Προ ολίγων ημερών ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κων/ντίνος Καραμανλής έκανε μια ομιλία στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών της Θεσσαλονίκης , για την επίκαιρη κατάσταση της χώρας, εν όψει της στάσης της Τουρκίας, αλλά αναφέρθηκε και στο σκοπιανό θέμα.
Η ομιλία ήταν εξαίρετη και εντυπωσιακή από κάθε άποψη: ρητορική, πολιτική γνώση και νηφαλιότητα.
Βασικό περιεχόμενο του λόγου ήταν ότι η Ελλάδα απέναντι στις απειλητικές προκλήσεις της γείτονος , επέλεξε να αντιπαραθέσει το «Διεθνές Δίκαιο» και γι’ αυτό πρέπει να δείξει εγκράτεια και να μην παρασυρθεί σε περιπέτειες. Παρ’ όλη δε τη συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., τελικά, αν δεχθούμε επίθεση, θα βγάλουμε δυστυχώς τα «κάστανα από τη φωτιά», μόνοι μας. Αυτές οι απόψεις δεν είναι λανθασμένες , αλλά οδηγούν και στο συμπέρασμα του γνωμικού «σφάξε με αγά μου, να αγιάσω».
Στην πολιτική, η γνώμη όλων μας , δεν ταυτίζεται. Εμείς δε συμφωνούμε με αυτήν τη συλλογιστική της ανεπάρκειας κι εν τέλει της ανικανότητας κατά κάποιο τρόπο. Ναι μεν, δεν πρέπει να παρασυρθούμε από τους Τούρκους, που πραγματικά έχουν μια υπέρτερη δύναμη από εμάς, αλλά θεωρούμε πως απαιτείται πιο δυναμική αντιμετώπιση. Δηλαδή, το Διεθνές Δίκαιο και ο δικός μας εξοπλισμός δεν επαρκούν, για την αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου.
Το πρώτο πράγμα που εξυπακούεται ότι πρέπει να γίνει είναι ασφαλώς η διαρκής βελτίωση του εξοπλισμού των ενόπλων δυνάμεών μας. Όμως εδώ υπάρχουν όρια, επειδή είμαστε μια μικρή χώρα και μάλιστα καταχρεωμένη, που πρέπει να παρουσιάζουμε στον ετήσιο προϋπολογισμό μας πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 % του ΑΕΠ, για πληρωμή των τοκοχρεολυσίων . Ουσιαστικά, πρόκειται για υπέρογκο ποσό, που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για άλλες δαπάνες. Εντούτοις η μικρή Ελλαδίτσα, ματώνοντας, καταφέρνει και ανανεώνει τους εξοπλισμούς της ( βελτίωση των F 16, γαλλικές φρεγάτες, κλπ.). Αλλά όσα κι αν ξοδεύουμε γι’ αυτό το σκοπό μένουμε πάντα πίσω, έναντι της γείτονός μας.
Εν πάση περιπτώσει όσον αφορά τις ένοπλες δυνάμεις μας , η κυβέρνηση πράττει το σωστό. Μόνο που αυτό δεν φθάνει.
Επειδή η δύναμη κρούσης του στρατού μας είναι μεγάλη και αδιαμφισβήτητη, θα πρέπει να βγει η ελληνική κυβέρνηση και να ανακοινώσει ότι σε περίπτωση πολέμου, η ζημιά που θα γίνει στην Τουρκία , θα είναι πολλή μεγάλη. Ας αναλογιστεί η ηγεσία της, αν αξίζει τον κόπο να μας επιτεθεί. Εμείς , έτσι ή αλλιώς σε μια τέτοια περίπτωση θα είμαστε οι αμυνόμενοι. Κατά συνέπεια ό,τι κι αν συμβεί σ’ εμάς δεν θα είμαστε οι υπαίτιοι. Πέραν τούτου η ελληνική ιστορία βρίθει από αγώνες του ελληνικού έθνους απέναντι σε πιο ισχυρούς αντιπάλους μας.
Όμως προς ενίσχυση των δυνάμεών μας, χρειαζόμαστε συμμαχίες. Η πρώτη κίνηση προς αυτόν το σκοπό είναι η διεύρυνση της συνεργασίας με τις ΗΠΑ. Αν υπάρχουν ισχυρές αμερικανικές δυνάμεις εντός της Ελλάδας, οι Τούρκοι θα το σκεφθούν πολλές φορές, αν θα χτυπήσουν τους Έλληνες. Όταν ήταν να επιτεθούν τους Κούρδους στη Συρία, οι Τούρκοι στρατιωτικοί ιθύνοντες , είχαν διαλαλήσει πως θα χτυπούσαν τους τρομοκράτες (Κούρδους) , ανεξάρτητα , αν βρισκόταν δίπλα τους Αμερικανοί στρατιώτες. Αυτό βέβαια ειπώθηκε , γιατί οι Αμερικανοί εκεί ήταν όλοι κι όλοι 1.000 άτομα, χωρίς αεροπλάνα , πλοία και αεροπλανοφόρα.
Οι επαφές με το Ισραήλ και την Αίγυπτο μέχρι σήμερα ήταν οικονομικού χαρακτήρα, όμως αυτές τις μέρες δημοσιεύθηκε πως οι του Ισραήλ και της Αιγύπτου αποφάσισαν να προχωρήσουν από κοινού με εμάς, σε στρατιωτικά γυμνάσια. Αυτό είναι μια σημαντική είδηση, γιατί το Ισραήλ είναι πυρηνική δύναμη.
Ακόμη, οφείλουμε να συζητήσουμε με τη Βουλγαρία, η οποία έχει ίσως μεγαλύτερο πρόβλημα , απ’ όσο εμείς, με την Τουρκία, καθόσον οι Τούρκοι στη χώρα αυτή αποτελούν το τέταρτο κόμμα στη βουλή και είναι 800 χιλιάδες περίπου, με δύο εκατομμύρια Τούρκους – Βούλγαρους, που ζουν στην Τουρκία από την εποχή του κομμουνισμού και τώρα θέλουν να γυρίσουν πίσω.
Ακολουθούν Αρμενία, Γεωργία, Ασερμπαϊτσάν και Ιράκ , που συνορεύουν με την Τουρκία, αφού ο Ερντογάν το έβαλε πείσμα να κάνει τη χώρα του πάλι αυτοκρατορία, όπως ήταν η Οθωμανική.
Επίσης οφείλουμε να προσκολλήσουμε τάχιστα στην δημιουργούμενη ευρωπαϊκή δύναμη, που ανέπτυξαν οι Γερμανοί, Ολλανδοί και Τσέχοι.
Καταλήγοντας λέμε ότι τους αγενείς και τους άλογους δεν μπορεί κανείς να τους αντιμετωπίσει με λογική κι ευγένεια. Αυτοί χρειάζονται και καταλαβαίνουν μόνο την ίδια γλώσσα και τους ίδιους τρόπους συμπεριφοράς, που αυτοί χρησιμοποιούν