Η Ισπανία παραμένει μια χώρα σε βαθιά πολιτική κρίση. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο συμπέρασμα από τις εκλογές της 10ης Νοεμβρίου. Εκλογές που προκηρύχθηκαν μετά από το αδιέξοδο που οδήγησε η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης μετά τις εκλογές του περασμένου Απριλίου. Με το αδιέξοδο όμως να παρατείνεται.
Η πολιτική κρίση στην Ισπανία δεν ξεκίνησε με αυτές τις εκλογές. Στην πραγματικότητα η χώρα αντιμετωπίζει μια σημαντική κοινωνική και πολιτική κρίση εδώ και μία δεκαετία σχεδόν. Ο ερχομός της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στα τέλη της περασμένης δεκαετίας είχε ιδιαίτερα μεγάλη επίπτωση στην Ισπανική οικονομία, που ούτως ή άλλως ζούσε την εξάντληση του δικού της «αναπτυξιακού υποδείγματος».
Αυτό συνδυάστηκε με μια κρίση των θεσμικών και πολιτικών ισορροπιών που αποτυπώνονταν στο Σύνταγμα του 1978 που όρισε την ισπανική διαδικασία μετάβασης στη δημοκρατία, συμπεριλαμβανομένης και της ακροβασίας να υπάρχουν «αυτονομίες» με μεγάλα περιθώρια τοπικής πολιτικής, χωρίς να αναγνωρίζεται ομοσπονδιακός χαρακτήρας, την ώρα που παρέμεναν ενεργά αυτονομιστικά κινήματα.
Από την αγανάκτηση στην πολιτική κρίση
Η έκρηξη οργής απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που χαρακτηριζόταν από την απόσταση ανάμεσα στα κόμματα εξουσίας και την κοινωνία, αλλά και την ενδημική διαφθορά, αποτυπώθηκε στο ισπανικό κίνημα των Αγανακτισμένων το 2011 που τάραξε τα νερά, έστω και εάν δεν βρήκε αμέσως πολιτικής έκφραση.
Χρειάστηκε να εμφανιστεί το 2014 ένας σχηματισμός, που αρχικά υποσχέθηκε ότι θα έκανε πολιτική διαφορετικά από τα παραδοσιακά κόμματα της πολιτικής «κάστας», το Podemos, για να βρει μερική έκφραση αυτή η δυναμική, όπως φάνηκε στις εκλογές του Δεκεμβρίου 2015. Εκεί το Podemos θα είναι το τρίτο κόμμα, ελάχιστα πίσω από τους Σοσιαλιστές, που θα έχουν το χειρότερο αποτέλεσμα της ιστορίας τους. Οι Σοσιαλιστές θα αρνηθούν την πρόταση για συνασπισμό με το Podemos, αλλά θα αποτύχουν να σχηματίσουν κυβέρνηση.
Νέες εκλογές προκηρύσσονται για τον Ιούνιο του 2016. Οι Σοσιαλιστές διατηρούν τη δεύτερη θέση, καθώς η συνεργασία του Podemos με την Ενωμένη Αριστερά δεν οδηγεί στην κατάκτηση της δεύτερης θέσης. Ο Σάντσεθ προσπάθησε να διαμορφώσει κυβερνητική πλειοψηφία με το Podemos και τους καταλανούς αυτονομιστές, όμως, αντιδρούν οι βαρόνοι του σοσιαλιστικού κόμματος και τελικά οι Σοσιαλιστές διευκολύνουν το να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης ο Μαριάνο Ραχόι.
Η Ισπανία περνάει στη συνέχεια τη μεγάλη κρίση του Οκτωβρίου του 2017 με το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας, την εκτεταμένη βία της αστυνομίες, τις συλλήψεις και τις διώξεις των υποστηρικτών της ανεξαρτησίας. Όμως, τα πράγματα θα κρίνει η καταδίκη του Λαϊκού Κόμματος σε υπόθεση διαφθοράς. Ο Πέδρο Σάντσεθ, που στο μεταξύ επιστρέψει στην ηγεσίας των Σοσιαλιστών, καταθέτει πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης Ραχόι. Την κερδίζει και φτιάχνει τη δική του κυβέρνηση, με την υποστήριξη του Podemos, που δεν συμμετείχε στην κυβέρνηση, αλλά διαπραγματευόταν τα μέτρα που έρχονταν προς ψήφιση.
Όμως, η κυβέρνηση Σάντσεθ καταρρέει την ώρα της ψήφισης του προϋπολογισμού καθώς αποσύρουν την υποστήριξή τους, καθώς ο Σάντσεθ δεν ικανοποιεί το αίτημά τους για νέο δημοψήφισμα στην Καταλονία και κάποια κίνηση υπέρ των προφυλακισμένων και διωκόμενων στελεχών του αυτονομιστικού κινήματος. Ως αποτέλεσμα πάμε σε νέες εκλογές τον Απρίλιο του 2019.
Το Λαϊκό Κόμμα περνάει στη δεύτερη θέση με το χειρότερο αποτέλεσμα της ιστορίας του (16,7%), οι Σοσιαλιστές με 28,7% είναι στην πρώτη θέση και το Podemos (πάντα σε συνεργασία με την Ενωμένη Αριστερά) πέφτει στην τέταρτη θέση καθώς το κεντροδεξιό Ciudadanos κατακτά την τρίτη θέση. Παράλληλα κάνει την εμφάνισή του το ακροδεξιό Vox που κερδίζει 10,3%.
Η διαπραγμάτευση με το Podemos για κυβέρνηση συνεργασίας θα είναι μακρά και δύσκολη, ενώ θα πάρει και προσωπικά χαρακτηριστικά, καθώς ο Σάντσεθ επίμονα αρνείται να δώσει υπουργικό θώκο στον Πάμπλο Ιγλέσιας. Ως αποτέλεσμα ο Σάντσεθ χάνει την ψήφο εμπιστοσύνης και η χώρα βυθίζεται ξανά στην πολιτική κρίση. Αναγκαστικά, δεν έμενε άλλη λύση από τις εκλογές.
Η δύσκολη αριθμητική και η άνοδος της ακροδεξιάς
Τα αποτελέσματα των εκλογών δεν δείχνουν να βγάζουν εύκολα πολιτική λύση. Οι Σοσιαλιστές παραμένουν πρώτο κόμμα με 28% αλλά υποχωρούν στους 120 βουλευτές από 123. Το Λαϊκό Κόμμα ανακάμπτει εν μέρει με 20,1% και 88 βουλευτές. Το κεντροδεξιό Ciudadanos υποχωρεί από 15,9% στο 6,8% όπως και το Podemos, που υποχωρεί στο 12,3%.
Τη μεγαλύτερη ενίσχυση την είχε το ακροδεξιό Vox που εκτινάχθηκε στην τρίτη θέση με πάω από 15%. Το Vox αποτελεί περίπτωση κόμματος με καθαρή ακροδεξιά ρητορική και πολιτικές θέσεις σε όλα τα ζητήματα, από τη μεταναστευτική πολιτική μέχρι τα ζητήματα των δικαιωμάτων. Μάλιστα, σε αντίθεση με την προσπάθεια άλλων ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη να «εκσυγχρονιστούν» το Vox επιμένει σε ρατσιστικές θέσεις και σε καταγγελία της «προοδευτικής δικτατορίας» των φεμινιστών και άλλων υποστηρικτών δικαιωμάτων. Πάντως δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιμένουν ότι ο ακροδεξιός σχηματισμός εκμεταλλεύτηκε και τη νομιμοποίηση που του προσέφεραν οι σχηματισμοί της κεντροδεξιάς.
Όμως, η ταυτόχρονη υποχώρηση και του συνολικού αθροίσματος του δυνάμει «κεντροδεξιού» πόλου (δηλαδή Λαϊκού Κόμματος και Ciudadanos) και του δυνάμει «κεντροαριστερού» (δηλαδή των Σοσιαλιστών και του Podemos) κάνει τα πράγματα αρκετά δύσκολα για το σχηματισμό κυβέρνησης. Με αυτή την έννοια η υπογραφή συμφώνου συνεργασίας ανάμεσα στα δύο κόμματα της ευρύτερης κεντροαριστεράς, που αυτή τη φορά περιλαμβάνει και θέση αντιπροέδρου για τον ηγέτη του Podemos.
Όμως, δεν είναι καθόλου δεδομένου ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα πρωθυπουργία Σάντσεθ. Υπάρχουν οι ψήφοι των αυτονομιστικών κομμάτων, αλλά οι σοσιαλιστές δεν δείχνουν καταρχάς να θέλουν να περάσουν αυτή την «κόκκινη γραμμή», ενώ σε πρώτη φάση και οι Ciudadanos δείχνουν να μη θέλουν να στηρίξουν μια τέτοια κυβέρνηση.
Την ίδια ώρα, η εικόνα που βγαίνει και από τις εκλογές και από όσα προηγήθηκαν στην Καταλονία, είναι μια χώρας που παραμένει σε κρίση, με το πολιτικό σύστημα να ταλαντεύεται ανάμεσα στην προσπάθεια να παραταθεί μια συνθήκη που απλώς να μπορεί να διαιωνιστεί, τον πειρασμό ενός αυταρχικού συγκεντρωτισμού (που είναι και βασική θέση της ακροδεξιάς), αιτήματα ανεξαρτησίας με απήχηση αλλά όχι πολιτικό σχέδιο και μια πολιτική τάξη που δεν μπορεί εύκολα να διαχειριστεί μια κατάσταση για την οποία ούτως ή άλλως φέρει ευθύνη.
Το γεγονός ότι σε αυτές τις εκλογές συνέπεσε η υποχώρηση του Podemos σε ποσοστά που παραπέμπουν περισσότερο στην ιστορική απήχηση της αριστεράς παρά στη διαμόρφωση ενός πλατιού ρεύματος ικανού να αλλάξει τα πράγματα, με την εκτίναξη της ακροδεξιάς δεν είναι χωρίς τη σημασία του. Η ακροδεξιά αναπτύσσεται κατεξοχήν εκεί όπου βαθαίνει η πολιτική κρίση, αλλά δεν εμφανίζεται πειστική προοδευτική διέξοδος.