Η φράση «ασχολούμαι με την ποίηση» δεν την εγκρίνει. «Η ποίηση δεν είναι «ασχολία», είναι άσκηση μιας απαιτητικής τέχνης εφ’ όρου ζωής. Η ασχολία είναι κάτι άλλο, σαν την κηπουρική, ας πούμε». Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου γνωρίζει άριστα για ποιο πράγμα μιλάει. Εφέτος η 66χρονη βραβευμένη ποιήτρια συμπληρώνει 45 χρόνια παρουσίας στην ελληνική λογοτεχνία. Συναντήθηκε με «Το Βήμα» στο βιβλιοπωλείο Free Thinking Zone, στο κέντρο της Αθήνας, με αφορμή την πιο πρόσφατη συλλογή της Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή, η οποία περιλαμβάνει πενήντα ποιήματα «για την πόλη, τα παιδιά και τον θάνατο». Η ίδια δεν κυκλοφορεί και πολύ. «Είναι στη φύση μου. Δεν είμαι τόσο εξωστρεφής. Οταν πρόκειται μάλιστα να διαπραγματευτώ την ιδιότητα της ποιήτριας προς τα έξω, στον δημόσιο χώρο, αυτό δεν το αντέχω, με πανικοβάλλει, θέλω να είμαι κρυμμένη» τόνισε.
Η αγωνία της γραφής
Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου μεγάλωσε σε «ένα σπίτι μικροαστικό και έντιμο» που αγαπούσε τα γράμματα. «Ο πατέρας μου ήταν εμποροράφτης. Οποιος περνούσε από το κατάστημά του πουλώντας βιβλία, έβρισκε μόνιμο αγοραστή. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βράδια που μαζευόμασταν η οικογένεια γύρω από τη σόμπα πετρελαίου για να μας διαβάσει εκλαϊκευμένες εκδόσεις του Ομήρου. Αγαπούσε την ανάγνωση και αυτό μου το μετέδωσε». Η αρχή της μακράς πορείας της, το 1974, συνέπεσε με τη μεταπολίτευση. «Εβαλα από την τσέπη μου και έβγαλα το πρώτο βιβλιαράκι. Ομως τότε δεν ήμουν η μόνη που ξεκινούσε. Το φεμινιστικό κίνημα είχε επίσης έντονη έκφραση και δράση. Και παρότι συμμετείχα κι εγώ σε διάφορα – ως φοιτητριούλα της εποχής – ουδέποτε σκέφτηκα τη γυναικεία μου υπόσταση σε σχέση με την ποίηση, ουδέποτε σκέφτηκα να αξιοποιήσω ποιητικά, ας πούμε, το φύλο μου. Εγραφα γιατί από παιδί ήθελα να γράφω. Υστερα το ένα έφερε το άλλο, κι από ‘κεί και πέρα άρχισε να εκτυλίσσεται η υπόθεση μιας προσωπικής αναζήτησης και αγωνίας».
Ποιο είναι, άραγε, το περιεχόμενο αυτής της αγωνίας; «Αυτά που γράφω τι είναι και γιατί τα γράφω; Διερωτήσεις από τις οποίες δεν απαλλάσσεσαι ποτέ. Απλώς ακολουθείς την επιτακτική ανάγκη σου να το κάνεις. Κι όσο περνούν τα χρόνια το κάνεις με περισσότερη προσοχή και περίσκεψη. Είναι κάτι που δεν ξεπερνιέται. Υπάρχει πάντοτε τρόμος μπροστά στη γραφή». Και συνέχισε η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου: «Υπάρχει μια ανησυχία που σχετίζεται με την ίδια σου την ύπαρξη. Γιατί το θέλεις αυτό τόσο πολύ; Γιατί πρέπει να γράφεις; Οταν δεν το κάνεις, γιατί δεν νιώθεις καλά; Εχεις την αίσθηση ότι θα πάψεις να είσαι ζωντανός, ότι θα χάσεις τον εαυτό σου, αν σταματήσεις. Αυτή είναι η μία όψη της αγωνίας. Η άλλη είναι: αυτά που γράφεις είναι όμορφα; Δηλαδή, έχεις έναν δικό σου τρόπο να ανακαλύπτεις την ομορφιά; Είσαι αρκετά πρωτόγονη μπροστά στην αναζήτησή της; Μήπως αναμασάς απλώς ό,τι έμαθες; Και, τέλος, υπάρχει κάτι πιο ριζικό, ακόμα βαθύτερο: αν ο οποιοσδήποτε στίχος μπορεί να λειτουργήσει αρκούντως παρηγορητικά, πέραν της στιγμής κατά την οποία γράφεται» υπογράμμισε.
Η ειλικρίνεια της ποίησης
Κατόπιν συζητήσαμε για το υλικό της ποίησης, δηλαδή τους στίχους των άλλων και την ατομική ή συλλογική εμπειρία. «Ποίηση είναι να λες πράγματα που πιστεύεις ότι είναι εξόχως σημαντικά, με έναν τρόπο μουσικό, έναν τρόπο που να λειτουργεί ανάμεσα στο αφτί και στο χάος. Δεν αναφέρομαι στη ρίμα ή στην ομοιοκαταληξία, προφανώς. Για μένα, η ποίηση πρέπει να διαπνέεται από μια ευρύτερη ρυθμική ολοκλήρωση. Δεν ισχυρίζομαι όμως ότι αυτό μόνον είναι η ποίηση, η ποίηση είναι και αυτό, είναι το μείζον χαρακτηριστικό της για την ακρίβεια». Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου έχει συναίσθηση ότι αρκετοί θεωρούν «σκοτεινή» και «κρυπτική» την ποίησή της. «Ξέρω ότι δεν υπάρχει τίποτα το προφανές στην ποίησή μου. Αν πάντως συμβαίνει, τότε μάλλον θα έχει ξεφύγει από μένα την ίδια. Δεν έχω την πρόθεση να είναι κρυπτική η ποίησή μου, αλλά ειλικρινής. Αισθάνομαι πια ότι είναι απαραίτητη μια μεγαλύτερη διαύγεια ως προς το θέμα. Θέλω διαβάζοντας κανείς ένα ποίημά μου να μπορεί να παρακολουθήσει τον βασικό νοηματικό του άξονα. Η ποίηση, βέβαια, είναι τα πετάγματα γύρω από αυτόν τον άξονα. Τα πετάγματα για τα οποία μιλώ έχουν να κάνουν με την ατμόσφαιρα, με τα δευτερεύοντα μοτίβα που φωτίζουν τον κύριο άξονα, με το ζευγάρωμα των φθόγγων μέσα σε κάθε λέξη, με το ζευγάρωμα της μιας λέξης με την άλλη, έχουν να κάνουν με τη στίξη, τους υπαινιγμούς, τις σιωπές, με χίλια δύο πράγματα. Η ποίηση δεν είναι ποτέ το θέμα της. Κι όσοι αξιώνουν από το ποίημα να είναι προφανές, να μην είναι σκοτεινό, το αδικούν».
Η ποίηση της Δήμητρας Κ. Χριστοδούλου είναι, πρωτίστως, βαθιά υπαρξιακή και εξαιρετικά εικονοπλαστική. Και, ασφαλώς, δεν είναι περίκλειστη, αντιθέτως ορίζεται από έναν διακριτικό, πλην πανταχού παρόντα προβληματισμό για τα κοινά. «Πάντως, δεν μου αρέσει η διακηρυκτική ποίηση, τα πλακάτ, οι ταμπέλες. Αν το ποίημα δεν πάλλεται από βίωμα, δεν μπορεί να λειτουργήσει ούτε καθαρά ποιητικά, ούτε πολιτικά, ούτω ως δημόσιος λόγος. Οποιαδήποτε κοινωνική παρατήρηση ενσωματώνει ένας στίχος οφείλει να είναι αληθινή. Η υψηλή ωραιότητα της ποίησης ενέχει την κοινωνική ευαισθησία. Αν γράφεις με παλμό ψυχής, η κατάθεση της ομορφιάς συνιστά από μόνη της πολιτική αξία. Δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω». Τέλος, τη ρωτήσαμε αν η ποίηση έχει και συνέπειες, αν εκτός από καλά έχει και κακά. «Δεν έχει κανένα κακό η ποίηση. Είναι καθαρή ευτυχία». Τότε γιατί υπάρχουν και ποιητές που αυτοκτονούν; «Επειδή ακριβώς δεν συνεχίζουν να ζουν μέσα στην ευτυχία της ποίησής τους, παρά εξωθούνται να ζήσουν μέσα στη δυστυχία της πραγματικότητας. Είναι ένας εκβιασμός αυτός. Αλλοι τον αντέχουν, άλλοι σκίζονται και χάνονται».
Σε 24 στίχους
Ολα τα ποιήµατα της καινούργιας συλλογής της Δήµητρας Χ. Χριστοδούλου είναι γραµµένα σε ακριβώς είκοσι τέσσερις (24) στίχους, όσες και οι ώρες µιας ηµέρας. Μόνη εξαίρεση το ποίηµα µε τον τίτλο «Σχόλιο», κάτι που έχει γίνει απολύτως συνειδητά. «Καµπάνες από άκρου εις άκρον µες στη χώρα./ Ή πυρκαγιά ή εθνική γιορτή θα είναι./ Ή αφίχθηκε στο κεντρικό αεροδρόµιο/ Το φέρετρο το σκεπασµένο µε τη σηµαία/ Που µες στην ένταση της διεθνούς περιοδείας/ Το λησµονήσαµε στην γκαρνταρόµπα./ Εκτός κι αν άλλαξε η γεωγραφική µας θέση./ Μπορεί. Τόσοι έχουν µεταµεληθεί, τόσοι δηλώνουν πλέον/ Χορτοφάγοι».
η φράση «ασχολούμαι με την ποίηση» δεν την εγκρίνει. «Η ποίηση δεν είναι «ασχολία», είναι άσκηση μιας απαιτητικής τέχνης εφ’ όρου ζωής. Η ασχολία είναι κάτι άλλο, σαν την κηπουρική, ας πούμε». Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου γνωρίζει άριστα για ποιο πράγμα μιλάει. Εφέτος η 66χρονη βραβευμένη ποιήτρια συμπληρώνει 45 χρόνια παρουσίας στην ελληνική λογοτεχνία. Συναντήθηκε με «Το Βήμα» στο βιβλιοπωλείο Free Thinking Zone, στο κέντρο της Αθήνας, με αφορμή την πιο πρόσφατη συλλογή της Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή, η οποία περιλαμβάνει πενήντα ποιήματα «για την πόλη, τα παιδιά και τον θάνατο». Η ίδια δεν κυκλοφορεί και πολύ. «Είναι στη φύση μου. Δεν είμαι τόσο εξωστρεφής. Οταν πρόκειται μάλιστα να διαπραγματευτώ την ιδιότητα της ποιήτριας προς τα έξω, στον δημόσιο χώρο, αυτό δεν το αντέχω, με πανικοβάλλει, θέλω να είμαι κρυμμένη» τόνισε.