Το τραπεζικό ζήτημα εξελίσσεται σε μείζον πρόβλημα για την οικονομία, την κοινωνία και την κυβέρνηση βεβαίως. Η χαίνουσα πληγή των «κόκκινων» δανείων απειλεί τους πάντες και τα πάντα.
Η καθυστέρηση διαχείρισής τους, η αδυναμία των πιστωτικών ιδρυμάτων να οργανώσουν μια αποτελεσματική επιχείρηση ανάκτησης έστω μέρους αυτών, σε συνδυασμό με την πίεση που δέχονται από το διπλό πρόβλημα της έλλειψης κεφαλαίων και των ισχνών εσόδων τους, διαμορφώνουν εκρηκτικές συνθήκες.
Νέα έσοδα πέρα από τις προμήθειες δεν υπάρχουν για τις ελληνικές τράπεζες, νέα δάνεια δεν μπορούν να δώσουν, οι ξένοι απαιτούν ταχεία εξυγίανση, το σχέδιο «Ηρακλής» που προεβλήθη ως πανάκεια φαντάζει λειψό και αδύναμο και το πλήθος των υπερχρεωμένων δανειοληπτών είτε δεν ανταποκρίνεται είτε δεν δύναται να ανταποκριθεί.
Και επιπλέον τα διεθνή funds που αγόρασαν κοψοχρονιά σημαντικό μέρος των «κόκκινων» δανείων και φιλοδοξούν να αγοράσουν κι άλλα επιτίθενται κατά τρόπο εξοργιστικό, λειτουργούν απόλυτα κερδοσκοπικά, ως άλλα κοράκια και σύγχρονοι μαυραγορίτες, ζητώντας το 100% της οφειλής που αγόρασαν με 5% ή και 10%!
Ηδη η πίεση που ασκείται σε πλήθος υπερχρεωμένων νοικοκυριών είναι αφόρητη και όπως όλα δείχνουν το επόμενο διάστημα θα ενταθεί έτι περαιτέρω.
Οπως μεταφέρουν αρμόδια τραπεζικά στελέχη, τους επόμενους μήνες οι τράπεζες και οι ενδιάμεσες εισπρακτικές θα εφορμήσουν στην κυριολεξία πάνω στο σώμα των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και επιχειρήσεων εφαρμόζοντας μέτρα και πρακτικές αναγκαστικής είσπραξης, οι οποίες θα ξεκινούν από ενημερώσεις και εξώδικα και θα φθάνουν σε διαταγές πληρωμής, εξώσεις και πλειστηριασμούς.
Ολοι μπορούν να φανταστούν τι θα συμβεί και τι ατμόσφαιρα εντάσεων και συγκρούσεων θα επικρατήσει. Αν, όπως φαίνεται, περισσέψει η αναλγησία και επικρατήσουν συνθήκες κερδοσκοπικής επέλασης από απρόσωπες και εν πολλοίς μη νομιμοποιημένες στη συνείδηση των πολιτών εισπρακτικές εταιρείες, τα πράγματα θα ξεφύγουν και θα θυμίζουν γεγονότα σαν κι αυτά που έζησε πριν από λίγα χρόνια η Ισπανία, όπου πάμπτωχοι υπερδανεισμένοι πολίτες πηδούσαν από τα μπαλκόνια των σπιτιών τους μη αποδεχόμενοι την έξωση που απαιτούσαν οι εισπρακτικές.
Ποιος άραγε θα αντέξει εδώ ανάλογα γεγονότα και όσα πιθανώς ακολουθήσουν αυτά;
Επίσης, πώς μπορούν να δικαιολογηθούν κερδοσκοπικές απαιτήσεις όταν όλοι γνωρίζουν ότι τα δάνεια πουλήθηκαν έναντι πινακίου φακής και διεκδικείται το όλον;
Από τη στιγμή που οι τράπεζες, ανεξαρτήτως πώς, πούλησαν τα δάνειά τους σε τιμές εξευτελιστικές, το ηθικό μέρος της απαίτησης έχει καμφθεί, δεν μπορεί να μείνει άθικτο και ακέραιο.
Θα γινόταν πιθανώς ανεκτό αν προσαρμοζόταν αναλόγως, αν δηλαδή προβλεπόταν ένα εύλογο κέρδος και όχι 20 φορές πάνω από όσα πλήρωσε για να αποκτήσει το δικαίωμα διεκδίκησης των οφειλομένων. Και ας γνωρίζουν οι υπεύθυνοι ότι κάποια κυβέρνηση θα μπει στον πειρασμό να θέσει τέτοια εύλογα όρια αν απειληθεί η κοινωνική ειρήνη και κινδυνεύσει να καεί ο τόπος.
Η διαχείριση του κοινωνικού, πια, προβλήματος απαιτεί μέτρο και μέθοδο, ώστε να διευκολύνει και να μη στραγγαλίζει τους ήδη χειμαζόμενους πολίτες.
Ιδιαιτέρως εκείνους που δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίναι.