Τον Δεκέμβριο του 2008 ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης μιλούσε στην Βουλή, στο πλαίσιο της συζήτησης για τον προϋπολογισμό.
Εως τότε έκανε επιλεκτικές δημόσιες παρεμβάσεις, στις οποίες οι περισσότεροι ανζητούσαν αιχμές για την τότε ηγεσία του ΠαΣοΚ και η κουβέντα πάντοτε παρεκτρεπόταν στην αναζήτηση κάθε είδους ευθυνών της διακυβέρνησης Σημίτη.
Εκείνο το βράδυ, ο πρώην Πρωθυπουργός είχε σημειώσει μεταξύ των άλλων: «Στην περίπτωση που παρουσιαστούν δυσκολίες δανεισμού του ελληνικού κράτους θα έχει δοθεί η αφορμή να διατυπωθεί η υπόδειξη, ότι η λύση του προβλήματος θα πρέπει να επιζητηθεί μάλλον με προσφυγή στο ΔΝΤ».
Όσοι τον άκουσαν, για κάποιο ανεξήγητο λόγο δεν εξέλαβαν τα λεγόμενά του ως προειδοποίηση, αλλά ως μέρος κάποιας δόλιας συνωμοσίας, κάποιας απόπειρας υπονόμευσης της τότε κυβέρνησης και της επόμενης.
Ο Κώστας Σημίτης δεν εισακούστηκε, οι πολιτικές δυνάμεις συνέχισαν να παίζουν τα παιχνίδια τους, η χώρα κατέληξε στην αγκαλιά του ΔΝΤ.
Στην σημερινή συγκυρία ένας άλλος πρώην Πρωθυπουργός, βγαίνει στο προσκήνιο, έπειτα από μία μακρά περίοδο σιωπής. Προ ημερών ο Κώστας Καραμανλής διατύπωσε από το βήμα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών μία σειρά από ανησυχίες.
Είπε μεταξύ των άλλων: «Στα χρόνια που έρχονται, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μεγάλες προκλήσεις. Προκλήσεις που, ας μην έχουμε αυταπάτες, θα απαιτήσουν συγκροτημένες πολιτικές, αποφασιστικότητα και τόλμη. Θα χρειαστεί να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις και να τις εφαρμόσουμε με συνέπεια και πειθαρχία».
Οι αναφορές του εστιάστηκαν στις σχέσεις με την Τουρκία, σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές αναδιατάξεις και το μεταναστευτικό.
Σε αυτό το πλαίσιο ανέφερε επίσης ο κ. Καραμανλής: «[…] Ασχέτως πολέμων ή άλλων κρίσεων που κατά καιρούς το οξύνουν, η πραγματικότητα είναι ότι οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών προς την Ευρώπη είναι δεδομένες και θα αυξάνουν. Και η αντιμετώπιση του προβλήματος με όρους ανθρωπιστικούς, αλληλεγγύης και οικονομικής στήριξης είναι πράγματι επιβεβλημένη, αλλά ανεπαρκής. Γιατί εκ των πραγμάτων και εκ των αριθμών τίθενται και θα τεθούν επιτακτικότερα ζητήματα κοινωνικής συνοχής και ειρήνης, πολιτικής ομαλότητας και ηρεμίας, ακόμα και ζητήματα ευρωπαϊκής ταυτότητας και τρόπου ζωής».
Σημείωσε και τα εξής: «Η εμπειρία του παρελθόντος έχει δείξει ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να συρθεί ούτε να παρασυρθεί από τις μεθοδεύσεις της Τουρκίας και δεν πρέπει να επιτρέψει τη δημιουργία τετελεσμένων σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της. Πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση και ετοιμότητα. Γιατί, ας μην γελιόμαστε, η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και των εθνικών συμφερόντων μας θα βασιστεί στις δικές μας δυνάμεις. Στην εμπέδωση αρραγούς εθνικού μετώπου και στη διασφάλιση της αποτρεπτικής ισχύος των ενόπλων μας δυνάμεων».
Επειτα από δέκα χρόνια κρίσης και δραματικής αλλαγής του status της χώρας, οι πολιτικές δυνάμεις και οι πολίτες της οφείλουν να αντεπεξέλθουν στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί.
Υπό αυτήν την έννοια, θα πρέπει σήμερα να σταματήσουν όλοι να αναζητούν ανόητες μικροκομματικές σκοπιμότητες πίσω από σοβαρές παρεμβάσεις.
Τα λόγια του Κώστα Σημίτη το 2008 αποδείχθηκαν δυστυχώς προφητικά. Όταν έπρεπε, κανείς δεν τα έλαβε υπόψη του και όλοι συνέχισαν να υπνοβατούν προς τον γκρεμό.
Δεν πρέπει να γίνει το ίδιο λάθος σήμερα.
Τα όσα ανέφερε ο Κώστας Καραμανλής, πρέπει να αξιολογηθούν και να ληφθούν πολύ σοβαρά υπόψη. Και δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να συζητούμε για την σιωπή του Καραμανλή ή για ποιον σκοτεινό και ύποπτο, τάχα, λόγο αποφάσισε τώρα να μιλήσει ή για το ποιες ευθύνες φέρει για την οικονομική κρίση. Αυτή η κουβέντα στερείται νοήματος.
Αντί να αναζητούνται δυσεξήγητα και θολά πολιτικά κίνητρα, είναι απλούστερο και χρησιμότερο να να μείνει κάποιος στην κυριολεκτική ερμηνεία των προειδοποιήσεων αυτών.
Ειδάλλως – και υπό τις συνθήκες που διαμορφώνται στην περιοχή και στο εσωτερικό της χώρας – δεν θα έχει καμία απολύτως αξία μία εκ των υστέρων διαπίστωση, ότι είχε υπάρξει έγκαιρη προειδοποίηση…