Το περιφερειακό και παγκόσμιο περιβάλλον και οι σταθερές στη βάση των οποίων διαμορφώθηκαν ορισμένες βασικές επιλογές της εξωτερικής πολιτικής αλλάζουν ραγδαία. Καταρρέουν. Και το ερώτημα είναι κατά πόσον οι αλλαγές αυτές θα συμπαρασύρουν / επηρεάσουν την Ελλάδα.
Η χώρα μας βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη με την απειλή της περιφερειακής και παγκόσμιας αστάθειας ιδιαίτερα μετά και την άστοχη απόφαση της Γαλλίας να μπλοκάρει την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με Β. Μακεδονία και Αλβανία, παρά τις προηγούμενες σχετικές υποσχέσεις της. Αντιμέτωπη και με την άνοδο της Ρωσίας ως βασικού παίκτη στη Μ. Ανατολή (και της Τουρκίας;) τη στιγμή που ο Economist (19-25 Οκτωβρίου) ρωτά: «Ποιος μπορεί να εμπιστευθεί την Αμερική του Τραμπ;», μετά την απόφασή του να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τη Β. Συρία, να ανοίξει τον δρόμο για την εισβολή της Τουρκίας εγκαταλείποντας έτσι τους μέχρι τότε συμμάχους τους, τους Κούρδους. Η απάντηση: κανένας. Κανένας, εκτός ίσως από την Ελλάδα και την Κύπρο, χώρες που εμφανίζονται να μεγαλοποιούν τη σημασία διάφορων δηλώσεων αμερικανών αξιωματούχων σχετικά με τα προβλήματα και τις εντάσεις στην περιοχή. Ωστόσο Ελλάδα και Κύπρος σκόπιμο είναι να κατανοήσουν τις βαθύτερες τάσεις και τα δεδομένα που έχουν αναδειχθεί κυρίως από τις μονομερείς ενέργειες της Ουάσιγκτον για να έχουν μια περισσότερο ισόρροπη στρατηγική. Και ένα κυρίαρχο δεδομένο είναι η αποσάθρωση του διεθνούς συστήματος θεσμών και κανόνων που έχει επιφέρει η ασκούμενη αμερικανική πολιτική. Με αποτέλεσμα αυτό που κυριαρχεί να είναι η ανασφάλεια και αναρχία στη διεθνή σκηνή, φαινόμενα όμως που εκδηλώνονται εντονότερα στην άμεση περιοχή μας (και η εξόντωση του ηγέτη του Ισλαμικού Κράτους, όσο σημαντική κι αν είναι, δεν αλλάζει τη συνολική εικόνα).
Η αποσάθρωση εκφράζεται πρώτα απ’ όλα στην αδυναμία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ να παρέμβει αποτελεσματικά για την πρόληψη και επίλυση οποιασδήποτε κρίσης με πλέον χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της Συρίας. Εκδηλώνεται επίσης και με τη σχεδόν ολική κατάρρευση του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος, με τους εμπορικούς πολέμους – που κυρίως ξεκινούν από την Ουάσιγκτον – να πολλαπλασιάζονται, διεθνείς συνθήκες να καταπατώνται (Ιράν – JCΡΟΑ), συγκρούσεις να αυξάνονται. Το αποτέλεσμα είναι ότι σε αυτό το καθεστώς ανασφάλειας και οιονεί αναρχίας τείνει να κυριαρχεί το «δίκαιο του ισχυρότερου» παρά το «δίκαιο των κανόνων και θεσμών».
Βέβαια η εφιαλτική αυτή εξέλιξη είναι εν μέρει και το αποτέλεσμα της ανόδου αυταρχικών ηγετών στις ισχυρότερες χώρες του πλανήτη, από τις ΗΠΑ μέχρι τη Ρωσία, την Κίνα, την Ινδία, την Τουρκία, κ.ά. Ολοι αυτοί περιφρονούν το πολυμερές σύστημα κανόνων και θεσμών που οικοδομήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο καθένας είτε επιστρέφει σε έναν πρωτόγονο εθνικισμό του τύπου «America First» είτε θέλει να οικοδομήσει ένα άλλο σύστημα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του και στις αμφιλεγόμενες αρχές τους. Και ας επισημανθεί εδώ ότι ο νεο-εθνικισμός στην Αμερική δεν είναι ένα πρόσκαιρο φαινόμενο, δεν ήλθε για να φύγει μαζί με τον Τραμπ. Εκφράζει βαθύτερες, δομικές ανακατατάξεις που θα έχουν διάρκεια.
Η Ελλάδα έχει την «τύχη» να ανήκει σε μία από τις λίγες ζώνες δημοκρατίας, δικαίου και σταθερότητας, αυτή της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και την «ατυχία» ταυτόχρονα να είναι στο εξωτερικό και ασταθές όριο αυτής της ζώνης. Και ως εκ τούτου να είναι αρκετά ευάλωτη στο εκχύλισμα των συνεπειών της αστάθειας αλλά και της επικράτησης της λογικής του δικαίου του ισχυρού (μεταναστευτικές – προσφυγικές ροές, παραβατικότητα Τουρκίας, κ.λπ.).
Και ίσως η αστάθεια, η ανασφάλεια, η οιονεί αναρχία αθροιστικά καταστούν (εάν δεν έχουν καταστεί ήδη) ως μία από τις ισχυρότερες απειλές για τη χώρα με νέο περιεχόμενο στα επόμενα χρόνια. Γι’ αυτό ακριβώς επιβάλλεται η χάραξη μιας διορατικής μακροχρόνιας στρατηγικής για την αποτροπή των απειλών αυτών και κινδύνων που εγκυμονούν.
Να κάνει, με άλλα λόγια, τις σωστές «στρατηγικές επενδύσεις» ασφάλειας και σταθερότητας για το μέλλον και να μην αυταπατάται με δήθεν αλλότριες συμμαχίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει και να τις αγνοήσει. Και μια σωστή στρατηγική λέγει ότι (α) η ζώνη σταθερότητας στην οποία ανήκει θα πρέπει να ενισχυθεί ουσιαστικά και (β) στο μέτρο του δυνατού θα πρέπει να επεκταθεί ώστε η Ελλάδα να μην αποτελεί το εξωτερικό της όριο που εφάπτεται με την αστάθεια.
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα οφείλει να εργασθεί για την ενίσχυση των δομών, πολιτικών και μέσων της Ευρωπαϊκής Ενωσης που θα επιτρέψουν στην τελευταία να ασκήσει πολύ πιο αποτελεσματικά τον σταθεροποιητικό της ρόλο – ή με άλλα λόγια η Ενωση να αναπτύξει κοινή αμυντική πολιτική και κοινή άμυνα με όλα τα στοιχεία – ως συλλογικού συστήματος ασφάλειας (έστω ως μορφή «διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης» με τη σύμπραξη περιορισμένου αριθμού κρατών-μελών).
Αυτός θα πρέπει να είναι ένας κεντρικός στρατηγικός στόχος της χώρας για τα επόμενα χρόνια στην ΕΕ. Για την επέκταση της ζώνης σταθερότητας η Ελλάδα οφείλει να στηρίξει πολύ πιο ενεργά τη διεύρυνση της Ενωσης (με τις χώρες των Δ. Βαλκανίων και όταν και εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν με την Τουρκία. Ας μην τη θεωρήσουμε εντελώς χαμένη περίπτωση). Το μπλοκάρισμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με Β. Μακεδονία και Αλβανία αποτελεί μια μυωπική απόφαση που πρέπει να ανατραπεί σύντομα. Και εδώ η Ελλάδα μπορεί να έχει λόγο και ρόλο.
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του FEPS.