Πλησιάζοντας τα 50 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 δικαιούται κανείς να πει πως πρόκειται για ένα γεγονός σε αναζήτηση αναστοχασμού. Οχι λόγω της προσέγγισης του συμβολικού ορίου του μισού αιώνα αλλά εξαιτίας της μυθοποιημένης διάστασής του η οποία έχει συμπιέσει τη μελέτη του ως αντικειμένου ιστορικής έρευνας. «Μια προσπάθεια να αντληθεί το καλύτερο και από τους δύο κόσμους – τη ζωντανή βιωματική μνήμη και τη διατύπωση ερευνητικών ερωτημάτων γύρω από τον Νοέμβριο του ’73», όπως επισημαίνει στη συνομιλία μας ο επιμελητής της έκδοσης Ιάσονας Χανδρινός, ιστορικός και ερευνητής του Πανεπιστημίου του Ρέγκενσμπουργκ στη Βαυαρία, συνιστά το βιβλίο Ολη νύχτα εδώ, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Καρπός δεκαετούς έρευνας και συλλογής συνεντεύξεων με την τεχνική της προφορικής ιστορίας, περιλαμβάνει 84 μαρτυρίες από όλο το φάσμα των συμμετεχόντων στην εξέγερση, γνωστών και μη, εργατών και φοιτητών, εντός και εκτός του κτιρίου. Στόχος, όπως προκύπτει και από τη συζήτηση, να αποτυπωθεί ο λόγος των ανθρώπων που ανήκουν στο γεγονός, όχι στη μυθοποιημένη μνήμη του.
Επισημαίνετε στην εισαγωγή σας ότι το Πολυτεχνείο είναι «μάλλον υπομελετημένο ως ιστορικό γεγονός», υπερκαλύπτεται από τις δημοσιογραφικές προσεγγίσεις και τον μνημονικό λόγο που εκφέρεται γι’ αυτό.
«Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι ένα από τα πιο μυθοποιημένα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ανάμεσα στα βασικά ερεθίσματα για τη συγκεκριμένη έρευνα ήταν η τεράστια δυσαναλογία ανάμεσα στην υπερπαραγωγή μνημονικού λόγου γύρω από την εξέγερση και την ενασχόληση με τις πραγματικές, εντός εισαγωγικών, διαστάσεις της. Ενώ η ιδεολογική ανάλυση και υπογράμμιση του νοήματος της εξέγερσης, της επετειακότητας, των μηνυμάτων, του ιδεολογικού στίγματος συνεχώς μεταπλάθεται και επανεπικαιροποιείται, κάπου χάνεται το πραγματικό γεγονός – πάλι εντός εισαγωγικών. Θεωρώ ότι υπάρχουν πολλά πράγματα να μάθουμε, απλώς δεν έχει τοκιστεί αυτό το απόθεμα μνήμης με ερωτήματα που προέρχονται από την επιστημονική έρευνα».
Εδώ εντοπίζεται και η διαφορά του συγκεκριμένου βιβλίου σε σχέση με τον μνημονικό λόγο στον οποίο αναφερθήκατε…
«Οι 84 μαρτυρίες του βιβλίου συγκροτούν ένα σώμα κάπως άνισο και ανομοιογενές. Υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί επεξεργασίας της μνήμης. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν συγκροτήσει ένα αφήγημα και είναι πολύ πιο έτοιμοι να το αναπαράγουν, υπάρχουν άνθρωποι που αιφνιδιάστηκαν από τη διαδικασία της συνέντευξης, άνθρωποι που δεν είχαν επεξεργαστεί επακριβώς τις μνήμες τους. Κανείς δεν ήταν απόλυτα έτοιμος να δεχθεί το αίτημα μιας βιωματικής εξιστόρησης, αυτή όμως ήταν η πρόκληση και εδώ θεωρώ ότι έγκειται το καινοφανές του βιβλίου. Μαρτυρίες για το Πολυτεχνείο υπάρχουν πολλές, αλλά σειρά βιωματικών εξιστορήσεων, και μάλιστα παρατεθειμένων με τρόπο ώστε να μπορούν να διασταυρωθούν ή να αλληλοσυμπληρωθούν, δεν νομίζω ότι έχει επιχειρηθεί».
Επισημαίνετε στην εισαγωγή σας ότι συναντήσατε περισσότερες αρνήσεις από όσες αναμένατε.
«Είναι αλήθεια. Ενας στους τέσσερις ανθρώπους που αναζήτησα αρνήθηκε. Κατάλαβα ότι υπήρχε ένας δισταγμός στο να μοιραστούν τα βιώματα εκείνης της εποχής, κάτι που εξηγείται από δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ο δημόσιος λόγος λειτουργεί αποθαρρυντικά για αυτό που θα ονομάζαμε διάθεση για ατομική εξιστόρηση. Πολλοί από τους υποψήφιους πληροφορητές υπαινίσσονταν, άλλος ρητά, άλλος όχι, έναν υπερκορεσμό από την ενασχόληση με το Πολυτεχνείο, κάτι που δείχνει πως η θέληση για μνήμη μπορεί να αποθαρρυνθεί όχι μόνο από την αποσιώπηση, αλλά και από την υπερπροβολή ενός γεγονότος. Ενας δεύτερος λόγος είναι ότι πολλοί δυσκολεύονται να καταθέσουν μια βιωματική εξιστόρηση για ένα γεγονός το οποίο έχει προσλάβει τεράστιες συμβολικές διαστάσεις στη συλλογική μνήμη της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και έχει λίγο-πολύ στυλιζαριστεί ως μνημονικός τόπος».
Η επιφυλακτικότητα, εκτός από τον κορεσμό της μνήμης, επηρεάζεται και από τρέχουσες αντιλήψεις γύρω από τη «γενιά του Πολυτεχνείου»;
«Εχει να κάνει με τον κορεσμό της μνήμης και, κακά τα ψέματα, με τη σχηματική, βλακώδη αντίληψη ότι η «γενιά του Πολυτεχνείου» είναι η αιτία όλων των δεινών της ελληνικής κοινωνίας ή μιας παθογενούς Μεταπολίτευσης. Και μόνο η ουσιοκρατική πρόσληψη του όρου «γενιά» είναι προβληματική – και γίνεται ακόμη πιο προβληματική όταν συρρικνώνεται σε έναν πολύ μικρό κύκλο προσώπων με όρους πολιτικής και κομματικής αναγνωρισιμότητας. Θα μπορούσα να πω, αν μιλούσαμε σε πολιτικό επίπεδο, ότι ένας από τους άρρητους στόχους αυτού του βιβλίου είναι να δώσει μια νέα ονοματολογία της εξέγερσης – αν και πολλοί από τους αφηγητές θα διαφωνούσαν με αυτή τη στόχευση».
Το δείγμα μάλιστα υποδεικνύει ακριβώς την ποικίλη σύνθεση των εξεγερμένων.
«Ο όρος «γενιά του Πολυτεχνείου» από ιστοριογραφική σκοπιά συρρικνώνει πάρα πολύ τον ορίζοντα πρόσληψης της εποχής εκείνης. Επικρατεί η εντύπωση ότι μιλάμε για ένα πολύ συγκεκριμένο ιστορικό υποκείμενο, για συγκεκριμένες κλάσεις φοιτητών οι οποίες πολιτικοποιούνται τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας και δημιουργούν το γεγονός της εξέγερσης. Στην πραγματικότητα η εξέγερση του Πολυτεχνείου, όπως και κάθε εξέγερση, είναι ένα γεγονός πολύ ρευστό όσον αφορά τη συμμετοχή, ένα γεγονός που συνδιαμορφώνουν άνθρωποι πολύ διαφορετικών προελεύσεων και ηλικιών – μια ποικίλη δημογραφία εξεγερμένων. Συναντάς πρόσωπα τα οποία είχαν προδικτατορικές εμπειρίες πολιτικής εμπλοκής, ηλικίας περίπου τριάντα ετών, τους φοιτητές της εποχής της δικτατορίας, το οργανωμένο φοιτητικό κίνημα δηλαδή, αλλά και άτομα που βρίσκονται στις απαρχές της συνειδητοποίησής τους, τελειόφοιτους μαθητές γυμνασίου και πρωτοετείς φοιτητές. Προσωπικά, θα ήθελα να ανασημασιοδοτήσω τον όρο «γενιά του Πολυτεχνείου», επικεντρώνοντας όχι στους «πατέρες της εξέγερσης», εκείνους που τη δημιούργησαν, αλλά σε αυτούς που την εισέπραξαν μέσα από μια πολυποίκιλη και ποικίλων διαβαθμίσεων συμμετοχή σε αυτή».
Οι οποίοι, χαρακτηριστικά, προτάσσονται του ιστορικού.
«Δεν νιώθω συγγραφέας αυτού του βιβλίου. Οποιος το ξεφυλλίσει θα αντιληφθεί ότι ο ρόλος του ιστορικού εξαντλείται σε μια εισαγωγή, ένα χρονολόγιο και ένα ευρετήριο. Ουσιαστικά, ο ιστορικός παρακολουθεί το βιβλίο από την επιλογή των προς συνέντευξη προσώπων, από την επιλογή των προς δημοσίευση μαρτυριών, από την ανασύνταξη του απομαγνητοφωνημένου κειμένου, από τα παραχωρητήρια που ζητά να υπογράψουν οι αφηγητές για να υφίσταται η τυπική κάλυψη της έγκρισής τους πριν από τη δημοσίευση. Ομως, το βιβλίο είναι προϊόν ιστορικής σκέψης, υπάρχει συγκεκριμένη στόχευση: η προσπάθεια, μέσα από την προφορική ιστορία, μιας σφαιρικότερης θέασης του γεγονότος. Για πρώτη φορά επιχειρείται να ακουστεί ο βιωμένος απόηχος του ίδιου του τριημέρου και όχι η ανάκλησή του με όρους αναδρομικής πολιτικής νομιμοποίησης. Υπάρχουν μαρτυρίες διαδηλωτών, εργατών, μαθητών, ανθρώπων που βρέθηκαν στην περίμετρο της εξέγερσης, στους δρόμους της Αθήνας, έξω από το Πολυτεχνείο, τραυματιών από σφαίρες – μαρτυρίες δηλαδή ανθρώπων των οποίων η συμμετοχή αναβάθμισε μια δυναμική φοιτητική κινητοποίηση σε λαϊκή εξέγερση».
Και μαρτυρίες μελών των δυνάμεων ασφαλείας, θα συμπλήρωνα, μια ενδεικτική όψη της άλλης πλευράς.
«Θεωρώ ότι η ίδια η φύση του γεγονότος και η αποτύπωσή του στη συλλογική μνήμη ως κορυφαίας στιγμής του αντιδικτατορικού αγώνα, μας ωθεί να βλέπουμε το Πολυτεχνείο αποκλειστικά μέσα από τα μάτια των εξεγερμένων. Από την άλλη, ένας ιστορικός δε μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό να περπατήσει στην άλλη όχθη, αυτή που παραμένει εκ των πραγμάτων σκοτεινή και απρόσιτη. Στο βιβλίο δημοσιεύονται τρεις μαρτυρίες από μέλη των στρατιωτικών δυνάμεων που εκκένωσαν το Πολυτεχνείο τα ξημερώματα του Σαββάτου, 17 Νοεμβρίου 1973. Πίστευα και πιστεύω ότι, αν ξεπεράσει κανείς τον δικαιολογημένο δισταγμό να εμπλακεί με βιώματα ανθρώπων που συμβατικά αποτελούν τους «κακούς» μιας ιστορίας και με δεδομένη την αυτολογοκρισία τέτοιων εξιστορήσεων, θα κατανοήσει πάρα πολλά για την ιστορική προοπτική των γεγονότων. Αν μη τι άλλο θα γίνουν περισσότερο αντιληπτά τα ιδεολογικά χάσματα μέσα στα οποία εγγράφεται η εξέγερση – και κάθε εξέγερση».
Βιώνοντας το μεταιχμιακό γεγονός
«Συναντά κανείς πολύ συχνά σε κείμενα για την εξέγερση, μαρτυρίες ή αναλύσεις, την πεποίθηση ότι πρόκειται για γεγονός που ξεπέρασε αυτούς που το δημιούργησαν. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος ζει ένα γεγονός απόλυτα μεταιχμιακό τόσο για τον εαυτό του όσο και για τη συλλογικότητα που ενδεχομένως εκπροσωπεί. Σε επίπεδο μνήμης καλείται να ανακαλέσει έντονα συναισθήματα, τα οποία εγγυώνται ότι μπορεί να θυμηθεί το γεγονός με πολλές λεπτομέρειες, παρεμπιπτόντως, αλλά ακόμη παραμένει μια εμπειρία ανολοκλήρωτη. Ακόμη και οι καταγραφές που δεν έχουν πραγματολογικές λεπτομέρειες και αποδίδουν μόνο έναν συναισθηματικό απόηχο, περιγράφουν μια έξαρση, κοινή σε όλες τις αφηγήσεις. Ισως αυτό είναι που καθιστά τελικά ένα γεγονός τόσο εμβληματικό. Η έξαρση ως δυσκολία αφηγηματοποίησης κάποιων στιγμών από τους ανθρώπους που τις έζησαν».
«Ακουσα ένα “τζιν τζιν”. Ρίχνουν σφαίρες…»
Μια επιλογή ενδεικτικών μαρτυριών από βιωματικές εξιστορήσεις του βιβλίου «Ολη νύχτα εδώ» που αποτυπώνουν το κλίμα εκείνων των ημερών
Ιωάννα Καρυστιάνη, φοιτήτρια Νομικής, Αντι-ΕΦΕΕ / ΚΝΕ
«Δεν θέλαμε να σκοτωθούμε – παιδιά ήμασταν -, αλλά μερικές φορές νιώθεις ότι δεν γίνεται διαφορετικά. Ισως επειδή η στρατιωτική δικτατορία είχε αποδειχτεί τόσο αηδιαστική, τόσο προσβλητική στην ανθρώπινη ύπαρξη, τόσο ανενδοίαστη, τόσο επικίνδυνη, νιώθαμε ότι δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά […]. Οπότε δεν γινόταν να μην πάμε στο Πολυτεχνείο. Εχω την εντύπωση ότι ήτανε αδύνατον να μην πάμε στο Πολυτεχνείο. […] Οσοι ανοίγαν τα σπίτια τους […] εκείνο το βράδυ γύρω-γύρω για να σώσουν τα παιδιά ρισκάριζαν όσο κι αυτοί που έκρυβαν Εβραίους στην Κατοχή. Ρισκάριζαν γιατί, όπως κι εμείς, δεν ήξεραν το ξημέρωμα τι θα ‘φερνε. Δεν ξέρανε πόσο θα κρατούσε η Δικτατορία. […] Δεν ξέρανε πόσο στρατοκρατούμενη θα ήταν το επόμενο πρωί η Αθήνα και αν θα μπορούσαν να φύγουν τα παιδιά το πρωί απ’ αυτά τα σπίτια. Ούτε ξέρανε αν ο στρατός άρχιζε να χτυπάει ή και να σπάει πόρτες και να πιάνει τις γυναίκες των 60 ετών, τους δημόσιους υπαλλήλους και κάτι οικογενειάρχες οι οποίοι είχαν ανοίξει τα σπίτια τους οι άνθρωποι και μας είχανε βοηθήσει εκείνο το βράδυ».
Λίλα Σπανοπούλου, μαθήτρια ΣΤ’ Γυμνασίου
«Μετά ήρθαμε δω και απ’ τον σταθμό του Πολυτεχνείου πια ακούσαμε ότι το τανκ είναι έξω απ’ την πόρτα. Εγώ έβαλα τα κλάματα και θυμάμαι ότι κουκουλώθηκα στο κρεβάτι μου… Πεταχτήκαμε απάνω από τα τζάμια που έτριζαν – γιατί είχαμε πέσει να κοιμηθούμε, ήταν αργά πια – και είδαμε απ’ το μπαλκόνι τα τανκ που κατέβαιναν την Κηφισίας. Τρίζαν τα τζάμια! Και θυμάμαι τον πατέρα μου που είπε: «Πάνε τα παιδιά, θα τα σκοτώσουν…»».
Κώστας Βουλιέρης, αντισυνταγματάρχης καταδρομών, Διοικητής Α’ Μοίρας Αλεξιπτωτιστών
«Διερωτώμαι και λέω: Είδα πολλούς νέους, 16-17-19 ετών. Ξέρω τη νοοτροπία των νέων γιατί υπήρξα κι εγώ νέος. Και στους νέους αρέσουν οι φασαρίες. Εγώ πιστεύω ότι τις πόρτες τις μάντρωσαν για να μην μπορούν από μέσα να φύγουν έξω. Αυτό πρέπει να ισχύει. Διότι κάνω τη σκέψη ότι, ό,τι και να βάζανε πίσω απ’ την πόρτα, ο στρατός θα μπορούσε να την ανοίξει. Θέλαν να το καθυστερήσουν…».
Παναγιώτης Πατρέλλης, υπάλληλος εμπορικού καταστήματος
«Ξεκίνησε σαν διαδήλωση μέσα στο Πολυτεχνείο, είχαν κλειστεί τα παιδιά μέσα, εγώ μπαινόβγαινα, επέστρεφα. Κάποια στιγμή ξεκίνησαν τα «θα μας την πέσουν, θα μας κάνουν» κι εκείνο το βράδυ, 16 Νοεμβρίου, πολύ πριν έρθει ο στρατός, είχαν αρχίσει και ρίχναν οι μπάτσοι. Hταν στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως εκεί κάτω, στη Μάρνη. Ηταν και στο «Ακροπόλ». Ρίχνανε συνέχεια. Πριν τη φάω εγώ, είχα δει καμιά δεκαπενταριά άτομα που είχανε φάει σφαίρες».
Γιάννης Φ., απόφοιτος Φυσικομαθηματικής
«Πρώτη φορά που καταλάβαμε ότι ρίχνουν σφαίρες ήταν γύρω στις 20.30 το βράδυ της Παρασκευής. Είχε πολύ κόσμο εκείνη την ώρα. Και σε μια κατάσταση μέθης. Η συγκοινωνία διεξαγότανε με δυσχέρεια γιατί ήτανε πάρα πολύς κόσμος στο δρόμο και μέχρι το ύψος του Μουσείου, και μετά τη Στουρνάρη, λίγο παρακάτω στη Σολωμού, και βέβαια ηθελημένα και τα τρόλεϊ και τα λεωφορεία περνάγανε σιγά-σιγά κορνάροντας ρυθμικά. «Στάση Ελευθερία». Υπολογίζω στις 20.25 πρέπει να ‘τανε, στο ύψος του Μουσείου. Είχα σκύψει κατά τύχη. Κι άκουσα ένα «τζιν τζιν» στα κάγκελα. Ρίχνουν σφαίρες, σίγουρα. Και όσοι είχαμε εμπειρία, αλλά δεν χρειάζεται και πολύ μυαλό για να το σκεφτείς αυτό – σφαίρες είναι. Και αρχίσανε ταυτόχρονα να πέφτουνε τα πρώτα δακρυγόνα, συν πλην πέντε λεπτά… […] Και όλοι μαζί κάνουμε ντου προς τους αστυνομικούς. Ξηλώναμε πεζοδρόμια, ξηλώναμε πλακάκια και – ελάχιστες φορές – χρησιμοποιήσαμε σπασμένα τζάμια, κυρίως από αυτοκίνητα».
Κώστας Γώγος, σπουδαστής Σχολής Υπομηχανικών
«Εβλεπα φώτα, προβολείς και μετά νέκρα. Νέκρα! Τελείως. Και ξαφνικά, ακούγονται ερπύστριες – έρχονται τα τανκ – και ακούγονταν διάφορες φωνές. Τα τανκ έρχονταν με χαφιέδες. Αυτοί πηγαίνανε εκατό μαζί, με κάτι τεράστια καδρόνια με πρόκες. Κι όποιον παίρνανε…. Μόλις φτάσαν στο Πολυτεχνείο – αυτό με παραξένεψε – έσπαγαν ό,τι τζάμια είχαν απομείνει στο Πολυτεχνείο. Είχαν κάτι καδρόνια δυο μέτρα. […] Οπότε, βλέπουμε το τανκ, με τον προβολέα που ‘ριχνε στο Πολυτεχνείο, να μπαίνει μέσα».