Πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Black Gold» των αγαπημένων στο ελληνικό κοινό Editors, μια συλλογή με τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους η οποία περιλαμβάνει τρία ολοκαίνουργια τραγούδια: το «Upside Down», το «Frankenstein» και το ομώνυμο, εξόχως δραματικό, κομμάτι. Το δημοφιλές συγκρότημα από τη Βρετανία ανακοίνωσε επίσης πρόσφατα ότι θα πραγματοποιήσει ευρωπαϊκή περιοδεία στις αρχές του επόμενου έτους. Όπως ήταν φυσικό, μεταξύ των χωρών που θα επισκεφτούν βρίσκεται και η Ελλάδα: θα εμφανιστούν στις 27 Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη στο Principal Theatre και στις 28 Μαρτίου στην Αθήνα στο γήπεδο Tae Kwon Do. Το Βήμα μίλησε με τον ντράμερ της μπάντας Εντουαρντ Λέι για την πορεία τους μέχρι σήμερα και για τις μεγάλες αλλαγές στη μουσική βιομηχανία.
14 χρόνια μετά το ντεμπούτο σας στη δισκογραφία κυκλοφορείτε ένα best of. Πώς πήρατε αυτή την απόφαση;
«Ξέρετε, στην αρχή ήμασταν όλοι προβληματισμένοι γιατί η κυκλοφορία ενός best of σε κάνει να νιώθεις γέρος και κανείς δεν θέλει να αισθάνεται έτσι. Η διαδικασία επιλογής των τραγουδιών μας έδωσε ωστόσο την ευκαιρία όχι μόνο να αναλογιστούμε τι έχουμε κάνει και να το γιορτάσουμε αλλά και να μπούμε στη διαδικασία να γράψουμε μερικά καινούργια τραγούδια και να τα κυκλοφορήσουμε γρήγορα. Καταλαβαίνει δηλαδή κανείς ακούγοντάς το “Black Gold” τι μας έκανε την μπάντα που είμαστε αλλά και πού ακριβώς βρισκόμαστε σήμερα».
Δεν είχατε δηλαδή κάνει απολογισμό μέχρι σήμερα;
«Καμιά φορά οι τρέχουσες υποχρεώσεις και οι απαιτήσεις της καθημερινότητας μονοπωλούν τον χρόνο σου και δεν έχεις τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσεις τι έχει καταφέρει. Εχουμε ζήσει τόσες μοναδικές εμπειρίες τις οποίες άλλα απλώς ονειρεύονται: από τις χώρες στις οποίες έχουμε παίξει μέχρι το γεγονός ότι βρεθήκαμε στην ίδια σκηνή με τα είδωλά μας, τους REM ή τους The Cure, για παράδειγμα».
Για τα δεδομένα της εποχής θεωρείστε μακρόβια μπάντα. Τι ήταν αυτό που σας έκανε ανθεκτικούς στο πέρασμα του χρόνου;
«Πάντα λαμβάναμε τις αποφάσεις που θα είχαν κοινό όφελος και σεβόμασταν τη γνώμη κάθε μέλους του συγκροτήματος. Γνώμονάς μας ήταν ανέκαθεν η βελτίωσή μας, όχι το να γίνουμε πιο διάσημοι ή επιτυχημένοι. Απείχαμε πολύ συνειδητά από το παιχνίδι της δημοσιότητας και διεκδικήσαμε τη δημιουργική ελευθερία μας χωρίς να συμβιβαστούμε δουλεύοντας, π.χ., με συνεργάτες που δεν εκτιμούσαμε».
Το γεγονός ότι μεγαλώσατε στο Μπέρμινγχαμ πόσο καθοριστικό ρόλο έπαιξε όσον αφορά τη μουσική σας;
«Αυτή η πόλη κουβαλούσε τόσο έντονα το βιομηχανικό παρελθόν της και τώρα έχει εξελιχθεί σε μια ενδιαφέρουσα πολυπολιτισμική κοινωνία. Δεν πρόκειται για το πιο όμορφο μέρος στον κόσμο, και νομίζω πως οι ντόπιοι το γνωρίζουν και γι’αυτό αισθάνονται μια ταπεινότητα. Το είχαμε κι εμείς αυτό το στοιχείο στο ξεκίνημά μας. Γνωρίζαμε πως αν θέλαμε να ξεχωρίσουμε στο ανταγωνιστικό τοπίο της μουσικής θα έπρεπε να γίνουμε πάρα πολύ καλοί».
Εχετε αλήθεια κάποιο αγαπημένο κομμάτι στο άλμπουμ;
«Δεν ξέρω αν έχει σημασία μια τέτοια επιλογή σήμερα που ο καθένας μπορεί να φτιάξει τη λίστα του στο Spotify με τα αγαπημένα του. Μου αρέσουν οι ακουστικές εκδοχές κάποιων από τα τραγούδια, δημιουργούν πολύ διαφορετικά συναισθήματα σε σχέση με τις αρχικές εκτελέσεις, και ξεχωρίζω το “Let Your Good Heart Lead You Home” που ήταν b-side σε ένα τραγούδι από τον πρώτο μας δίσκο. Το ηχογραφήσαμε μαζί με κάποια μέλη των Elbow – ο τρόπος που δημιουργήθηκε και ηχογραφήθηκε υπήρξει καθοριστικός για το modus operandi μας. Πρόκειται για ένα πάρα πολύ σημαντικό τραγούδι στην πορεία μας και χαίρομαι πολύ που βρήκε μια θέση στον δίσκο».
Μια και αναφέρατε το Spotify, πώς σας φαίνεται η κατάσταση της μουσικής βιομηχανίας σήμερα;
«Όταν ξεκινούσαμε εμείς η στήριξη από το ραδιόφωνο και η περιοδεία που κάναμε με τους Franz Ferdinand μας βοήθησαν να μας μάθει το λεγόμενο μεγάλο κοινό. Σήμερα δεν είναι απαραίτητα όλα αυτά αλλά πραγματικά δεν έχω ιδέα πως ξεχωρίζουν οι νέοι καλλιτέχνες. Το να μη χρειάζεται να ανήκεις σε δισκογραφική εταιρεία και να μπορείς να κυκλοφορήσεις μόνος σου τη μουσική σου δεν μου φαίνεται κακό. Αν είσαι έξυπνος και δουλέψεις σκληρά νομίζω πως κάτι θα καταφέρεις».