Η ρομαντική ιστορία του Δρος Χίγκινς, ενός διακεκριμένου καθηγητή φωνολογίας στο Λονδίνο των αρχών του 20ού αιώνα ο οποίος προσπαθεί να μεταμορφώσει μια πλανόδια λουλουδού με βαριά, ακατάληπτη προφορά σε κυρία της υψηλής κοινωνίας, εν προκειμένω μεταφέρεται σε ένα ανατρεπτικό καμπαρέ βγαλμένο μέσα από τους πίνακες του Tουλούζ-Λοτρέκ και τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του Μπομπ Φόσι.
Βασισμένο στο θεατρικό έργο του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο «Πυγμαλίων», το διάσημο μιούζικαλ παρουσιάζεται στην εκδοχή για δύο πιάνα. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Γιάννος Περλέγκας ο οποίος παράλληλα ερμηνεύει τον ρόλο του καθηγητή Χίγκινς ενώ συνυπογράφει και τη μετάφραση της πρόζας από κοινού με τη Μαρία Κυριαζή.
Το «Ωραία μου κυρία» πρωτοπαρουσιάστηκε το 1956 στο θέατρο Μαρκ Χέλινγκερ του Μπρόντγουεϊ με την ανερχόμενη, τότε, Τζούλι Αντριους στον ρόλο της Ελάιζα Ντούλιτλ και τον αστέρα Ρεξ Χάρισον ως καθηγητή Χίγκινς σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Η παράσταση μεταφέρθηκε σε δύο ακόμη σκηνές του Μπρόντγουεϊ προτού κατέβει οριστικά στις 29 Σεπτεμβρίου 1962 μετά από 2.717 παραστάσεις – αριθμό ρεκόρ για την εποχή – και με εισπράξεις της τάξεως των 10 εκατομμυρίων δολαρίων. Αντιστοίχως, η παράσταση που ανέβηκε στο Λονδίνο στις 30 Απριλίου 1958 με τους πρωταγωνιστές της αρχικής παραγωγής συμπλήρωσε 2.281 παραστάσεις.
Αντάξια της θεατρικής επιτυχίας υπήρξε και η κινηματογραφική του εκδοχή το 1964 σε σκηνοθεσία Τζορτζ Κιούκορ, όπου για εμπορικούς λόγους – καθότι άγνωστη ακόμη η Αντριους – τον ρόλο της Ελάιζα ερμήνευσε η Οντρεϊ Χέπμπορν. Η ταινία τιμήθηκε με οκτώ Οσκαρ, ανάμεσα στα οποία κι αυτό της καλύτερης ταινίας.
Ενόχληση και χάπι εντ
«Η «Ωραία μου κυρία» με «γαργάλησε» εξαρχής» λέει ο Γιάννος Περλέγκας, ο οποίος επιστρέφει στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ μετά την επιτυχία της παράστασης «Βάκχαι» του Ιάννη Ξενάκη που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 2018. «Η πηγή του συγκεκριμένου μιούζικαλ είναι ένα σπουδαίο θεατρικό έργο το οποίο δεν απαρνιέται η παράσταση. Το έργο του Σο στην αρχή ενόχλησε πολύ. Είναι χαρακτηριστικό ότι άργησε να ανέβει στο Λονδίνο, η πρεμιέρα του έγινε στη Βιέννη. Ωστόσο, από την πρώτη του κινηματογραφική εκδοχή ο συγγραφέας αποφάσισε να αλλάξει το αρχικό φινάλε βάσει του οποίου η Ελάιζα δεν επέστρεφε στον Χίγκινς. Θέλησε, όμως, ένα happy end το οποίο διατηρεί η «Ωραία μου κυρία». Αυτή η εξέλιξη συμπαρασύρει διάφορα πράγματα. Επί της ουσίας η ηρωίδα επιστρέφει υποταγμένη στην πατριαρχία. Η «παραχάραξη», λοιπόν, της ιστορίας προς χάριν ενός ρομαντικού λαβ στόρι είναι βασικός άξονας του έργου» εξηγεί ο σκηνοθέτης, προσθέτοντας πως η «Ωραία μου κυρία» δεν είναι από τα μιούζικαλ όπου υπερτερεί η μουσική.
Το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση το μιούζικαλ παρουσιάζεται στην εκδοχή για δύο πιάνα σηματοδοτεί κατά τον Γιάννο Περλέγκα την επιστροφή σε μια πιο «πυρηνική» προσέγγιση. Και είναι ακριβώς αυτή η επιλογή η οποία οδήγησε στην απόφαση να εκτυλίσσεται η ιστορία σε ένα καμπαρέ, έναν πιο λαϊκό χώρο διασκέδασης. «Ο τόπος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία της Ελάιζα είναι το Λονδίνο του 1912, έτσι όπως το γνωρίζουμε από τον Ντίκενς ή από τον Τσάπλιν: μια απάνθρωπη, ταξική μεγαλούπολη, στην οποία οι φτωχοί ζητιανεύουν, πεινούν και πεθαίνουν έξω από την Οπερα του Κόβεντ Γκάρντεν όπου συνωστίζονται τα πλήθη των καλοραμμένων Λονδρέζων για να ακούσουν το «Λυκόφως των Θεών» του Βάγκνερ» σημειώνει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης. «Ο κόσμος του καμπαρέ, του βαριετέ, του μιούζικ χολ, των μεικτών λαϊκών θεαμάτων στα οποία συνυπάρχουν αρμονικά το τραγούδι, η πρόζα και ο χορός, μας φάνηκε ο καταλληλότερος κόσμος για να αναπαραστήσουμε εκ νέου αυτή τη σκληρή ταξική και ερωτική ιστορία. Αλλωστε, το είδος του μιούζικαλ προτού το παραλάβει προσθέτοντάς του το γλάσο της γκλαμουριάς το Χόλιγουντ, είναι είδος που ευδοκίμησε στα «χαμερπή» λαϊκά μουσικά καταγώγια, όπου φτωχοί καμπαρετζήδες κοιτούσαν να βγάλουν τα προς το ζην». Οι 15 ερμηνευτές επί σκηνής εμφανίζονται σε περισσότερους ρόλους ο καθένας. «Είναι μια μπουλουκτσίδικη εκδοχή με το μεγαλύτερο δυνατό μινιμάρισμα» λέει ο Γιάννος Περλέγκας. Επανέρχεται στην εκδοχή των δύο πιάνων και εξηγεί πως παρότι λείπουν όλα τα όργανα της ορχήστρας, με τη συγκεκριμένη επιλογή μοιάζει σαν να μη λείπει τίποτε. «Αντιθέτως, αυτή η εκδοχή εκμοντερνίζει τη μουσική» εκτιμά. «Ο συνθέτης, ο Φρέντερικ Λόου, γεννημένος στο Βερολίνο από αυστριακούς γονείς, ήταν ένας επίδοξος Στράους: το μιούζικαλ είναι γεμάτο βαλς. Παρότι γράφτηκε το ’56 αρνείται τη σύγχρονή του μουσική και καταφεύγει σε μια πιο «ελαφρά» επιλογή παρόλο που το θέμα είναι βαρύ και σκληρό». Πώς καταφέρνει ο ίδιος να «ισορροπεί» ανάμεσα στη σκηνοθεσία και στην ερμηνεία; «Είμαι συνηθισμένος σε αυτή τη διπλή ιδιότητα» απαντά. «Σε τέτοιο βαθμό ώστε όταν αποφασίζω να κάνω μόνο το ένα από τα δύο μου φαίνεται τελικά πιο δύσκολο. Δουλεύουμε με την ομάδα μας επτά μήνες για αυτό το έργο. Συνυπογράφω και τη μετάφραση της πρόζας, οπότε έχω εξαρχής σχέση με το εγχείρημα. Το έργο έχει μεγάλο όγκο πρόζας και θεωρώ ευτύχημα το γεγονός ότι τα τραγούδια του Χίγκινς γράφτηκαν για τον Ρεξ Χάρισον, ο οποίος δεν τραγουδούσε. Θα ήταν βλασφημία να πω ότι τραγουδώ…». Κι ο ρόλος του Χίγκινς; Ποιος είναι, τελικά, ο ήρωάς του; «Με έναν τρόπο έχουμε κοινά» απαντά. «Είναι μονομανής όπως κι εγώ, ενώ μέσα στη σκληρότητά του είναι αδιόρθωτα ανώριμος. Διασκεδάζω πολύ μαζί του».