«Αυτός ο ρόλος θέλει Παπαδάκη» ήταν η συνήθης έκφραση που κυκλοφορούσε στα παρασκήνια, στα καμαρίνια και στους διαδρόμους των θεάτρων όταν οι ερμηνευτικές απαιτήσεις ήταν υψηλές. Λένε, μάλιστα, ότι ακόμη και η Μαρία Κάλλας «πάτησε» πάνω στις ερμηνείες της για να παίξει… Η Ελένη Παπαδάκη είχε καταφέρει να εντυπωσιάσει ακόμη και με έναν ρόλο σαράντα δύο λέξεων, ναι 42, αφήνοντας το στίγμα της σε μια παράσταση που μοιραζόταν το σανίδι με τα ιερά τέρατα του θεάτρου.
Ηταν το 1938 στη «Ζακυνθινή Σερενάτα» του Διονυσίου Ρώμα στο τότε Βασιλικό (νυν Εθνικό) Θέατρο, όπου είχε ερμηνεύσει την Πριμαντόνα. Στον θίασο, μεταξύ άλλων, ήταν η Κατίνα Παξινού, ο Μάνος Κατράκης, η Βάσω Μανωλίδου, ο Στέλιος Βόκοβιτς, ο Δημήτρης και η Μιράντα Μυράτ, ο Μήτσος Λυγίζος… Κι όμως η σύντομη παρουσία της στη σκηνή άφησε το αποτύπωμά της, τον μύθο της. «Θεατρική ιδιοφυΐα» την είχαν χαρακτηρίσει.
«Το πέρασμά της μέσα από το καλλιτεχνικό στερέωμα της νέας Ελλάδος στάθηκε σαν ένα καταπληκτικό μετέωρο, που χάθηκε αφήνοντας πίσω του μια χαρακιά από άσπρο φως, που δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ στη μνήμη των ανθρώπων που είχαν την τύχη ν’ αντικρύσουν αυτό το θαυμαστό άστρο» είχε γράψει για εκείνη ο Στράτης Μυριβήλης. Και δεν ήταν ο μόνος – και ο Αγγελος Σικελιανός και ο Διονύσιος Σολωμός στάθηκαν με ξεχωριστά λόγια, όπως άλλωστε σύσσωμος ο λογοτεχνικός κόσμος αλλά και η κριτική.
«Η δεσποινίς Ελένη Παπαδάκη, ενίκησεν χθες εις την «Αντιγόνη» αναμφισβήτητον νίκην» έγραφε το 1940 ο Αιμίλιος Χουρμούζιος μετά την πρεμιέρα της τραγωδίας του Σοφοκλή. Χρόνια μετά τον θάνατό της, το 1959, όταν ο γαλλικός θίασος του Ουμπερτί με πρωταγωνίστρια τη Ρενέ Φορ ήρθε να παίξει στην Αθήνα το «Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Πιραντέλο, ο Αγγελος Τερζάκης έγραψε τότε στο «Βήμα»: «Το έργο αυτό έχει απαθανατίσει στην ελληνική μνήμη η Ελένη Παπαδάκη…». Και ο Μάριος Πλωρίτης: «Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε μ’ όλο το πέρασμα των τόσων χρόνων την λαμπρή παράσταση του έργου στο Εθνικό (…) αλλά προπάντων την Ελένη Παπαδάκη: Ο πόνος, η ευγένεια, η πνευματικότητα, ο δραματικός παλμός, η απόγνωση, η διαφάνεια που είχε δώσει στον ρόλο της Ερσίλια έχουν μείνει για πάντα σφραγισμένα στη μνήμη μας».
Ενα μεγάλο ταλέντο ήταν η Ελένη Παπαδάκη, που γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1903. Μια γυναίκα διαφορετική, μια γυναίκα που δεν έμπαινε στα καλούπια της εποχής της. Και ίσως αυτή η διαφορετικότητα σε συνδυασμό με την υποκριτική της υπόσταση να καθόρισαν όχι μόνον την πορεία της στη ζωή και στη σκηνή, αλλά και στον θάνατο.
Γεννημένη σε μια μεγαλοαστική οικογένεια (το 1903), σπούδασε Φιλολογία και μουσική (φωνητική και πιάνο) στο Ωδείο, ενώ ήταν και γλωσσομαθής. Ηταν μια γυναίκα με αμφιλεγόμενη προσωπική ζωή. Είχε σχέση με έναν εβραίο μουσικό που η ίδια έκρυβε, ενώ της καταλόγιζαν στενή προσωπική σχέση με την Αιμίλια Καραβία, που είχε γνωρίσει στον κύκλο τής Κοτοπούλη. Οδηγούσε, κάπνιζε, κυκλοφορούσε στην Αθήνα με τις γούνες, με το σκυλάκι της. Ενα ανήσυχο, φιλελεύθερο πνεύμα, που σκεφτόταν διαφορετικά. Τον Δεκέμβριο του 1944, όταν δολοφονήθηκε, ήταν 41 ετών.
Ξεκίνησε μικρή την πλούσια αλλά τελικά σύντομη πορεία της στη σκηνή. Με την πρώτη της εμφάνιση, στα «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Πιραντέλο, κριτικοί και κοινό εξεπλάγησαν από το ταλέντο της – ήταν μια αποκάλυψη. «Σήμερα η σκηνή απέκτησε μια μεγάλη ηθοποιό» έγραψε ο Κωστής Μπαστιάς. Κι αυτό ήταν μόνον η αρχή. Ηρωδιάς στη «Σαλώμη» του Οσκαρ Γουάιλντ, Ρίλκε Εϊντεν στο έργο του Λενορμάν «Ο χρόνος είναι όνειρο» και πολλοί άλλοι ρόλοι.
Το 1933 ξεκίνησε τη συνεργασία της με το τότε Βασιλικό (νυν Εθνικό) Θέατρο, όπου έμεινε ως το τέλος. Επαιξε περισσότερα από 30 έργα, ανάμεσά τους η θρυλική της Κλυταιμνήστρα στην «Ηλέκτρα», με την οποία περιόδευσε και εκτός Ελλάδας. Επαιξε μαζί με τους κορυφαίους του καιρού της, Παξινού, Κυβέλη, Κοτοπούλη, Μανωλίδου, Βεάκης, Δενδραμής, Μυράτ (Δημήτρης και Μιράντα), Παππάς. Εκτός από την Κλυταιμνήστρα στην «Ηλέκτρα» του Ροντήρη, έπαιξε «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (1940-41), «Ιφιγένεια εν Ταύροις» (1941) και «Εκάβη» του Ευριπίδη, ο τελευταίος της ρόλος, τη σεζόν 1943-44. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1939 τιμήθηκε από τον Βασιλιά.
Εν αρχή ην ο φθόνος
Ωστόσο καμιά επιτυχία δεν στερείται αντιζηλίας και φθόνου, που στην περίπτωση της Παπαδάκη συνοδεύθηκε από μια προσωπικότητα και μια προσωπική ζωή που ενοχλούσαν. Ηταν γνωστή η αντιπαλότητά της με την Κατίνα Παξινού, μια αντιπαλότητα όμως που υπάκουε, αυστηρά, σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Απέναντί της όμως είχε κι άλλες, που ανήκαν στον χώρο της Αριστεράς – Αλέκα Παΐζη, Ασπασία Παπαθανασίου.
Λέγεται ότι συνάδελφοί της που συμμετείχαν στον Χορό συνήθιζαν να λιποθυμούν κατά τη διάρκεια της παράστασης, με στόχο να διακόψουν την ερμηνεία της. Με τη Μιράντα Μυράτ, ετεροθαλή αδελφή του Δημήτρη Μυράτ, δεν καταγράφονται περιστατικά, αν και οι σχέσεις της με την οικογένεια δεν ήταν ξεκάθαρες. Είναι όμως φανερό ότι εκείνη τουλάχιστον τους εμπιστευόταν, εξ ου και πήγε στο σπίτι του Μυράτ το μοιραίο βράδυ που τη συνέλαβαν μέλη του ΕΑΜ. Να θυμίσουμε ότι ο Δημήτρης Μυράτ ήταν γραμματέας του ΕΑΜ Θεάτρου. Μέσα στο εμπόλεμο κλίμα εντάσσεται και μια επιστολή που έστειλε η ίδια (7 Απριλίου 1936), βαθύτατα ενοχλημένη από τη στάση και τη συμπεριφορά του Βασιλικού Θεάτρου προς το ΔΣ του, όπου μεταξύ άλλων, ανέφερε: «Εδέχθην να υποστώ μισθολογική μείωσιν απέναντι άλλων μελών του θιάσου του Βασιλικού Θεάτρου. Την μείωσιν αυτήν θεωρώ μεν – επιθυμώ να τονίσω τούτο ιδιαιτέρως – αδικαιολόγητον, την απεδέχθην όμως αφ’ ενός διότι αισθάνομαι τον εαυτόν μου συναισθηματικώς και πνευματικώς βαθύτατα συνδεδεμένο με το Βασιλικόν Θέατρο, το οποίον δεν θα ήθελα να εγκαταλείψω, αφ’ ετέρου δε διότι δεν νομίζω ότι η καλλιτεχνική αξία ενός ηθοποιού είναι δυνατόν να αποτιμηθεί εις χρήμα… Ερώτημα: εάν η μισθολογική αυτή μείωσις θεωρείται και ως καλλιτεχνικήν μείωσις, εις ην περίπτωσιν θα μου επιτραπεί να διατηρήσω επιφυλάξεις ως προς την τελικήν απάντησίν μου…» (από το αρχείο του Μάνου Ελευθερίου). Λίγες ημέρες αργότερα, στις 29 Απριλίου, υπέγραψε τη νέα σύμβαση από 1.7.1936 ως 31.5.1939 με μηνιαίο μισθό 12.000 δραχμές.
«Στο Εθνικό Θέατρο συνάντησε πολλές αντιζηλίες που συχνά έκοβαν τον επαγγελματικό δρόμο της, και άλλους τόσους παραγκωνισμούς που την απέκλειαν από τους μεγάλους ρόλους» επιβεβαιώνει ο Μάνος Καρατζογιάννης, ο οποίος έγραψε και σκηνοθέτησε τον μονόλογο της «Ελένης», με τη Μαρία Κίτσου, βασισμένος στο αρχείο του Μάνου Ελευθερίου. Ο Ελευθερίου, όπως και ο Πολύβιος Μαρσάν, κατέθεσαν μέσα από τα βιβλία τους εμπεριστατωμένη προσέγγιση, καταλήγοντας ουσιαστικά στο δίπολο διαφορετικότητας και ταλέντου που την οδήγησε στην εκτέλεση…
Η φημολογούμενη και μη αποδεδειγμένη σχέση της με τον Ιωάννη Ράλλη, οικογενειακό φίλο του πατέρα της, της στοίχισε ακριβά. Αλλά «το δράμα της ήταν διπλό», τονίζει ο Μάνος Καρατζογιάννης, γιατί «δεν ανήκε ούτε σε κάποιο κόμμα ούτε στην εποχή της». Κι ας επιβεβαιώνεται μέσα από επιστολές της εποχής ότι έσωζε πατριώτες που είχαν πέσει στα χέρια των Γερμανών – όπως η επιστολή της Λιλίκας Νάκου, αλλά και του Βεάκη, του Σικελιανού και του Χορν. Και είναι αλήθεια, επισημαίνει ο Καρατζογιάννης, ότι «λόγω της φιλίας και της συνεργασίας της με το Εθνικό, έσωσε πολλούς».
Και αναφέρεται στο περιστατικό με τη Βάσω Αργυριάδου, τη μοδίστρα του θεάτρου, η οποία ωστόσο δεν σώθηκε τελικά γιατί της είχαν ζητήσει σε αντάλλαγμα να καταδώσει τα παιδιά της που πολεμούσαν. «Στον επικήδειο που εκφώνησε η Αλέκα Παΐζη μίλησε για τους «κύκλους που μπορούσαν να σε σώσουν», χωρίς να κατονομάσει την Ελένη Παπαδάκη».
Αντί επιλόγου
«Εκείνο που αξίζει, θριαμβεύει πάντα στο πείσμα των ανάξιων και των μοχθηρών» της είχε γράψει σε ένα σημείωμά του ο Αιμίλιος Βεάκης, το 1934, μετά την πρεμιέρα της παράστασης «Ταπεινοί και Καταφρονεμένοι». Σαν κάτι να ήξερε… Επτά χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Αιμίλιος Βεάκης, ως μέλος του ΔΣ του ΣΕΗ, πρωτοστάτησε στη διαγραφή της. «Θάνατος στην πουτάνα» ήταν το σύνθημα.
Τι συνέβη
«Το σκέφτηκα πολύ αυθόρμητα, σχεδόν αυτόματα, γνωρίζοντας από διηγήσεις ότι είναι σπουδαία καλλιτέχνις. Βλέποντας ότι οι άλλες δύο σκηνές του Rex, πάνω και κάτω, είχαν τα ονόματα της Μαρίκας Κοτοπούλη και της Κατίνας Παξινού, αμέσως σκέφτηκα να δοθεί στην τρίτη, στο ισόγειο, το όνομα της Ελένης Παπαδάκη, που δεν έχει τιμηθεί ποτέ και από κανέναν. Οχι, δεν περίμενα τέτοια αντίδραση γιατί είχα την εντύπωση ότι ζούμε στο 2020. Γνώριζα ότι υπήρχαν διχογνωμίες, εντάσεις, αλλά αυτό που συνέβη δεν μπορούσα να το φανταστώ. Αλλά δεν απαντάω στο ΣΕΗ, όπως δεν κάνω και καμία αναδίπλωση. Απλώς θυμίζω ότι η πρότασή μου πέρασε από το ΔΣ του Εθνικού Θεάτρου».