Ένα επιφώνημα που φανέρωνε έκπληξη απλώθηκε στο Θέατρον του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» χθες βράδυ όταν εμφανίστηκε στη σκηνή η Μαρία Κάλλας, ολόλαμπρη και κομψή, φορώντας ένα μακρύ λευκό φόρεμα. Κι ήταν ταιριαστό – και τραγικά ειρωνικό – να ξεκινάει το πρόγραμμά της, 42 χρόνια μετά τον θάνατό της, με το «Je Veux Vivre» («Θέλω να Ζήσω») από την όπερα του Σαρλ Γκουνό «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Η αείμνηστη ντίβα «επισκέπτεται» φυσικά την Αθήνα (θα δοθεί και απόψε, στις 12 Νοεμβρίου δηλαδή, μια παράσταση) όχι ως σάρκινη οντότητα, ούτε ως πνεύμα από κάποια άλλη διάσταση, αλλά με τη μορφή ολογράμματος, στο πλαίσιο της περιοδείας «Callas in Concert» που διοργανώνει η εταιρεία Base Hologram. Το τρισδιάστατο είδωλο που μας τραγούδησε δεν έχει ξεπηδήσει από το οπτικοακουστικό αρχειακό υλικό το οποίο έχει επιβιώσει μέσα στα χρόνια από τη μυθική καριέρα της «La Divina», δεν έχουν απομονωθεί δηλαδή κάποια πλάνα από παλιές βιντεοσκοπήσεις παραστάσεων της προκειμένου να στηθεί αυτό το τόσο ενδιαφέρον – όσο και αμφιλεγόμενο για κάποιους – θέαμα. Η νέα Μαρία Κάλλας έχει δημιουργηθεί με τη βοήθεια μιας body double (σωσίας) που κάνει lip-syncing σε κάποιες από τις πιο γνωστές ηχογραφήσεις της διάσημης τραγουδίστριας. Βασίζεται φυσικά σε υπάρχοντα ντοκουμέντα και μαρτυρίες, στις εκφράσεις, στην κίνηση και τις χειρονομίες της, στην ασύγκριτα εκφραστική παρουσία της, αλλά είναι σκηνοθετημένη εκ νέου. Την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που συνόδευε τις ερμηνείες της διήυθυνε η ιρλανδή Eimear Noone.
Οκτώ τραγούδια του λυρικού θεάτρου ακούσαμε χθες βράδυ με τη φωνή της, συν άλλα δύο στο encore – η βραδιά έκλεισε φυσικά με την άρια «Casta Diva». Κάποια από τα κόλπα που χρησιμοποίησε η παραγωγή πέτυχαν τον σκοπό τους κάνοντας τον στίχο που λέει στο «Una macchia e qui tutt’ora» (από τον «Μάκβεθ» του Βέρντι) πως οι νεκροί δεν σηκώνονται από τον τάφο τους να μοιάζει ανατριχιαστικά ανακριβής, άλλα αποδείχτηκαν κάπως άστοχα. Η ιδέα, ας πούμε, με τις κάρτες ταρό που έριξε η εξωπραγματικά χλωμή σοπράνο στον αέρα, στο τέλος του «En Vain Pour Eviter» από την «Κάρμεν», και αψήφησαν για λίγο τον νόμο της βαρύτητας μέχρι να πέσουν στο έδαφος καθιστώντας τη στιγμή ιδιαιτέρως δραματική ή το στιγμιότυπο όπου το ολόγραμμα της σοπράνο έκανε νόημα στην ορχήστρα να ξεκινήσει από την αρχή διότι δεν ήταν ακόμη έτοιμη είχαν νόημα, ωστόσο όποτε η «Κάλλας» σταματούσε το χειροκρότημα του κοινού, αυτό συνέβαινε λίγο ασυγχρόνιστα. Το θέμα χειροκρότημα ήταν ούτως ή άλλως μια αμήχανη υπόθεση αφού δεν ήξερες τι ακριβώς επιβραβεύεις, εξ ου και στο πρώτο μέρος της παράστασης ήταν συχνά χλιαρό. Με το πέρασμα της ώρας αφηνόσουν και παρασυρόσουν από τη μαγεία της τεχνολογίας, παρότι δεν έχει τελειοποιηθεί ακόμη. Υπήρξαν φορές που η φωνή της και ο ήχος της ορχήστρας έμοιαζαν ξένα μεταξύ τους, ενώ οι είσοδοι και οι έξοδοι της από τη σκηνή ήταν απλώς ξαφνικές εμφανίσεις και εξαφανίσεις. Η όπερα ωστόσο σε καλεί πολύ συχνά να δεχτείς αναληθοφανείς συνθήκες επομένως γιατί όχι κι αυτήν; Καταλαβαίνω όσους έχουν αντιρρήσεις και ενδεχομένως θεωρούν εξαπάτηση μια τέτοια συναυλία, όμως δεν μπορώ να μην ομολογήσω πως υπήρξαν στιγμές που το θέαμα με καθήλωσε. Στο επίκεντρό του άλλωστε υπάρχει κάτι που διακρίνεται για την ευθραυστότητα και το συναισθηματικό βάθος του κι αυτό είναι η φωνή της Κάλλας, οι ερμηνείες της που παραμένουν ακόμη και σήμερα σημείο αναφοράς. Η αλλόκοτη αυτή εμπειρία είχε τον δικό της αντίκτυπο, ειδικά για τους φανατικούς θαυμαστές της που δεν την πρόλαβαν εν ζωή. Μια κυρία δίπλα μου έκλαψε συγκινημένη αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της παράστασης. Τη ρώτησα στο τέλος, έχοντας πλήρη συνείδηση του παραλογισμού, αν εκπληρώθηκε τώρα ένα όνειρό της. «Κάπως έτσι», μου απάντησε, με τα μάτια ακόμη υγρά. Πράγματι, ήταν «κάπως» σαν να είδαμε την Κάλλας. Κι αυτό είναι κάτι.