημα, να αρχίσει να γίνεται εσωτερικός έλεγχος στην επιστήμη, με τους ίδιους τους επιστήμονες να έχουν την ευθύνη για το περιβάλλον τους. Ετσι θα δημιουργήσουμε τελικά ένα «οικοσύστημα» ελκυστικό όχι μόνο για τους έλληνες ερευνητές που έχουν φύγει στο εξωτερικό ώστε να επιστρέψουν στη χώρα τους αλλά και για τους ξένους που ελπίζουμε ότι θα έχουν πλέον ως μια από τις πρώτες επιλογές τους το να εργαστούν στην Ελλάδα».
Προκειμένου να αφοσιωθεί στο νέο έργο του ο καθηγητής έλαβε έναν χρόνο εκπαιδευτική άδεια. «Σκοπεύω να περνώ δεκαπέντε ημέρες του μήνα στην Ελλάδα ώστε να συντονίζω καλύτερα τα πολλά που πρέπει να γίνουν ενώ τις υπόλοιπες δεκαπέντε ημέρες θα επιστρέφω στη Γενεύη όπου βρίσκεται η οικογένειά μου». Μια οικογένεια με πολλές υποχρεώσεις, καθώς ο κ. Δερμιτζάκης και η σύζυγός του δικηγόρος κυρία Ρία Κεχαγιά έχουν τρία παιδιά ηλικίας τεσσεράμισι, οκτώ και δέκα ετών.
Κλείνοντας ο καθηγητής δήλωσε ενθουσιασμένος με το νέο εγχείρημα – το οποίο, όπως τόνισε, δεν είναι πολιτικό, «είναι επιστημονικό και θέλω πάνω απ’ όλα να είναι υπερκομματικό με μεγάλο ορίζοντα» – και έδωσε μια υπόσχεση: «Δεν μπορώ να υποσχεθώ ότι όλα αυτά που οραματίζομαι θα γίνουν, μπορώ όμως να υποσχεθώ πως θα κάνω ό,τι μπορώ για να γίνουν». Κρατήσαμε τον ενθουσιασμό αλλά και την υπόσχεσή του ως καλή αρχή αναμένοντας τη συνέχεια, που ελπίζουμε να μετουσιωθεί σε πράξεις προς όφελος της έρευνας και τελικώς της ίδιας της χώρας.