Τη στιγμή που η τουρκική απειλή κατά της χώρας μας έχει λάβει νέες επικίνδυνες διαστάσεις, με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εκτός ελέγχου να έχει ανοίξει ταυτόχρονα όλα τα μέτωπα αντιπαράθεσης, εμείς εδώ συνεχίζουμε να ασχολούμεθα με τα Σκόπια, για λόγους καθαρά κομματικής αντιδικίας με στόχο την ψηφοθηρία.
Το γεγονός αυτό έρχεται να επιβεβαιώσει για μία ακόμη φορά ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική λειτουργεί υπό τη μέγγενη των εσωτερικών πολιτικών σκοπιμοτήτων, οδηγώντας έτσι σε κοντόφθαλμες αποφάσεις, οι οποίες αδυνατούν να συλλάβουν ότι το γενικότερο εθνικό συμφέρον υπερτερεί του κομματικού. Με αποτέλεσμα να βαλτώνουν επί χρόνια χωρίς προοπτική επίλυσης όλα τα γνωστά εθνικά μας θέματα, καθώς αυτό που καθορίζει την τύχη τους είναι τελικά το πολιτικό κόστος. Ετσι, κάθε προσπάθεια ενός συχνά αναπόφευκτου συμβιβασμού καταγγέλλεται ως εθνική προδοσία.
Ετσι συνέβη και με την περιώνυμη συμφωνία με τα Σκόπια. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν θέλησε προτού καταλήξει στη συμφωνία αυτή να έλθει σε μια στοιχειώδη συνεννόηση με τη ΝΔ (η οποία ήδη από το 2008 είχε συμφωνήσει σε λύση με γεωγραφικό προσδιορισμό) ώστε να δημιουργηθεί ένα αναγκαίο εθνικό μέτωπο, για να αποφευχθούν όσα αρνητικά ακολούθησαν. Γνωρίζοντας ότι ο μετριοπαθής Κυριάκος Μητσοτάκης αντιμετώπιζε πρόβλημα με τη δεξιά του πτέρυγα, βρήκε την ευκαιρία να επιχειρήσει να διασπάσει την ενότητα της ΝΔ, μετατρέποντας έτσι ένα ζήτημα εθνικής σημασίας σε αντικείμενο έντονης κομματικής αντιδικίας. Και είναι αυτή η κομματική αντιδικία που συνεχίζεται, δυστυχώς και σήμερα, μετά το γνωστό βέτο κατά της ένταξης των Σκοπιών στην ΕΕ. Μια απόφαση που χαρακτηρίστηκε ήδη ως «ιστορικό λάθος», καθώς υπονομεύει τη σταθερότητα στην ευαίσθητη περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων.
Είναι η περιοχή που επιβουλεύονται ευθέως τόσο η Ρωσία όσο και η Τουρκία και γι’ αυτό παραμένει ανεξήγητο γιατί η ΕΕ έκλεισε την πόρτα της ένταξης, ενώ θα μπορούσε να ξεκινήσει τουλάχιστον τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων με ανοικτό το τέλος τους. Τώρα υπάρχει ο κίνδυνος να επικρατήσουν στα Σκόπια οι γνωστοί αδιάλλακτοι εθνικιστές και να τιναχθούν όλα στον αέρα. Αν η Ελλάδα ήταν μια κανονική χώρα θα έπρεπε να τεθεί επικεφαλής της προσπάθειας για την ένταξη της Β. Μακεδονίας και της Αλβανίας στην ΕΕ, ώστε να ασφαλίσει τα βόρεια σύνορά της (όπως έκανε στο παρελθόν με τη Βουλγαρία) και να μπορέσει απερίσπαστη να ασχοληθεί με την πραγματική απειλή στα ανατολικά της σύνορα. Αλλά πού μυαλό για τέτοιες σκέψεις όταν αυτό που προέχει είναι το κομματικό συμφέρον!