Απάντηση στο δημοσίευμα των Financial Times στο οποίο η βρετανική εφημερίδα υποστήριζε ότι μία από τις αλλαγές που συμπεριλήφθηκαν στο νομοσχέδιο για τον Ποινικό Κώδικα αποτελεί υποχώρηση ως προς τα αναγκαία βήματα καταπολέμησης του ξεπλύματος μαύρου χρήματος έδωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας.
Ο κ. Πέτσας μιλώντας στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, εξήγησε ότι οι Financial Times δεν έλαβαν καθόλου υπόψιν την μεταβατική διάταξη για τις παρελθούσες υποθέσεις που δίνει χρονικό περιθώριο τριών μηνών στον ανακριτή ή στο δικαστικό συμβούλιο, να αποφασίσει αν θα συνεχίσει την έρευνα της υπόθεσης έως 18 μήνες.
Τόνισε ακόμη πως έχει στείλει απαντητική επιστολή στους Financial Times και περιμένει τη δημοσίευσή της.
Για την ίδια την διάταξη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε ότι εναρμονίζει το ποινικό με το οικονομικό δίκαιο με βάση τη σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ειδικότερα εξήγησε ότι κάποιος κατηγορούμενος για κάποιο ποινικό αδίκημα μπορεί να προφυλακιστεί έως και 18 μήνες χωρίς να του έχει ασκηθεί δίωξη.
Αντίθετα, για οικονομικά αδικήματα, το πάγωμα λογαριασμών ή οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου, συνεχιζόταν για απεριόριστο χρονικό διάστημα.
Τι έλεγε το δημοσίευμα
Η αλλαγή στην οποία αναφέρεται η εφημερίδα είναι αυτή που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 του νομοσχεδίου με τίτλο «Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις» που ψηφίστηκε την Τετάρτη 13/11 στη Βουλή.
Η συγκεκριμένη τροπολογία το άρθρο 42 του Ν. 4557/2018 (Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/849/EE) και άλλες διατάξεις), που ενσωμάτωσε στην ελληνική νομοθεσία σχετική οδηγίας της ΕΕ με αντικείμενο την «πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως αυτά τα αδικήματα ορίζονται κατωτέρω, καθώς και η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τους κινδύνους που ενέχουν».
Οι ανακριτικές αρχές
Το συγκεκριμένο άρθρο αφορούσε ζητήματα δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων για πρόσωπα που κατηγορούνται για τα αδικήματα που εμπίπτουν στο αντικείμενο αυτής της οδηγίας.
Ειδικότερα αναφέρεται και στις ανακριτικές αρχές αλλά και στο δυνατότητα του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες να διατάσσουν απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου για πρόσωπα για τα οποία γίνεται έρευνα από την Αρχή. Στο συγκεκριμένο άρθρο δεν υπήρχε κάποιος χρονικός περιορισμός ως προς το συγκεκριμένο «πάγωμα» λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων.
Η αλλαγή που γίνεται με το συγκεκριμένο άρθρο του άρτι ψηφισθέντος νομοσχεδίου είναι ότι τίθεται ως μέγιστο όριο αυτό των 18 μηνών: Πλέον στον άρθρο 42 του Ν. 4557/2018 προστίθεται στο τέλος της παρ. 5 το ακόλουθο:
«Τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρο 34 ΚΠΔ ισχύουν και για την περίπτωση που η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου».
Το άρθρο τώρα 34 του ΚΠΔ, που αφορά τις εξουσίες του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος αναφέρει ότι οι εισαγγελείς «έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξη τους, σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών εν γένει στοιχείων (κινητών και ακινήτων), προς τον σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του δημοσίου, για χρονικό διάστημα μέχρι εννέα μηνών που μπορεί να παρατείνεται με βούλευμα του αρμοδίου συμβουλίου κατ’ ανώτατο όριο για άλλους εννέα μήνες, λόγω δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης, κατά τα ανωτέρω, προκαταρκτικής εξέτασης».
Η συγκεκριμένη αλλαγή είχε δεχτεί την κριτική της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, που στη διάρκεια της διαβούλευσης του συγκεκριμένου νόμου είχε υποστηρίξει ότι «εάν εφαρμοστεί ο προτεινόμενος χρόνος ισχύος των διατάξεων της Αρχής, θα αποδοθούν τα προ ετών δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία των υπόπτων για βαρύτατα εγκλήματα, που εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης και έτσι θα ευνοηθούν οι δράστες με την μεγαλύτερη παραβατικότητα. Εάν συμβεί αυτό, θα ματαιωθεί στο σύνολό του ο βασικός σκοπός του ποινικού δικαίου, που στην περίπτωση του “μαύρου χρήματος” είναι η γενική πρόληψη του βαρέως οικονομικού εγκλήματος».
Σύμφωνα με την Kerin Hope που υπογράφει το σχετικό δημοσίευμα των Financial Times, τόσο η Financial Action Task Force – FATF, η διεθνής αρχή για τους κανόνες αντιμετώπισης του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, όσο και η GRECO, η Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς, που υπάγεται στο Συμβούλιο της Ευρώπης επιμένουν ότι τα μετρητά και τα περιουσιακά στοιχεία που δεσμεύονται στη διάρκεια μιας έρευνας για εγκληματικές δραστηριότητες πρέπει να παραμείνουν «παγωμένα», μέχρις ότου περαιωθεί η ποινική έρευνα και η εκδίκαση της υπόθεσης.
Το υπουργείο δικαιοσύνης δεν περιορίστηκε μόνο στην αλλαγή που περιλαμβάνεται στο Σχέδιο Νόμου αλλά σε τροπολογία που κατέθεσε στις 12/11 πρόσθεσε μεταβατική διάταξη που δίνει προθεσμία τριών μηνών ώστε όσες διατάξεις του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες είχαν εκδοθεί να εξεταστούν από ανακριτές ή δικαστικά συμβούλια που θα αποφανθούν ή όχι για την επικύρωση ή όχι της σχετικής διάταξης για «πάγωμα» λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων. Εάν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, τότε η «διάταξη παύει αυτοδικαίως να ισχύει».
Πάντως ο ΟΟΣΑ, σε αξιολόγηση που έκανε του κανονιστικού πλαισίου για την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα στο πλαίσιο της Τεχνικής Υποστήριξε για την καταπολέμηση της διαφθοράς, είχε υποστηρίξει να υπάρχει όριο 18 μηνών, προτείνοντας μάλιστα την ακόλουθη διατύπωση: «Η δέσμευση παύει αυτοδικαίως με την παρέλευση 18 μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης, εκτός αν η εκδούσα αρχή αποφαίνεται με ειδικά αιτιολογημένο απόφαση για την παράταση της δέσμευσης. Η παράταση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 6»
Κίνδυνος αποδέσμευσης μεγάλων περιουσιακών στοιχείων
Το ρεπορτάζ των Financial Times υποστηρίζει ότι αυτό αφορά περίπου 900 υποθέσεις και παραθέτει δήλωση στελέχους της Αρχής που υποστηρίζει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν δεσμευτεί τα τελευταία 3 χρόνια, και που τώρα υπάρχει ενδεχόμενο να επιστραφούν φτάνουν τα 1,02 δισεκατομμύρια ευρώ. Το ίδιο στέλεχος υποστηρίζει «ότι είναι απίθανο τα συμβούλια να μπορέσουν να ορίσουν τόσο πολλά περιουσιακά στοιχεία ως προϊόντα εγκληματικής δραστηριότητας, δεδομένων των χρονικών περιουσιών.
Επιπλέον το ρεπορτάζ παραθέτει δήλωση αξιωματούχου της FATF που υποστηρίζει ότι «Εάν μια χώρα περάσει έναν νόμο που θα απαιτούσε περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με ξέπλυμα χρήματος ή τρομοκρατία να αποδεσμεύονται αυτόματα αφού μείνουν παγωμένα για ορισμένο χρόνο, αλλά πριν μια τελική δικαστική απόφαση, τότε η FATF θα ανησυχούσε σοβαρά (FATF would be most concerned)»