Για άλλη μία φορά η Ελλάδα βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα εξαιτίας της γεωγραφικής της γειτνίασης με τη Μέση Ανατολή, που μαζί με την αφρικανική ήπειρο αποτελούν τις κυριότερες πηγές προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών με κατεύθυνση την Ευρώπη. Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι η χρήση του όρου «πρόσφυγας/μετανάστης» σε πολλές των περιπτώσεων είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαχωριστεί εξαιτίας του ότι υφίστανται ζώνες στο εσωτερικό κρατών που αποδίδει στους κατοίκους τον χαρακτηρισμό του πρόσφυγα ή του ευάλωτου πληθυσμού, ενώ το κράτος συνολικά δεν χαρακτηρίζεται από τα κριτήρια αυτά που η συμβατική ανάγνωση του Διεθνούς Δικαίου μπορεί να αποδώσει. Τέτοια παραδείγματα στην ευρύτερη περιοχή μας μπορούν να βρεθούν σε κράτη όπως το Αφγανιστάν και το Ιράκ, ένα στοιχείο που, όπως είναι κατανοητό, δυσχεραίνει τις διαδικασίες απόδοσης νομικού ατομικού status με βάση τη Σύμβαση του 1951 για το καθεστώς του πρόσφυγα και του σχετικού πρωτοκόλλου του 1967.
Ταυτόχρονα και εξαιτίας της εργαλειοποίησης των προσφυγικών ροών από την Τουρκία ως εργαλείου αύξησης των κοινωνικών και οικονομικών πιέσεων προς την Ελλάδα, η Αγκυρα ακολουθεί μια πολιτική που όχι μόνο ακυρώνει τη συμφωνία του Μαρτίου 2016 μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ, αλλά δημιουργεί και νέα δεδομένα σε ανθρωπιστικό αλλά και γεωστρατηγικό επίπεδο στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο γενικότερα.
Το ουσιαστικό θέμα στην όλη συζήτηση είναι ότι το σύνολο της Ευρώπης αντιμετωπίζει μια ανθρωπιστική κρίση που μπορεί να ξεφύγει από τα έως σήμερα δεδομένα και αύριο να αφορά τον πυρήνα της ασφάλειας της ευρωπαϊκής ηπείρου σε θέματα υγειονομικής υφής, θρησκευτικής ριζοσπαστικοποίησης, εγκληματικότητας μικρής και μεσαίας διαβάθμισης κ.ά. Επομένως, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι το προσφυγικό ζήτημα δεν είναι μόνο θέμα που απασχολεί τη χώρα μας, αλλά το σύνολο της Ευρώπης, και αφορά πρωτίστως, ως προς την ευρωκοινοτική διάσταση, τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, επομένως είναι προϊόν σύνθετων διαδικασιών που αφορούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τους μηχανισμούς διαχείρισης παροχής ασύλου κ.ά.
Είναι απαραίτητο οι εξελίξεις στο Προσφυγικό να λάβουν τις ακόλουθες εξελικτικές διαδρομές. Η κοινοτική νομοθεσία οφείλει να δώσει τη δυνατότητα νομοθετικής ευελιξίας στα κράτη υποδοχής ώστε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες απόδοσης status στις χιλιάδες εκκρεμείς υποθέσεις που σήμερα η Αθήνα, η Ρώμη και η Μαδρίτη αντιμετωπίζουν. Είναι κομβικό να υπάρξουν αυτοματοποιημένοι μηχανισμοί και διαδικασίες διαχωρισμού προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών με την αποστολή ειδικών τεχνοκρατών από τις Βρυξέλλες, που η λειτουργία τους θα εποπτεύεται με αποφασιστικές αρμοδιότητες από τις εισαγγελικές αρχές του κάθε κράτους. Επιπρόσθετα, από κοινού τα τρία κράτη θα πρέπει να εξασφαλίσουν νέα κονδύλια από την ΕΕ ώστε να δημιουργηθούν δομές φιλοξενίας που θα υπερβαίνουν την προοπτική της προσωρινής παραμονής. Ας είμαστε ειλικρινείς, χιλιάδες εκ των μεταναστών θα παραμείνουν στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Ισπανία, οπότε οι όροι διαβίωσής τους πλέον διαμορφώνουν και την ποιότητα της ενσωμάτωσής τους στην καθημερινότητα των κρατών υποδοχέων. Επίσης, πίεση χρειάζεται προς τις Βρυξέλλες ώστε να δημιουργηθούν με κοινοτικά κονδύλια σταθερές εργασιακές προοπτικές για αυτούς τους ανθρώπους. Η «λογική» της αεργίας και της επιδοματικής πολιτικής αποτελεί τον πλέον σύντομο δρόμο προς τη ριζοσπαστικοποίηση ή την παραβατικότητα, όπως το ευρωπαϊκό αλλά και το διεθνές παράδειγμα δεικνύει.
Τέλος, χρειάζεται διαρκής ενημέρωση των τοπικών κοινωνιών, αλλά και ευρύτερα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ώστε να αντιμετωπιστούν φαινόμενα όπως η γιγάντωση ακραίων και αντιδημοκρατικών/αντικοινωνικών στοιχείων πίσω από τις εύλογες ανησυχίες των κατοίκων περιοχών που ετοιμάζονται να υποδεχθούν πρόσφυγες, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός με ευρωκοινοτικές δαπάνες για να αποφευχθούν τυχόν θέματα διασποράς λοιμωδών ασθενειών, και ίσως αξίζει να μελετηθεί το μοντέλο εκπαίδευσης ενισχυτικής διδασκαλίας σε παιδιά προσφύγων ώστε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να είναι σε θέση να ενταχθούν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα των κρατών μόνιμης διαμονής. Η εκπαίδευση είναι η κύρια λύση ως μηχανισμός αποτροπής σε θέματα θρησκευτικής ριζοσπαστικοποίησης αλλά και εγκληματικότητας, ενώ ταυτόχρονα θα μπορεί να προσφέρει νέες θέσεις εργασίας σε χιλιάδες άνεργους εκπαιδευτικούς της πρώτης και δεύτερης βαθμίδας, ένα επιπρόσθετο έξοδο των εθνικών προϋπολογισμών που πρέπει να καλυφθεί και αυτό από κοινοτικούς πόρους.
Τέλος, είναι σημαντικό να ασκηθούν πιέσεις από Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία, ώστε η ΕΕ να θεσπίσει ένα πλαίσιο ευρείας οικονομικής στήριξης για έργα υποδομής και συνοχής στα κράτη που δέχονται το κύριο βάρος του Προσφυγικού, ενώ πρέπει να θεσπιστεί πρόγραμμα οικονομικών συνεπειών σε κράτη που αρνούνται να δεχθούν πρόσφυγες στο εσωτερικό τους ή καταστρατηγούν τη Συμφωνία Σένγκεν που αποτελεί θεμέλιο λίθο της σημερινής πολιτικής και θεσμικής συγκρότησης του ενωσιακού οικοδομήματος.
Το Προσφυγικό θα συνεχίσει να μας απασχολεί για πολλές δεκαετίες για λόγους που δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη ρευστή πολιτική κατάσταση σε περιοχές του πλανήτη, αλλά και με τις ίδιες τις εξελίξεις στο Περιβαλλοντολογικό. Θα ήταν χρήσιμο να ξεκινήσει η ορθή, επιστημονική ενημέρωση του κοινού μακριά από επικοινωνισμούς, αλλά και να αποφευχθεί η κομματική αντιπαράθεση για αυτό το θέμα ώστε να παταχθούν φαινόμενα λαϊκισμού αλλά και κεκαλυμμένης επαναφοράς της Ακρας Δεξιάς σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Η ευκαιρία τα ευρωμεσογειακά κράτη να ενώσουν φωνή και να διαμορφώσουν μια κοινή πολιτική πλατφόρμα είναι σημαντική και δεν πρέπει να προσπεραστεί.
Ο κ. Σπύρος Ν. Λίτσας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Grenoble.