Στις 9 Νοεμβρίου 1989, σχεδόν από ατύχημα, έπεσε το Τείχος του Βερολίνου που είχε ανεγερθεί το 1961 και αποτελούσε το σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στη Δύση και τη Σοβιετική Ένωση.
Εκείνη την ημέρα ένα μέλος του Πολιτμπιρό του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας, ο Γκίντερ Σαμπόφσκι, αιφνιδιάστηκε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, όταν αναφερόταν στα νέα δικαιώματα κυκλοφορίας των ανατολικογερμανών πολιτών.
Δείτε επίσης: Ποιοι και γιατί έχτισαν το Τείχος
«Απ’ όσο γνωρίζω, άμεσα» απάντησε όταν ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε πότε θα ετίθεντο σε ισχύ τα νέα αυτά δικαιώματα κυκλοφορίας των πολιτών.
Δείτε επίσης: Η σιωπή των ερειπίων
Η απάντησή του έπεσε σαν βόμβα. Χιλιάδες κάτοικοι του Ανατολικού Βερολίνου συνέρρευσαν προς τα φυλάκια. Οι φρουροί, αιφνιδιασμένοι και άναυδοι, σήκωσαν τελικά τις μπάρες. Η πτώση του Τείχους είχε συντελεστεί χωρίς να χυθεί σταγόνα αίματος.
Τα τραγικά γεγονότα που είχαν προηγηθεί απέτρεψαν τις Αρχές από το να κηρύξουν την 9η Νοεμβρίου εθνική εορτή. Τελικά, προτιμήθηκε η 3η Οκτωβρίου, η ημέρα της επανένωσης της Γερμανίας (1990).
Το Τείχος του Βερολίνου
Το Τείχος ανεγέρθηκε στην καρδιά του Βερολίνου, με αφετηρία το βράδυ μεταξύ της 12ης και της 13ης Αυγούστου του έτους 1961, από τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ), η οποία επιχείρησε με αυτόν τον τρόπο να θέσει ένα τέλος στην ολοένα και αυξανόμενη φυγή των κατοίκων της προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ).
Αποτελούσε σύνορο μεταξύ του Ανατολικού και του Δυτικού Βερολίνου για ένα διάστημα μεγαλύτερο των 28 ετών, ενώ συνιστούσε παράλληλα το σημαντικότερο σύμβολο μιας Ευρώπης διχοτομημένης, το κατεξοχήν σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των χωρών της Δύσης και του λεγομένου Ανατολικού Μπλοκ.
Ήταν μια σύνθετη στρατιωτική κατασκευή με δύο τείχη, διάδρομο περιπολίας, εκατοντάδες παρατηρητήρια, συστήματα συναγερμού και χιλιάδες φύλακες.
Ένας αδιευκρίνιστος αριθμός ατόμων έπεσαν θύματα της προσπάθειάς τους να περάσουν το διαβόητο Τείχος.
Η σταδιακή αποδυνάμωση της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και το πείσμα των Ανατολικογερμανών, οι οποίοι οργάνωσαν μεγάλες διαδηλώσεις, οδήγησαν στις 9 Νοεμβρίου 1989 στην πτώση του επονομασθέντος Τείχους του Αίσχους, ανοίγοντας το δρόμο για τη γερμανική επανένωση.
Το ιστορικό υπόβαθρο
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1945, η ηττημένη Γερμανία χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής, τη διοίκηση των οποίων ανέλαβαν οι νικήτριες δυνάμεις: Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Σοβιετική Ένωση.
Με ανάλογο τρόπο χωρίστηκε και το Βερολίνο, η πάλαι ποτέ πρωτεύουσα της Πρωσίας, της Αυτοκρατορικής Γερμανίας και της ναζιστικής Γερμανίας, σύμφωνα με τα όσα είχαν συμφωνηθεί το 1944 στο Λονδίνο.
Το Μάρτιο του 1948 οι Δυτικές δυνάμεις αποφάσισαν να ενώσουν τους τομείς που ήλεγχαν και να δημιουργήσουν τη Δυτική Γερμανία. Το ίδιο έπραξαν και με το Βερολίνο.
Οι Σοβιετικοί αντέδρασαν με το χερσαίο αποκλεισμό των δυτικών τομέων της πόλης στις 24 Ιουνίου 1948. Οι Δυτικοί Σύμμαχοι άρχισαν να εφοδιάζουν το Δυτικό Βερολίνο μόνο από αέρος με τις περίφημες αερογέφυρες.
Στις 30 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου στο Ανατολικό Βερολίνο εγκαταστάθηκε ξεχωριστή δημοτική αρχή, με αποτέλεσμα τον ολοκληρωτικό χωρισμό του Βερολίνου σε Ανατολικό και Δυτικό.
Το 1949 τα γερμανικά εδάφη που κατείχε η Σοβιετική Ένωση αποτέλεσαν ίδια κρατική οντότητα, με την ονομασία Λαϊκή Δημοκρατική της Γερμανίας ή Ανατολική Γερμανία.
Μετά το χωρισμό της Γερμανίας σε Ανατολική και Δυτική η επικοινωνία ανάμεσα στα δύο τμήματα του Βερολίνου έγινε εξαιρετικά δύσκολη.
Σταδιακά άρχισε να παρατηρείται ένα κύμα φυγής των Ανατολικογερμανών προς τη Δύση, ιδίως μετά την εργατική εξέγερση του Ιουνίου του 1953, που συνετρίβη από τους Σοβιετικούς.
Για να σταματήσουν τη μαζική έξοδο των πολιτικών προσφύγων, οι Αρχές της Ανατολικής Γερμανίας, με τη σύμφωνη γνώμη των Σοβιετικών, αποφάσισαν την ανέγερση ενός φράχτη.
Τυπικά, η απόφαση εγκρίθηκε από τη Λαϊκή Εθνοσυνέλευση και τη νύχτα της 12ης προς τη 13η Αυγούστου 1961 άρχισε να υψώνεται ανάμεσα στα δύο τμήματα του Βερολίνου ένα διαχωριστικό συρματόπλεγμα, που εμπόδιζε την ελεύθερη επικοινωνία του Δυτικού με το Ανατολικό Βερολίνο και την υπόλοιπη Ανατολική Γερμανία.
Αργότερα, καθώς οι σχέσεις μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας οξύνονταν, το συρματόπλεγμα αντικαταστάθηκε με τοίχο από μπετόν, ενισχυμένο με συρματόπλεγμα στην κορυφή.
Η απομόνωση του Δυτικού Βερολίνου από την ενδοχώρα της Ανατολικής Γερμανίας εξασφαλίστηκε με ηλεκτροφόρα καλώδια και προβολείς που σάρωναν κάθε σπιθαμή του γυμνού εδάφους.
Η Δύση εκμεταλλεύτηκε ιδεολογικά το γεγονός για να καταδείξει την ανελευθερία και την καταπίεση που επικρατούσε στις κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Με την άνοδο του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης, το 1986, ένας άνεμος αλλαγής άρχισε να φυσά στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Οι πολιτικές της «περεστρόικα» και της «γκλάσνοστ» βρήκαν πεδίο εφαρμογής και στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Με το άνοιγμα των συνόρων των άλλων σοσιαλιστικών χωρών προς τη Δύση, ένα νέο κύμα ανατολικογερμανών πολιτών διέφυγε στη Δυτική Γερμανία μέσω της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας.
Η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας, αιφνιδιασμένη από τις εξελίξεις, αποφάσισε να ανοίξει κι αυτή τα σύνορα της χώρας με τη Δύση στις 9 Νοεμβρίου 1989.
Μετά την εξέλιξη αυτήν το Τείχος που χώριζε το Βερολίνο επί 28 χρόνια δεν είχε λόγο ύπαρξης και άρχισε να κατεδαφίζεται πάραυτα, με πρωτοβουλία των Βερολινέζων. Ένα χρόνο αργότερα, στις 3 Οκτωβρίου 1990, η Γερμανία επανενώθηκε.
Κατά τη διάρκεια των 28 χρόνων της ύπαρξης του Τείχους τουλάχιστον 136 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να διαφύγουν στη Δύση.
Το πρώτο θύμα υπήρξε η 58χρονη νοσοκόμα Ίντα Ζίκμαν, η οποία σκοτώθηκε στις 22 Αυγούστου 1961 στην προσπάθειά της να διαφύγει στο Δυτικό Βερολίνο, όπου ζούσε η αδελφή της.
Τελευταίος χρονολογικά στη μακάβρια λίστα ήταν ο 33χρονος άνεργος ηλεκτρολόγος Βίνφριντ Φρόιντενμπεργκ, ο οποίος κατάφερε με ένα αυτοσχέδιο αερόστατο να περάσει στο Δυτικό Βερολίνο, αλλά για κακή του τύχη αυτό κατέπεσε και συνετρίβη, με αποτέλεσμα να βρει ακαριαίο θάνατο, στις 29 Αυγούστου 1989.