Πριν από 30 χρόνια, με την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου ξεκινούσε μια αχαρτογράφητη πορεία προς την ελευθερία και την ευημερία για εκατομμύρια Ανατολικοευρωπαίους. Τριάντα χρόνια μετά, χρήσιμος είναι ένας απολογισμός, αλλά και η εξαγωγή κάποιων βασικών συμπερασμάτων που αφορούν και την Ελλάδα και την προσπάθεια μεταρρύθμισής της.
Η πρώην Ανατολική Ευρώπη παραμένει σήμερα διχασμένη. Από τη μια μεριά βρίσκονται όλες οι πρώην κομμουνιστικές χώρες που εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) και έχουν προοδεύσει, λίγο-πολύ, σε σχέση με το 1989. Στην πρωτοπορία βρίσκονται, αναμφισβήτητα, η Εσθονία και η Πολωνία, τα πιο λαμπρά αστέρια της μετάβασης. Ειδικά για την Πολωνία, την πιο μεγάλη χώρα των πρώην σοβιετικών δορυφόρων, τα τελευταία 30 χρόνια υπήρξαν τα καλύτερα της ιστορίας της, αφού έχει καταφέρει να υπερ-τετραπλασιάσει το κατά κεφαλήν εισόδημά της και να πλησιάσει το ελληνικό βιοτικό επίπεδο. Στον αντίποδα βρίσκονται η ακόμα βαλκανική, αν και επιταχύνουσα τελευταία, Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Κροατία.
Από την άλλη, υπάρχουν οι χώρες που δεν εντάχθηκαν στην ΕΕ, δηλαδή οι πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες (εξαιρουμένων των Βαλτικών) και οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Οι περισσότερες από αυτές απέτυχαν παταγωδώς, με προεξέχουσα την Ουκρανία. Το 1991 η Ουκρανία βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο πλούτου με την Πολωνία. Σήμερα είναι στο ένα τέταρτο αυτής. Ως αποτέλεσμα, εκατομμύρια Ουκρανοί έχουν μεταναστεύσει στην Πολωνία. Οι περισσότερες από αυτές τις χώρες, της Ρωσίας συμπεριλαμβανομένης παρά την εκρηκτική οικονομική της άνοδο το διάστημα 1999-2009, είναι χειμαζόμενες κλεπτοκρατίες με διεφθαρμένα και αυταρχικά πολιτικά καθεστώτα. Τα Δυτικά Βαλκάνια, με φωτεινή εξαίρεση την Αλβανία, βρίσκονται ως προς το βιοτικό επίπεδο λίγο-πολύ εκεί που ήταν το 1989!
Η μεγάλη επιτυχία των πρώην Ανατολικοευρωπαίων υπήρξε η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, κυρίως από τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία. Η μεγάλη πρόκληση για τις χώρες αυτές θα είναι η οριστική μετάβαση στο club των ανεπτυγμένων χωρών, μακριά από το μοντέλο της φτηνής εργασίας. Δύο υπήρξαν οι μεγαλύτερες αποτυχίες της μετάβασης για τις χώρες αυτές. Η πρώτη είναι δημογραφική. Καμία άλλη περιοχή του πλανήτη δεν γέρασε τόσο πολύ και τόσο απότομα όσο η πρώην Ανατολική Ευρώπη τα τελευταία 30 χρόνια. Η γονιμότητα κατέρρευσε και εκατομμύρια νέοι μετανάστευσαν στη Δύση. Πρωταθλήτρια στη διαδικασία αυτή είναι η Βουλγαρία, η οποία από 9 εκατομμύρια το 1989 έχει σήμερα πληθυσμό μικρότερο από 7 και οδεύει προς τα 5.
Η πρωτοφανής αυτή δημογραφική κατάρρευση έχει τεράστιες πολιτικές συνέπειες. Πρώτον, οι «νικητές» του 1989, αντί να αναλάβουν, εγκατέλειψαν τη διακυβέρνηση και μετανάστευσαν. Εκατομμύρια φιλελεύθεροι Ανατολικοευρωπαίοι προτίμησαν την εύκολη και άμεση μετεγκατάσταση στην κοσμοπολίτικη Δύση παρά τη δύσκολη και αβέβαιη προοπτική να μεταρρυθμίσουν την Ανατολή.
Δεύτερον, η κυριαρχία των μεγαλύτερων ηλικιών και των λιγότερο κινητικών και αστικοποιημένων στρωμάτων στα εκλογικά σώματα των χωρών αυτών, σε συνδυασμό με την ανασφάλεια που η δημογραφική κατάρρευση προκαλεί, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την άνοδο μιας εθνικιστικής και αυταρχικής Δεξιάς. Η υποχώρηση του κράτους δικαίου αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις για την ίδια την ΕΕ. Η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα έχει ένα πολύ δύσκολο έργο καθώς το ένα τέταρτο των μελών της προέρχεται από χώρες που το παραβιάζουν.
Ποια συμπεράσματα μπορεί κανείς να εξαγάγει από τη μετάβαση, ιδίως για μια χώρα όπως η Ελλάδα; Το πρώτο και πιο βασικό είναι ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να προχωρήσουν χωρίς πολιτική αλλαγή. Η ξεκάθαρη μετάβαση της Πολωνίας το 1989-1990 άνοιξε τον δρόμο για την πολύ πετυχημένη θεραπεία-σοκ του Λέσεκ Μπαλσέροβιτς. Αντίθετα, όσο η Ιταλία αδυνατεί, εδώ και 30 χρόνια, να λύσει το πολιτικό της πρόβλημα, θα σέρνεται μεταρρυθμιστικά και οικονομικά.
Το δεύτερο έχει να κάνει με την υπερτιμημένη επιδίωξη της συναίνεσης. Η ανατολικοευρωπαϊκή εμπειρία αποδεικνύει ότι όταν ένα ολόκληρο σύστημα καταρρέει, δεν μπορεί συνήθως να υπάρξει συναίνεση για τις μεταρρυθμίσεις και ότι η επιδίωξή της αποδυναμώνει και, εν τέλει, ακυρώνει τη μεταρρυθμιστική ορμή. Το παλιό δεν πρόκειται ποτέ να συναινέσει στο να παραμεριστεί από το νέο.
Το τρίτο συμπέρασμα είναι ότι ο εύρυθμος κοινοβουλευτισμός, με διαφάνεια και έλεγχο, είναι αναντικατάστατος. Οτιδήποτε εκτός δημοκρατικού πλαισίου αυξάνει τη διαφθορά, ενισχύει τα οργανωμένα συμφέροντα και δυσχεραίνει τη μεταρρύθμιση.
Τέλος, η ξένη βοήθεια, σε τεχνογνωσία και χρηματοδότηση, είναι πολύτιμη. Δεν χρειάζεται να είναι μεγάλη αλλά πρέπει να είναι εύστοχη και έγκαιρη και, κυρίως, ο υποστηριζόμενος να είναι έτοιμος και ώριμος να την κάνει ιδιοκτησία του και όχι να τη θεωρεί εξαναγκασμό. Η Πολωνία ανένηψε χάρη και στη γενναιοδωρία της Δύσης. Η Ρωσία καταστράφηκε μετά το 1991 εξαιτίας και της μίζερης και εκδικητικής αντιμετώπισης της Δύσης.
Η ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης των τελευταίων 30 χρόνων διδάσκει. Υπήρξαν επιτυχίες αλλά και αποτυχίες. Με την αυτοδύναμη εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στη διακυβέρνηση και την ανθεκτικότητα που επέδειξαν οι δημοκρατικοί της θεσμοί στην κρίση, η Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία να «τρέξει» τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται για να επανεκκινήσει τη σύγκλισή της με την προηγμένη Βόρεια Ευρώπη.
Ο κ. Δημήτρης Καιρίδης είναι βουλευτής και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων.