Ασπίδα ενάντια σε θανατηφόρα στελέχη
Το μεγαλύτερο στοίχημα που έχουν να κερδίσουν αφορά την πρόληψη, την ανάπτυξη ενός καθολικού εμβολίου το οποίο θα καλύπτει τον πληθυσμό ενάντια σε πολλά στελέχη του ιού της γρίπης ταυτοχρόνως και προσπάθειες που παρουσιάζονται από εργαστήρια ανά τον κόσμο γεννούν αισιοδοξία ότι κάποια ημέρα το στοίχημα θα κερδηθεί. Το πιο πρόσφατο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έγινε από ερευνητές διαφορετικών αμερικανικών κέντρων και παρουσιάστηκε στις 25 Οκτωβρίου στην επιθεώρηση «Science». Οι επιστήμονες από το Ερευνητικό Ινστιτούτο Scripps στη Λα Χόγια της Καλιφόρνιας, την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον στο Σεντ Λούις και την Ιατρική Σχολή Icahn του «Ορους Σινά» στη Νέα Υόρκη ανακάλυψαν ένα αντίσωμα το οποίο κατάφερε να προστατεύσει ποντίκια ενάντια σε 12 διαφορετικά, εν δυνάμει θανατηφόρα, στελέχη του ιού της γρίπης.
Οπως εξήγησε στο «Βήμα» ένας εκ των τριών κύριων συγγραφέων της νέας μελέτης, ο καθηγητής Δομικής Βιολογίας στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Scripps Ιαν Ουίλσον, το αντίσωμα που ανακάλυψε η ερευνητική ομάδα προσδένεται σε μία από τις δύο κύριες πρωτεΐνες που βρίσκονται στην επιφάνεια του ιού και η οποία ονομάζεται νευραμινιδάση (η άλλη πρωτεΐνη είναι η αιμοσυγκολλητίνη). Η νευραμινιδάση είναι ζωτικής σημασίας για τον πολλαπλασιασμό του ιού στον ανθρώπινο οργανισμό – συγκεκριμένα ωθεί τα μολυσμένα ανθρώπινα κύτταρα να εκλύσουν τον ιό επιτρέποντάς του έτσι να εξαπλωθεί σε άλλα υγιή. Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν είχε βρεθεί στο επίκεντρο των ερευνών ανάπτυξης εμβολίου ενάντια στη γρίπη καθώς όλο το ενδιαφέρον είχε ελκύσει η αιμοσυγκολλητίνη.
Τα πολλά πρόσωπα του ιού
Οταν όμως μιλάμε για νευραμινιδάση, πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι αυτή δεν είναι μία: έχει πολλές μορφές καθώς αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι ενός ιού με πολλά «πρόσωπα» που συνεχώς μεταλλάσσεται – για αυτόν τον λόγο, άλλωστε, κάθε χρόνο αναπτύσσεται νέο εμβόλιο της γρίπης με βάση τα κύρια στελέχη του ιού που είχαν κυκλοφορήσει στον πλανήτη την προηγούμενη περίοδο γρίπης. Ωστόσο, επειδή κανένας δεν μπορεί να γίνει μάντης και να προβλέψει με ακρίβεια ποιο στέλεχος θα επικρατήσει την επόμενη χρονιά, τα εποχικά εμβόλια εμφανίζουν μειωμένη αποτελεσματικότητα, η οποία στην καλύτερη των περιπτώσεων μπορεί να φθάνει το 60%-70%, αλλά μπορεί να μην ξεπερνά κάποιες χρονιές και το 10%-20%.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κάποιος εύκολα ότι αναζητούνται πιο μόνιμες λύσεις για τον ιό με τα… μυριάδες πρόσωπα. Οπως χαρακτηριστικά σημείωσε σε δελτίο Τύπου σχετικά με τη νέα μελέτη ο Αλί Ελεμπέντι, επίκουρος καθηγητής Παθολογίας και Ανοσολογίας στο Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον, ο δεύτερος εκ των τριών κύριων συγγραφέων της νέας μελέτης, «φανταστείτε να υπήρχε ένα εμβόλιο το οποίο θα προστάτευε ενάντια σε όλα τα στελέχη του ιού της γρίπης, συμπεριλαμβανομένων των στελεχών που πλήττουν τους ανθρώπους, τους χοίρους και τα πτηνά. Το αντίσωμα που εντοπίσαμε φαίνεται να αποτελεί το «κλειδί» για τον σχεδιασμό ενός πραγματικά καθολικού εμβολίου ενάντια σε όλα τα εν δυνάμει φονικά στελέχη του ιού της γρίπης». Σε δηλώσεις τους στο «Βήμα», τόσο ο καθηγητής Ουίλσον όσο και ο τρίτος κύριος συγγραφέας της μελέτης Φλόριαν Κράμερ, καθηγητής Μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή Icahn του «Ορους Σινά» και ένας από τους πιο γνωστούς ειδικούς παγκοσμίως πάνω στη νευραμινιδάση, εξέφρασαν την ίδια ακριβώς αισιοδοξία: «Το αντίσωμα που ανακαλύψαμε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον σχεδιασμό εμβολίων που θα οδηγήσουν σε καθολική προστασία ενάντια στη γρίπη».
Ασυνήθιστη προστασία
Ας δούμε όμως βήμα-βήμα τη μελέτη που οδήγησε σε αυτές τις αισιόδοξες επιστημονικές δηλώσεις. Κατ’ αρχάς να αναφέρουμε ότι το αντίσωμα – τα αντισώματα είναι μόρια του ανοσοποιητικού συστήματος που έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν ξένα μόρια, τα αντιγόνα, και να προσδένονται σε αυτά – «συνελήφθη» από τον καθηγητή Ελεμπέντι στο αίμα ενός ασθενούς που είχε νοσηλευτεί με γρίπη στο Νοσοκομείο Barnes-Jewis στο Σεντ Λούις τον χειμώνα του 2017. Εκείνη την περίοδο ο δρ Ελεμπέντι ανέλυε δείγματα αίματος ασθενών με γρίπη στο πλαίσιο μιας μελέτης. Παρατήρησε ότι ένα από αυτά ήταν ασυνήθιστο: περιείχε αντισώματα ενάντια στην αιμοσυγκολλητίνη, την κύρια πρωτεΐνη της επιφάνειας του ιού της γρίπης, αλλά περιείχε και άλλα αντισώματα τα οποία στόχευαν κάτι διαφορετικό. Δεν γνώριζε όμως τι ήταν αυτό, αφού δεν διέθετε τα κατάλληλα εργαλεία για να το διερευνήσει. Ετσι έστειλε τρία από τα αντισώματα στον καθηγητή Κράμερ, ο οποίος είχε όλα τα μέσα για να δώσει μια σαφή απάντηση.
Ο καθηγητής Κράμερ δοκίμασε τα αντισώματα σε πολλές και διαφορετικές μορφές νευραμινιδάσης τις οποίες διαθέτει στο εργαστήριό του. Οπως είδε, ένα από τα τρία αντισώματα φάνηκε να μπλοκάρει τη δραστηριότητα όλων των γνωστών τύπων της πρωτεΐνης – τόσο σε στελέχη του ιού της γρίπης που προσβάλλουν τους ανθρώπους, όσο και σε στελέχη που προσβάλλουν χοίρους και πτηνά. «Το εύρος δράσης των αντισωμάτων μάς εξέπληξε. Μέχρι τώρα γνωρίζαμε ότι τα αντισώματα ενάντια στη νευραμινιδάση μπορούν να έχουν ευρεία δράση σε ένα μόνο στέλεχος, όπως για παράδειγμα το Η1Ν1, ωστόσο ήταν ανήκουστο να υπάρχει αντίσωμα με ισχυρή δράση σε διαφορετικά στελέχη του ιού της γρίπης. Στην αρχή δεν πιστεύαμε αυτό που βλέπαμε – κυρίως την ικανότητα των αντισωμάτων να είναι αποτελεσματικά τόσο ενάντια σε υπότυπους του ιού της γρίπης Α όσο και σε υπότυπους της γρίπης Β».
Οταν οι ερευνητές κατάλαβαν τη δυναμική που φαινόταν να έχουν αυτά τα αντισώματα, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε πειράματα σε ζώα. Ετσι τα χορήγησαν σε ποντίκια τα οποία είχαν προηγουμένως λάβει μια θανατηφόρα δόση ιού της γρίπης. Οπως προέκυψε, και τα τρία αντισώματα ήταν αποτελεσματικά ενάντια σε πολλά στελέχη του ιού και μάλιστα ένα από αυτά, το «1G01», φάνηκε ότι μπορούσε να προστατεύσει τα ζώα ενάντια και στα 12 στελέχη του ιού που δοκιμάστηκαν (τρεις ομάδες στελεχών που πλήττουν τους ανθρώπους καθώς και στελέχη της γρίπης των πτηνών και των χοίρων). Ηταν μάλιστα χαρακτηριστικό ότι τα πειραματόζωα επιβίωσαν ακόμη και όταν το αντίσωμα χορηγήθηκε 72 ώρες μετά τη μόλυνση με τον ιό, γεγονός που μαρτυρεί ότι το «1G01» μπορεί να προσφέρει με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια: τόσο πρόληψη μέσω της ανάπτυξης εμβολίου όσο και θεραπεία, όπως σε ασθενείς που νοσηλεύονται με γρίπη σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και για τους οποίους έχει παρέλθει το χρονικό «παράθυρο» ώστε να λάβουν τη σημερινή διαδεδομένη θεραπεία, την οσελταμιβίρη (η οσελταμιβίρη, προκειμένου να είναι πιο αποτελεσματική, πρέπει να χορηγείται μέσα στις πρώτες 24 ώρες από την εμφάνιση των συμπτωμάτων). «Τα αντισώματα που ανακαλύψαμε θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για την ανάπτυξη θεραπειών. Αυτήν τη στιγμή βρισκόμαστε σε διαδικασία περαιτέρω μελέτης τους καθώς και βελτίωσής τους ώστε να γίνουν πιο αποτελεσματικά. Πιστεύουμε ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες αντιιικές θεραπείες για τη γρίπη» μας είπε σχετικά ο καθηγητής Κράμερ.
Το επόμενο βήμα
Το επόμενο βήμα ήταν εκείνο της κατανόησης των μηχανισμών που κρύβονται πίσω από τη θεαματική δράση των αντισωμάτων ενάντια στη γρίπη. Το έργο αυτό ανέλαβε ο καθ’ ύλην αρμόδιος, ο καθηγητής Ουίλσον, ο οποίος αποτελεί έναν από τους πρωτεργάτες της ανάπτυξης προηγμένων εμβολίων όχι μόνο για τη γρίπη αλλά και για άλλους πολύπλοκους ιούς, όπως ο HIV του AIDS. Ο δρ Ουίλσον και η ομάδα του χαρτογράφησαν τη δομή των αντισωμάτων ενόσω αυτά προσδένονταν στη νευραμινιδάση. Είδαν ότι τα αντισώματα διέθεταν μια «θηλιά» η οποία γλιστρούσε μέσα στο ενεργό κέντρο της νευραμινιδάσης και το μπλόκαρε, όπως ένα ξύλο μπαίνει ανάμεσα σε γρανάζια και μπλοκάρει την κίνησή τους. Με τον τρόπο αυτόν η νευραμινιδάση δεν ήταν πλέον σε θέση να δράσει προκειμένου να απελευθερωθούν νέα ιικά σωματίδια από τα κύτταρα και έσπαζε τελικώς ο κύκλος πολλαπλασιασμού του ιού. Οπως μας εξήγησε ο καθηγητής Ουίλσον, «τα αντισώματα στόχευαν αποκλειστικά το ενεργό κέντρο της νευραμινιδάσης που παραμένει αμετάβλητο και είναι σχεδόν το ίδιο ακόμη και μεταξύ στελεχών του ιού της γρίπης που δεν θεωρείται ότι έχουν μεγάλη σχέση μεταξύ τους, αφήνοντας ανέπαφα τα σημεία που μεταβάλλονται. Ετσι κατάφερναν να προσφέρουν τόσο μεγάλη προστασία ενάντια σε διαφορετικά στελέχη του ιού».
Το μεγάλο άλμα
Πότε τα βήματα που περιγράψαμε ως τώρα θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο μεγάλο άλμα, που δεν είναι άλλο από τη δοκιμή ενός τέτοιου καθολικού εμβολίου σε ανθρώπους; ρωτήσαμε τους καθηγητές Ουίλσον και Κράμερ. Απάντησαν ότι «θα χρειαστεί αρκετός καιρός προτού φθάσουμε σε δοκιμές σε ανθρώπους, με δεδομένο μάλιστα ότι οι δοκιμές εμβολίων σε ανθρώπους είναι πολύ ακριβές και χρονοβόρες. Παρότι πιστεύουμε ότι η προσέγγισή μας είναι υποσχόμενη, τουλάχιστον στα μοντέλα ζώων, θα περάσουν χρόνια προτού εμβόλια βασισμένα στη νέα φιλοσοφία βγουν στην αγορά».
Σίγουρα, πάντως, για να φθάσει κάποιος στην καθολική νίκη χρειάζονται πολλές επιμέρους μικρές νίκες. Και μία τέτοια μας προσέφεραν οι ερευνητές στις ΗΠΑ, φέρνοντας πιο κοντά τη στιγμή που με ένα τσίμπημα, το οποίο πιθανότατα, κατά τους ειδικούς, θα γίνεται στην αρχή της ζωής, δεν θα χρειαστεί να… ξανακλείσουμε ποτέ ραντεβού με τη γρίπη.
Οι τύποι των ιών και οι «παρενέργειες»
Οι ιοί της γρίπης ανήκουν στους ορθομυξοϊούς (Orthomyxoviridae). Yπάρχουν τρεις γενικοί τύποι ιών γρίπης που χαρακτηρίζονται ως Α, Β και C – ο ιός τύπου Α οδηγεί συνήθως στις μεγάλες επιδημίες και προσβάλλει ανθρώπους και ορισμένα ζώα (χοίρους, πτηνά, άλογα, φώκιες), ο ιός τύπου Β προσβάλλει μόνο ανθρώπους και κυρίως νεαρά άτομα, ενώ ο ιός τύπου C προσβάλλει ανθρώπους και χοίρους και προκαλεί ελαφρότερες μορφές της νόσου, σαν απλό κρυολόγημα. Οι ιοί της γρίπης φέρουν στην επιφάνειά τους 500 «ακίδες» γλυκοπρωτεϊνών.
Οι ιοί της γρίπης Α και Β κατηγοριοποιούνται ανάλογα με τις δύο γλυκοπρωτεΐνες των ακίδων της επιφάνειάς τους: την αιμοσυγκολλητίνη (hemagglutinin, H), που αποτελεί περίπου το 80% των ακίδων, και τη νευραμινιδάση (neuraminidase, N), που αποτελεί το υπόλοιπο 20%. Οι δομές των γλυκοπρωτεϊνών αυτών διαφέρουν σε ορισμένα σημεία λόγω της ταχείας μετάλλαξης που μπορεί να υποστεί το γονιδίωμα του ιού (ωστόσο υπάρχουν και κάποια σημεία τους αμετάβλητα, τα οποία και προσπαθούν να στοχεύσουν οι επιστήμονες που μελετούν την ανάπτυξη νέων εμβολίων και θεραπειών). Ετσι δημιουργούνται διάφορες ποικιλίες του ιού, γνωστές ως υπότυποι. Κάθε υπότυπος μπορεί να κατηγοριοποιηθεί περαιτέρω σε στελέχη ανάλογα με την ακολουθία και τη συγγένεια του γενετικού τους υλικού.
Για την περιγραφή των υπότυπων ιών της γρίπης Α, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας καθιέρωσε τη συντομογραφία ΗxΝy, όπου x και y οι αριθμοί που χαρακτηρίζουν τους τύπους αιμοσυγκολλητίνης και νευραμινιδάσης, αντίστοιχα. Υπάρχουν 16 διαφορετικοί τύποι αιμοσυγκολλητίνης (Η1-Η16) και 9 διαφορετικοί τύποι νευραμινιδάσης (Ν1-Ν9), που είναι γνωστοί στους ιούς γρίπης των πτηνών. Στους ιούς γρίπης του ανθρώπου έχουν βρεθεί οι αιμοσυγκολλητίνες Η1-Η3 και οι νευραμινιδάσες Ν1 και Ν2. Οι γλυκοπρωτεΐνες Η και Ν είναι απολύτως απαραίτητες για τη μολυσματικότητα και μεταδοτικότητα του ιού. Η αιμοσυγκολλητίνη είναι υπεύθυνη για την πρόσδεση και την είσοδο του ιού στα κύτταρα-ξενιστές. Η νευραμινιδάση είναι υπεύθυνη για την έξοδο των νέων ιών από τα κύτταρα, όπως επίσης και για την ικανότητα του ιού της γρίπης να «ταξιδεύει» στις βλέννες του αναπνευστικού συστήματος.
Αγώνας πολλών δεκαετιών για θεραπείες
Παρότι το μεγαλύτερο (ερευνητικό) βάρος σε ό,τι αφορά τη γρίπη έχει πέσει στην ανάπτυξη προληπτικών εμβολίων εναντίον της, εξίσου σημαντική είναι η ανάπτυξη θεραπειών για τα άτομα που τελικώς θα μολυνθούν. Το πρώτο αντι-ιικό φάρμακο, η αμανταδίνη, που μπλοκάρει τα κανάλια μεταφοράς πρωτονίων Μ2 τα οποία ο ιός της γρίπης χρησιμοποιεί ώστε να εκλύει το RNA του για πολλαπλασιασμό από τα κύτταρα του ξενιστή, εγκρίθηκε από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) το 1966. Ωστόσο το 2006 οι ειδικοί πρότειναν την αποφυγή χορήγησής του όπως και ενός δεύτερου αντι-ιικού φαρμάκου, της ριμανταδίνης, καθώς ο ιός ανέπτυξε ανθεκτικότητα εναντίον τους. Το 1999 εμφανίστηκε μια νέα κατηγορία αντι-ιικών φαρμάκων τα οποία αναστέλλουν τη νευραμινιδάση – πρόκειται για την οσελταμιβίρη που λαμβάνεται από του στόματος και την εισπνεόμενη ζαναμιβίρη. Σήμερα η οσελταμιβίρη αποτελεί την κύρια θεραπεία που λαμβάνουν οι ασθενείς με γρίπη παγκοσμίως. Στο αντι-ιικό οπλοστάσιο έχει προστεθεί πλέον και άλλο ένα φάρμακο, η μπαλοξαβίρη, η οποία στοχεύει ένα άλλο κομμάτι του πολλαπλασιασμού του ιού: το ένζυμο πολυμεράση το οποίο ελέγχει τη μεταγραφή και τον πολλαπλασιασμό του ιικού RNA. Η μπαλοξαβίρη είναι διαθέσιμη στην Ιαπωνία και στις ΗΠΑ αλλά δεν έχει λάβει ακόμη ευρωπαϊκή έγκριση.
Η έρευνα για νέα φάρμακα όμως συνεχίζεται αμείωτη και το αντίσωμα ενάντια στη νευραμινιδάση που ανέπτυξε η ομάδα στις ΗΠΑ πιθανότατα θα έχει εκτός από προληπτική και θεραπευτική δράση. Από την πλευρά τους, φαρμακολόγοι του Πανεπιστημίου της Αριζόνας επικεντρώνονται στη μετάλλαξη στο κανάλι Μ2, η οποία προκάλεσε ανθεκτικότητα στην αμανταδίνη και στη ριμανταδίνη – η μετάλλαξη αυτή χαρίζει ανθεκτικότητα σε ποσοστό μεγαλύτερο του 95% των ιών της γρίπης τύπου Α παρέχοντάς τους ένα νέο κανάλι για να εκλύσουν το RNA τους. Εχουν ήδη εντοπίσει ένα μόριο που μπλοκάρει αυτό το νέο κανάλι και ετοιμάζονται να το μελετήσουν σε ποντίκια. Ερευνητές της φαρμακευτικής εταιρείας Janssen διεξάγουν δύο κλινικές δοκιμές φάσης ΙΙΙ του φαρμάκου pimodivir – μία σε νοσηλευόμενους ασθενείς και μία δεύτερη σε ασθενείς εκτός νοσοκομείου που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο επιπλοκών. Το φάρμακο αυτό στοχεύει επίσης την πολυμεράση του ιού της γρίπης.
Στη Λυών της Γαλλίας πάλι, επιστήμονες του Διεθνούς Κέντρου CIRI (Centre International de Recherche en Infectiologie) δεν κοιτούν το μέλλον, αλλά το… παρελθόν ώστε να βρουν νέα αντι-ιικά φάρμακα. Σαρώνουν μια μεγάλη βάση δεδομένων γνωστή ως Connectivity Map (CMap) που αναπτύχθηκε από ειδικούς του ΜΙΤ και του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και η οποία περιέχει προφίλ γονιδιακής έκφρασης τα οποία δημιουργούνται όταν κύτταρα εκτίθενται σε διαφορετικά φάρμακα. Ηδη η αναζήτηση έχει αποδώσει καρπούς: εντοπίστηκε το φάρμακο διλτιαζέμη, ένας ανταγωνιστής ασβεστίου που χορηγείται για την αντιμετώπιση της στηθάγχης και της υπέρτασης, το οποίο φαίνεται ότι μπορεί να έχει αντι-ιική δράση. Το φάρμακο βρίσκεται σε φάση ΙΙ κλινικών δοκιμών ενάντια στη γρίπη.
Διαφορετικές γραμμές άμυνας με τον ίδιο στόχο
Η στόχευση της νευραμινιδάσης αποτελεί την πιο πρόσφατη προσέγγιση στην κούρσα ανάπτυξης ενός «καθολικού» εμβολίου για τη γρίπη. Υπάρχουν όμως και άλλες… αντιγριπικές προσεγγίσεις, βασισμένες στο σύνολό τους στην άλλη πρωτεΐνη της επιφανείας του ιού της γρίπης, την αιμοσυγκολλητίνη, ορισμένες μάλιστα εκ των οποίων έχουν φθάσει σε κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους. Οπως μας πληροφόρησε ο καθηγητής Κράμερ, ο ίδιος και η ομάδα του δημιούργησαν στο εργαστήριο ιούς της γρίπης με χιμαιρικές αιμοσυγκολλητίνες, οι οποίες διαθέτουν το ίδιο στέλεχος και κεφαλές από διαφορετικούς υπότυπους του ιού της γρίπης που μολύνουν κατά κύριο λόγο πτηνά. Να εξηγήσουμε σε αυτό το σημείο ότι η δομή της αιμοσυγκολλητίνης μοιάζει με ένα λουλούδι που έχει το άνθος (το οποίο εμφανίζει και τις περισσότερες μεταλλάξεις) και ένα στέλεχος σαν τον μίσχο. Σύμφωνα με τον καθηγητή, το νέο πειραματικό εμβόλιο «εξασκεί» το ανοσοποιητικό σύστημα έτσι ώστε να εμφανίζει ισχυρή απόκριση όταν γίνει επανεμβολιασμός με εμβόλιο που στοχεύει το σταθερό τμήμα της αιμοσυγκολλητίνης, ακόμη και αν η κεφαλή είναι εντελώς διαφορετική. Το εμβόλιο δοκιμάστηκε σε 65 άτομα στο πλαίσιο δοκιμής φάσης Ι και σύμφωνα με τα αποτελέσματα που δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση «The Lancet Infectious Diseases» στις 17 Οκτωβρίου 2019 προκάλεσε πολύ καλή ανοσολογική απόκριση χωρίς σοβαρές παρενέργειες.
Σε πρόσφατο αφιέρωμα της επιθεώρησης «Nature» στη γρίπη (Nature Outlook, 18 Σεπτεμβρίου 2019) παρουσιάζονται και άλλες προσεγγίσεις για την ανάπτυξη «καθολικών» εμβολίων. Ομάδα από το Ερευνητικό Κέντρο για τα Εμβόλια του Εθνικού Ινστιτούτου για τις Αλλεργίες και τις Μεταδοτικές Ασθένειες των ΗΠΑ (NIAID) διεξάγει αυτή τη στιγμή δοκιμές φάσης Ι ενός εμβολίου για διαφορετικούς υπότυπους της γρίπης τύπου Α, μεταξύ των οποίων και οι πιο γνωστοί πανδημικοί. Το συγκεκριμένο εμβόλιο βασίζεται σε νανοσωματίδια. Οι ειδικοί του NIAID ακολούθησαν μια δύσκολη οκταετή διαδικασία δημιουργίας στο εργαστήριο μιας έκδοσης του στελέχους ενός υπότυπου Η1 του ιού της γρίπης. Στη συνέχεια δημιούργησαν νανοσωματίδια τα οποία περιείχαν πολλά αντίγραφα αυτού του στελέχους, τα οποία και έδειξαν μέσα από πειράματα σε ζώα ότι μπορούν να προσφέρουν ισχυρή προστασία ενάντια σε διαφορετικούς υπότυπους της γρίπης Α. Αναμένεται τώρα να αποδειχθεί αν η… νανοπροστασία θα είναι εξίσου ισχυρή και στους ανθρώπους.
Μπορεί τα αντισώματα να αποτελούν αυτή τη στιγμή το επίκεντρο της έρευνας για την ανάπτυξη αποτελεσματικότερων εμβολίων καθώς αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας ενάντια στον ιό της γρίπης, ωστόσο κάποιες ομάδες στρέφονται στα Τ κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος τα οποία στοχεύουν και εξαφανίζουν τα κύτταρα που έχουν ήδη μολυνθεί με τον ιό. Η Σάρα Γκίλμπερτ, επικεφαλής του Τμήματος Ανάπτυξης Εμβολίων στο Ινστιτούτο Jenner του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, και οι συνεργάτες της προσπαθούν να προκαλέσουν την προστατευτική απόκριση των Τ κυττάρων ξυπνώντας ουσιαστικώς τα Τ κύτταρα μνήμης, τα οποία σχηματίζονται στον ανθρώπινο οργανισμό μετά από κάποια προηγούμενη έκθεση σε έναν ιό. Για να το καταφέρουν χρησιμοποιούν έναν ιό της δαμαλίτιδας (VACV), ο οποίος συνθέτει δύο διαφορετικές πρωτεΐνες της γρίπης ικανές να ενεργοποιήσουν το ανοσοποιητικό σύστημα αλλά δεν μπορεί να πολλαπλασιαστεί περαιτέρω. Μια μόνο δόση αυτού του εμβολίου που βρίσκεται σε φάση ΙΙ κλινικών δοκιμών φάνηκε ακόμη και να δεκαπλασιάζει την απόκριση των Τ κυττάρων του ανοσοποιητικού εθελοντών. Με δεδομένο ότι οι πρωτεΐνες που συντίθενται είναι ίδιες κατά 90% σε όλα τα στελέχη του ιού της γρίπης Α, εκτιμάται ότι το εμβόλιο θα μπορεί να παρέχει ευρεία προστασία ενάντια σε πανδημικά στελέχη του ιού της γρίπης.