Ετοιμαζόμουν να κλείσω αυτή την άχαρη συζήτηση σχετικά με τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στα Σχολεία μας, όταν διάβασα την ετήσια έκθεση της Κομισιόν για την κατάσταση της καθόλου ελληνικής παιδείας. Αυτό λοιπόν που μάθαμε, αγκαλά πολλοί το γνωρίζαμε, αλλά κάναμε τους ανήξερους, είναι ότι οι έλληνες μαθητές υστερούν στην ανάγνωση σε ποσοστό 27,3%, έναντι 19,7% του ευρωπαϊκού μέσου όρου! Το 2009 το αντίστοιχο ποσοστό των ελλήνων μαθητών που υστερούσαν στην ανάγνωση ήταν κάπως καλύτερο από το σημερινό: 21,3%. Αφού λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα (εκτός αν το καθ’ ύλην υπουργείο διαθέτει άλλα στοιχεία) τι να τα κάνουμε τα έρμα τα Αρχαία; Γενικά τα κλασικά Γράμματα. Τι μας χρειάζεται το «Τι τηνικάδε αφίξαι, ω Κρίτων;» ή το «Ω κοινόν αυτάδελφον Ισμήνης κάρα;».

Παραταύτα αν κάποιος θέτει ή ανακινεί ένα ζήτημα, και μάλιστα με δραματικό τόνο (όπως φοβάμαι ο δικός μου!), οφείλει να προτείνει τις δικές του λύσεις. Τις όποιες νομίζει ότι διαθέτει. Αλλιώς δεν έχει νόημα να λέμε και να ξαναλέμε πράγματα γενικά ή αόριστα.

Οι όποιες προτάσεις μου για τη διδασκαλία Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στη Μ.Ε. είναι ήδη γνωστές εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Εχουν διατυπωθεί στις στήλες της ίδιας εφημερίδας, του «Βήματος». Να τις επαναδιατυπώσω κομμάτι επικαιροποιημένες.

1Αν σώνει και καλά το υπουργείο Παιδείας και, προφανώς, αν γονείς και κηδεμόνες έχουμε την άποψη ότι οι ελληνόπαιδες πρέπει (για όποιους χ λόγους) να διδαχθούν και να μάθουν σε ένα ικανοποιητικό βαθμό Αρχαία Ελληνικά, Λατινικά και προφανώς Νέα Ελληνικά, τότε ας γνοιαστούμε αυτά τα μαθήματα. Πράγμα που σημαίνει ότι αυτά τα μαθήματα θα πρέπει να διδάσκονται με σεβασμό, με προσοχή, επιμελώς όπως λ.χ. η Χημεία, τα Μαθηματικά, η Φυσική. Αν βέβαια και αυτά διδάσκονται όντως με τρόπο σοβαρό και αποτελεσματικό… Οταν το 27,3% των μαθητών μας δυσκολεύεται να συλλαβίσει ή να αναγνώσει ένα κείμενο, τότε τι να την κάνουμε την επαναστατική κοινωνιολογία, που λέει ο λόγος. Ακόμη χειρότερα: όταν «μεταφράζουμε» Παπαδιαμάντη και Βιζυηνό, προκειμένου να τους διδάξουμε, ή να τους διαβάσουμε, ποιος ο λόγος να ασχοληθούμε με τον Πλάτωνα ή τον Σοφοκλή; Αν λοιπόν αποφασίσουμε να διδάξουμε τη γλώσσα μας και στη συνέχεια τα κείμενά μας, αρχαία ή νέα, να το κάνουμε τίμια. Σοβαρά. Αυστηρά.

2Δεν είμαι εναντίον των Φροντιστηρίων. Εχω διδάξει κι εγώ εκεί στα αρχαία χρόνια. Εχω διδάξει και σε σοβαρά Ιδιωτικά Σχολεία σε μια εποχή όπου παράλληλα εργαζόμουν στη Μ. Εκπαίδευση. Τότε, ω του θαύματος, μία των ημερών ηνεώχθησαν οι οφθαλμοί μου καθώς συνειδητοποίησα ότι στο δημόσιο Σχολείο ήμουν κομμάτι χαλαρός, ενώ στο Ιδιωτικό ήμουν πολύ αυστηρός, πολύ προσεκτικός με τον εαυτό μου και με τους μαθητές μου! Τι δηλοί αυτό; Οτι στα Φροντιστήρια φαίνεται πως προσέχουν περισσότερο τόσο οι διδασκόμενοι όσο και οι διδάσκοντες. Είναι το χρήμα, βλέπετε. Ναι, όμως τα Φροντιστήρια της γειτονιάς δεν είναι εκπαιδευτήρια, δεν είναι χώροι παιδείας, εκπαίδευσης, διαλόγου. Είναι χώροι επίπονης άσκησης, πεδίον ενός συνεχούς ελέγχου τυποποιημένων «γνώσεων», που ύστερα από λίγο θα εξατμισθούν. Αλλο παιδεία και εκπαίδευση, άλλο απομνημόνευση εξεταστέας ύλης.

3Ολες οι προτάσεις για την αναβάθμιση της δημόσιας Παιδείας μας, άρα και του πολιτισμού μας, δεν έχουν κανένα λόγο υπάρξεως, καμία ισχύ, καμία χρησιμότητα αν ο βαθμός δυσκολίας, ο βαθμός πειθαρχίας, ο βαθμός προόδου και επίδοσής μας δεν ανέβει. Γίναμε (τάχατες) ένας «μοντέρνος» λαός, πολύ «δημοκρατικός» και (όπως δείχνουν τα θλιβερά Εξάρχεια) πολύ «αναρχικός». Αμποτες να γίνουμε κάποτε λαός κανονικά δημοκρατικός. Ή αν θέλετε, κανονικά αναρχικός. Αλλο συνειδητή αναρχία, απειθαρχία προς το κράτος, ό,τι αυτό σημαίνει, και άλλο πλιατσικολόγημα ιδεών και αναμάσημα ξεπεσμένων «θεωριών». Αλλο ανεξαρτησία και ωριμότητα και άλλο το χαρτζιλίκι του μπαμπά…

4Μπορεί να περάσαμε την εποχή μιας τάχατες σοσιαλιστικής εμπειρίας και διακυβέρνησης. Οτι, δήθεν, κι εμείς εδώ, στην απόληξη των Βαλκανίων, είχαμε μια κάποια πρόταση για τον Νέο, Γενναίο Κόσμο… Τώρα που έληξε το παραμύθι, θα πορευθούμε άραγε σε ορθότερο δρόμο; Θα γίνουν καλύτερα τα εκπαιδευτικά πράγματα, θα αποκτήσουν οι μαθητές περισσότερες, πιο ενδιαφέρουσες γνώσεις μέσα στο διανυόμενο σχολικό έτος 2019-2020 από όσο το 2018-2019, ή το 2017-2018; Δεν έχω και πολλές ελπίδες. Να το διατυπώσω καλύτερα: είμαστε πάρα πολλοί αυτοί που δεν έχουμε πολλές ελπίδες. Ειδικά όσον αφορά την Παιδεία και τα Γράμματά μας. Εδώ στην αρχή της νέας χρονιάς. Μακάρι, όμως, άμποτες να πέσουμε έξω! Τόσο έξω να πέσουμε που να μας πουν οι αρμόδιοι, «Πάλι λάθος! Δάσκαλοι, δασκάλες, καθηγητές, καθηγήτριες. Μα τόσο πια! Ελεος!».

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.