Ζούμε μια εποχή ρηγμάτων που δεν κλείνουν εύκολα και ούτε αφήνουν περιθώρια για περισσότερη πολιτική ελαφρότητα. Τα όσα συμβαίνουν λοιπόν με τις αντιδράσεις πολιτών στο ενδεχόμενο εγκατάστασης προσφύγων-μεταναστών στους τόπους τους ξαναπιάνουν τον μίτο μιας ακόμα κρίσης: η ρητορική της «εισβολής» από τους «λαθραίους» επεκτείνεται, στην αρχή σε ιδιωτικές κουβέντες και στη συνέχεια σε δημόσιες εκδηλώσεις. Γύρω από παλαιότερους πυρήνες επαγγελματιών της Αγανάκτησης (ενεργών ήδη από χρόνια και με διάφορες αφορμές) συσπειρώνονται και άλλοι και κυρίως βρίσκουν την ευκαιρία να δημοσιοποιηθούν συναισθήματα που κρύβονται ή παρουσιάζονταν στις ρουτίνες μας πιο «αυτολογοκριμένα».
Από την προηγούμενη περίοδο έχουμε δει πως ανάμεσα στα ζωντανά πάθη και συναισθήματα και στο στενό κομματικό-πολιτικό πεδίο δεν υπάρχουν στεγανά. Η περίφημη θερμοκρασία της κοινωνίας ασκεί πίεση στο πολιτικό προσωπικό και αυτό με τη σειρά του γίνεται πιο ευάλωτο στις κατηγορίες της «προδοσίας» ή της «μειοδοσίας».
Γι’ αυτόν τον λόγο έχει τεράστια σημασία η δημόσια εξήγηση από την πλευρά της πολιτικής τάξης. Η αποσαφήνιση που δεν θα σπεύδει να εξωραΐσει, να αποφύγει τα δύσκολα ή και να διασπείρει χτυπητά ψέματα. Στοιχειώδης και αδιαπραγμάτευτη είναι η απόλυτη καταδίκη βίαιων, προσβλητικών και ρατσιστικών λόγων και συμπεριφορών. Αυτή η καταδίκη δεν αποτελεί αγγελική ή ηθικολογική προσέγγιση που τάχα αγνοεί την πραγματικότητα. Είναι βασική προϋπόθεση για την οποιασδήποτε συνεννόηση διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων για το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα.
Από εκεί και πέρα μια πολιτική αλήθειας προσπαθεί να εξηγήσει πως είναι αδύνατη η επιστροφή σε μια ομοιογενή Ελλάδα, στην Ελλάδα του 1980 ή του 1960, στις πλατείες, στα τοπία, στη δημογραφία ή στην κοινωνιολογία του τότε. Ολα δείχνουν πως θα ζήσουμε επί μακρόν μια αναστάτωση συνόρων, περασμάτων, μετατοπίσεων. Αυτό είναι σχεδόν οντολογικό δεδομένο της εποχής μας, όχι βεβαίως μια υπεριστορική μοίρα, όσο μια σύνθετη ιστορική εξέλιξη με παγκόσμιες περιπλοκές και επιπτώσεις.
Την ίδια στιγμή όμως, και εφόσον ζούμε και πολιτικά συγκροτούμαστε πάλι επί μακρόν ως πολίτες εθνικών κρατών, δεν μπορούμε να αδιαφορούμε για τα σύνορα, για τους όρους αποδοχής ή μη αποδοχής, την ασφάλεια της επικράτειας και των προσώπων που κατοικούν και κυκλοφορούν σε αυτή. Στο μέτρο που ζούμε σε μια πολιτική κοινότητα με περιορισμένους πόρους και δυνατότητες, καμία φιλοξενία δεν μπορεί να είναι άπειρη, απροϋπόθετη και δίχως σαφείς κανόνες. Μόνο αν είχαμε αποφασίσει συλλογικά ότι θέλουμε να ζήσουμε σε μια ριζικά διαφορετική κοινωνία – πέρα από την κρατική μορφή, τα σύνορα, τους αστυνομικούς ελέγχους κ.λπ. – θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η αδιαφορία για αυτά τα συγκεκριμένα και ζόρικα ερωτήματα όπως: πόσοι μετανάστες-πρόσφυγες, πού και πώς. Με άλλα λόγια, το να παραμένει κανείς στην αόριστη θαλπωρή των γενικών αρχών (που τον παρουσιάζουν ως καλό και αλληλέγγυο πρόσωπο) χωρίς να ενδιαφέρεται πρακτικά για το πώς και το με ποιους συγκεκριμένους όρους μπορεί να υπάρξει ρύθμιση είναι, επίσης, συνταγή αποτυχίας. Δύο πράγματα λοιπόν συγχρόνως: οι πυκνές αλλαγές στον ιστό της ελληνικής κοινωνίας, και λόγω της ύπαρξης των μεταναστών-προσφύγων, θα συνεχιστούν ή, έστω, δεν πρέπει να προσμένει κανείς πως θα σιγήσουν και θα επιστρέψουμε σε ένα status ante.
Κατά συνέπεια, η υπόσχεση μιας Ελλάδας του άλλοτε πρέπει να αποδοκιμαστεί ενεργητικά από όλο το πολιτικό σύστημα και πρώτα από την κυβέρνηση. Να εξηγηθεί ότι πρόκειται για δημαγωγική υπόσχεση που αγνοεί πως βρισκόμαστε στο 2019 και όχι σε ένα άλλο σημείο του χρόνου. Υπάρχουν όμως πολλά που πρέπει να αποφασιστούν πολιτικά. Με ποιον τρόπο, ας πούμε, μπορεί να συνδυαστεί η συνειδητοποίηση για τον μη ομοιογενή χαρακτήρα της κοινωνίας με κοινά καθήκοντα και βασικές υποχρεώσεις σεβασμού; Πώς μπορούν να μειωθούν η ανασφάλεια των πολιτών και το αίσθημα φόβου σε περιοχές ρημαγμένες, με αποδιοργανωμένες αστικές υποδομές και πρακτικές παρανομίας όπου συμμετέχουν, αναμφίβολα, μετανάστες;
Νομίζω πως ακριβώς για τέτοιου είδους απορίες δεν συνιστά απάντηση μια στερεότυπη ιδέα της χαρούμενης πολυπολιτισμικής συμβίωσης. Απέναντι σε δημόσια συναισθήματα που οδεύουν προς τον ρατσισμό και την κοινωνική βαναυσότητα, η απάντηση δεν μπορεί να είναι απλώς μια αισθητική της διαφορετικότητας ή μια ηθική της φιλοξενίας. Εχει κανείς την εντύπωση πως τέτοιες στάσεις δυσκολεύονται να χειριστούν πραγματικά και σκληρά θέματα δύσκολης συμβίωσης. Οτι είναι, ας το πω, στάσεις που προϋποθέτουν πως έχει προχωρήσει η σταθεροποίηση μιας κατάστασης που τώρα όμως δεν υφίσταται γιατί βρισκόμαστε σε έξαρση των ροών. Χρειαζόμαστε, αντιθέτως, πολιτικά συμφωνημένες ρυθμίσεις που να εξηγούνται εκ των προτέρων. Εγκαιρα διαμορφώνει κανείς ένα έδαφος κατανόησης μαζί με συγκεκριμένες πράξεις που αποδεικνύουν πως δεν αυτοσχεδιάζει, ούτε ασκεί απλώς επικοινωνία για το εκλογικό του κοινό.
Δεν είναι φυσικά ανώδυνο πράγμα η εξήγηση των δυσκολιών. Εχει το κόστος της και κυρίως παράγει απογοήτευση και θυμούς. Το είδαμε με τα αντιμνημονιακά συναισθήματα και τον ΣΥΡΙΖΑ που τα χειρίστηκε, αφού πρώτα τα αποθέωσε ως λαϊκό φρόνημα. Τώρα, υπάρχει κόσμος που πιστεύει πως μια χώρα μπορεί να αδειάσει ή να γεμίσει με το κουμπί που πατάει η κυβέρνηση με σαρωτικές αστυνομικές και στρατιωτικές κινήσεις. Προφανώς και υπάρχουν τέτοιες χώρες. Δεν είναι όμως φιλελεύθερες δημοκρατίες, παρά καθεστώτα περιορισμένων δικαιωμάτων και ανεξέλεγκτων μηχανισμών ελέγχου και καταστολής των πολιτών τους και όχι μόνο των «ξένων». Αυτό πρέπει να εξηγηθεί ήρεμα και δίχως περιφρόνηση στους πολίτες: ότι αν ένα κράτος έχει καθήκον να προστατεύει μια επικράτεια και τους πολίτες του, είναι αδύνατο – και, από άλλες πλευρές, ανεπιθύμητο – να προσποιείται πως μπορεί να εκριζώσει όλες τις πηγές άγχους και τους φόβους του κάθε μεμονωμένου πολίτη. Το κράτος δεν προορίζεται να προσφέρει έναν φύλακα για κάθε ιδιώτη, ούτε να αφαιρέσει ως διά μαγείας όλα τα «αρνητικά» της σύγχρονης κοινωνίας και των κρίσεων που τη μοχλεύουν.
Οσοι τρέχουν να φράξουν τον δρόμο σε λεωφορεία με μετανάστες ή να ασκήσουν αντιμουσουλμανικά χάπενιγκ με ψήσιμο χοιρινών εκφράζουν έναν θυμό. Για να παραφράσω όμως τον αείμνηστο Σταύρο Τσακυράκη, ποιος είπε ότι όλοι οι αγώνες είναι δίκαιοι και όλοι οι θυμοί θεμιτοί;
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.