Ο λαϊκισμός, όπως οι βασικότερες έννοιες στις κοινωνικές επιστήμες, έχει έναν πολυσημικό χαρακτήρα. Για αυτόν τον λόγο είναι σχεδόν αδύνατο να αναλύσει κανείς το φαινόμενο εν γένει, δηλαδή χωρίς να το εντάξει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο: γεωγραφικό (οι Ναρόντνικοι στη Ρωσία, οι λαϊκιστές τύπου Περόν στη Λατινική Αμερική), θεσμικό (θρησκευτικό, πολιτικό, πολιτισμικό), χρονικό (προνεωτερικό, πρώιμο νεωτερικό, υστερο-νεωτερικό).
Η παγκοσμιοποίηση και οι τρεις κρίσεις
Σε αυτό το κείμενο θα ασχοληθώ με έναν τύπο λαϊκισμού που πήρε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά την περίοδο του ανοίγματος των παγκόσμιων αγορών στη δεκαετία του ’80. Ανοιγμα που οδήγησε ραγδαία όχι στην εμφάνιση, αλλά στην κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Είναι σε αυτή την περίοδο που το κράτος, αντίθετα με την περίοδο 1945-1975, δεν μπορούσε πια να ελέγξει το κεφάλαιο εντός των εθνικών συνόρων. Κάθε προσπάθεια σοβαρού ελέγχου οδηγούσε τις επενδύσεις σε χώρες όπου η φορολογία ήταν εξαιρετικά χαμηλή και οι κυβερνητικοί ή συνδικαλιστικοί έλεγχοι σχεδόν ανύπαρκτοι.
Σε αυτή την περίοδο ο λαϊκισμός απέκτησε χαρακτηριστικά στον κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό χώρο τα οποία οδήγησαν σε μια κατάσταση που κλιμάκωσε λαϊκιστικά κινήματα και ιδεολογίες (αριστερών και δεξιών) σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε αυτή την περίοδο η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και οι παντοδύναμες πολυεθνικές που κυρίως τη χαρακτηρίζουν οδήγησαν πολλές χώρες του κόσμου σε μια ιδιάζουσα κοινωνικοοικονομική, πολιτισμική και μεταναστευτική κρίση. Οι τρεις αυτές αλληλοσυνδεόμενες κρίσεις συγκροτούν σήμερα ένα σύνολο μοναδικό στην ιστορία της νεωτερικότητας.
Πιο συγκεκριμένα, στον κοινωνικό χώρο, για παράδειγμα, οι ανισότητες εκτινάχτηκαν σε πρωτοφανή επίπεδα. Αφού ένας μικρός αριθμός του παγκόσμιου πληθυσμού (1%) ελέγχει ένα πολύ μεγάλο μέρος του παραγόμενου πλούτου. Επιπλέον, αυτή η τεράστια συγκέντρωση οικονομικών πόρων προσανατολίζεται λιγότερο στον αγροτικό και βιομηχανικό χώρο και περισσότερο στον υπερδιογκωμένο χρηματοπιστωτικό τομέα. Τομέα όπου τα κέρδη είναι πολύ υψηλά και η φορολογία είναι εύκολο να αποφευχθεί μέσω των φορολογικών παραδείσων και άλλων ημι-παράνομων μέσων.
Στον πολιτισμικό χώρο, τώρα, οι κερδισμένοι από το παγκόσμιο άνοιγμα των αγορών αρχίζουν να προσανατολίζονται προς έναν λιγότερο «πατριωτικό» και περισσότερο «κοσμοπολιτικό» τρόπο ζωής (Ulrich Beck, 2006). Ενώ οι χαμένοι αντιμετωπίζουν όχι μόνο μια κοινωνικοοικονομική αλλά και ταυτοτική κρίση. Αφού η εθνότητα και η εθνική/λαϊκή κουλτούρα υποσκάπτονται.
Υπάρχει βέβαια και η μεταναστευτική/προσφυγική κρίση (κυρίως, αλλά όχι μόνο, στην ΕΕ). Ανθρωποι που η ζωή τους κινδυνεύει από πολέμους ή από την απόλυτη φτώχεια στρέφονται απεγνωσμένα στις πλούσιες, ανεπτυγμένες χώρες. Αυτοί που καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα εμπόδια έχουν να αντιμετωπίσουν τους εγχώριους χαμένους από την παγκοσμιοποίηση που βλέπουν την εθνική τους ταυτότητα να απειλείται όχι μόνο από τον κοσμοπολιτισμό εκ των άνω, αλλά και από την πολυπολιτισμικότητα από τα κάτω. Δηλαδή από τις διάφορες κουλτούρες των εισερχομένων. Κουλτούρες που αλλοιώνουν την «καθαρότητα» της εθνικής κουλτούρας.
Η νέα λαϊκιστική κινητοποίηση
Ο συνδυασμός της κοινωνικοοικονομικής, ταυτοτικής και μεταναστευτικής κρίσης (που εντάθηκε ακόμα περισσότερο με την παγκόσμια κρίση του 2007/8) αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για χαρισματικούς, λαϊκιστές ηγέτες να κινητοποιήσουν τους χαμένους από την άρθρωση των παραπάνω κρίσεων. Ετσι παρατηρούμε την αναζωογόνηση προϋπαρχόντων λαϊκισμών (π.χ. Γαλλία, Ιταλία) και τη δημιουργία ή ραγδαία ανάπτυξη νέων λαϊκιστικών δυνάμεων (από τη Σκανδιναβία μέχρι τη Γερμανία). Δυνάμεων που στοχεύουν στην αποπαγκοσμιοποίηση, στην επιστροφή της αυτονομίας του κράτους-έθνους και στην κατασκευή τειχών που θα εμποδίσουν την είσοδο νέων μεταναστών που, μεταξύ άλλων, θα υποσκάψουν παραπέρα τη δυτική κουλτούρα και τον δυτικό τρόπο ζωής. Βέβαια, και οι τρεις αυτοί στόχοι είναι αδύνατον να υλοποιηθούν. Η παγκοσμιοποίηση μπορεί να αλλάξει χαρακτήρα, αλλά δεν πρόκειται να υποχωρήσει. Η επιστροφή στην αυτονομία του έθνους-κράτους είναι εξίσου αδύνατη. Ενώ οι παγκόσμιες μεταναστευτικές ροές θα συνεχίσουν να εντείνονται. Ολα όμως τα παραπάνω δεν εμποδίζουν ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού να στρέφεται προς τα λαϊκιστικά κόμματα που σήμερα υπόσχονται αλλαγές οι οποίες είναι αδύνατον να υλοποιηθούν.
Παλαιοί και νέοι λαϊκισμοί
Συμπερασματικά, στην ύστερη μεταπολεμική περίοδο ο συνδυασμός των τριών κρίσεων που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο δικαιολογεί τον όρο «ύστερος λαϊκισμός». Γιατί εξηγεί σε έναν σημαντικό βαθμό τη ραγδαία εξάπλωση του φαινομένου και τις αλλαγές σε έναν λαϊκιστικό λόγο που αντιτίθεται συγχρόνως στην παγκοσμιοποίηση, στις ανισότητες και στην πολυπολιτισμικότητα. Είναι ακριβώς αυτός ο συνδυασμός που υποσκάπτει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία που πολλοί νόμιζαν πως μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης θα κυριαρχήσει παγκόσμια (Francis Fukuyama, 1992).
Βέβαια, μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως το επίθετο «ύστερος» δεν δικαιολογείται. Αφού και παλαιότεροι λαϊκισμοί βασίζονταν στην εναντίωσή τους στις ανισότητες, στους μετανάστες και στον κοσμοπολιτισμό των ελίτ. Κατά τη γνώμη μου όμως το επίθετο «ύστερος» δικαιολογείται γιατί ο συνδυασμός των τριών κρίσεων, στον οποίο το άρθρο αναφέρεται, έχει άμεση σχέση με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και, πιο συγκεκριμένα, με το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών από το τέλος της δεκαετίας του ’80 μέχρι σήμερα.
Είναι σε αυτό το συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο που παρατηρούμε όχι μόνο ποσοτικές αλλά και ποιοτικές διαφορές μεταξύ των πριν από την τωρινή παγκοσμιοποίηση λαϊκισμών και του σημερινού λαϊκισμού που εξαπλώνεται ραγδαία σε παγκόσμιο επίπεδο. Για παράδειγμα, στο επίπεδο της λαϊκιστικής ιδεολογίας οι παλαιοί λαϊκισμοί εστίαζαν στον διαχωρισμό μεταξύ λαού και κατεστημένου. Ενώ ο τωρινός λαϊκισμός δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην ταυτοτική και μεταναστευτική κρίση που συνδέεται άμεσα με τον τύπο της παγκοσμιοποίησης που ξεκίνησε στη δεκαετία του ’80.
Κλείνοντας, δεν χρειάζεται να τονίσω πως όσο υφίσταται η υπερβολική ελευθερία των αγορών οι οποίες δεν ελέγχονται από παγκόσμιους ισχυρούς πολιτικούς μηχανισμούς, οι τάσεις του ύστερου λαϊκισμού θα εξακολουθούν να εντείνονται.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE.