Η υφιστάμενη, κατά το μάλλον ή ήττον, ανεπιθύμητη εξέλιξη που παραπέμπει σε εσχάτως εντεινόμενες ροές πληθυσμιακών ομάδων, που υπό την πίεση πολεμικών συνθηκών και όχι μόνο μετακινούνται μαζικά προς το Αιγαίο, μέσω διαδρόμων που σε μεγάλο βαθμό απηχούν την στρατηγική της Άγκυρας, αναδεικνύει μια εξόχως προβληματική κατάσταση που αναφέρεται στο γεγονός της ανικανότητας, τουτέστιν αδυναμίας, των συγκεκριμένων πληθυσμιακών μουσουλμανικών ομάδων για ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία, αλλά και σε ευρύτερα χριστιανικούς πληθυσμούς.
Το πρόβλημα εν προκειμένω δεν παραπέμπει σε συνήθεις διαδικασίες και δρομολογήσεις δυνατοτήτων, που μπορεί να αναφέρονται εκ πρώτης όψεως σε προγράμματα ενσωμάτωσης, όπως είναι η εργασία ή η εκπαίδευση, δομές και θεσμοί που θα μπορούσαν ενδεχομένως να συμβάλουν σε δημιουργία κοινωνικού πλαισίου ομαλής συμβίωσης, αλλά στην θρησκευτική διάσταση μιας ταυτότητας, του Ισλάμ εν προκειμένω, που ούσα ισχυρή, δεν επιτρέπει σε κανέναν βαθμό την ανάπτυξη διαδικασιών ενσωμάτωσης, πολύ δε περισσότερο, την εμπέδωση μέτρων και συνθηκών κοινωνικής και εθνικής αφομοίωσης.
Η ερμηνευτική αυτή διάσταση παραπέμπει ευθέως στην κατά Μαξ Βέμπερ διά της «Προτεσταντικής Ηθικής» προσδιοριστική συνθήκη των όρων και προϋποθέσεων ενταξιακής ενσωμάτωσης, η οποία αναφέρεται σε καθεστώς ανυπέρβλητης αδυναμίας ένταξης πληθυσμών, φορέων θρησκευτικής διαφορετικότητας και δη κατ’ αντίστιξη του προτεσταντισμού, της ισλαμικής εν προκειμένω θεώρησης του κόσμου.
Η κατά τα ανωτέρω πορεία των πράγματων αναφορικά προς την ένταξη ή μη, παρανόμως ή άλλως πως εισερχομένων πληθυσμιακών ομάδων αλλότριας ή αλλογενούς εθνικής υπόστασης στο κοινωνικό σύνολο, δεν λειτουργεί εν μέσω κοινωνικών ή πολιτικών αυτοματισμών, ευχών, ευσεβών πόθων ή προσδοκιών οικοδόμησης πολυπολιτισμικών κοινωνιών, αλλά επαφίεται στην πολιτιστική διάσταση ενός φαινομένου, που άπτεται του πυρήνα της υπόστασης εθνικών ομάδων και λαών, που είναι η ταυτότητα, που στην προκείμενη περίπτωση εστιάζεται στο θρήσκευμα, του οποίου η ισχύς δεν μπορεί να υπερκεραστεί από πολιτικές τακτικού επιπέδου ως προς την πολιτική και κοινωνική ενσωμάτωση διαφόρων κοινωνικών ομάδων.
Το Ισλάμ εν προκειμένω αντιλαμβάνεται τον κόσμο των κρατών και των οργανωμένων πολιτειών, όχι σε επίπεδο διαχωρισμού εθνικού ή διακρατικού, αλλά αποκλειστικά και μόνο στην αναφορά της θρησκευτικής ταυτότητας μεταξύ μουσουλμάνων και όλων των άλλων.
Η κατά τα ανωτέρω προβαλλόμενη διάσταση δρομολογεί κατά ταύτα συνθήκες ενός πλαισίου οικοδόμησης αυτόνομων μουσουλμανικής υφής κοινωνικοπολιτιστικών λιμναζόντων νησίδων, διάσπαρτων καθ’ άπασα την επικράτεια, με απρόβλεπτο μέλλον σε ότι αφορά στην παρουσία, την δράση και την συνύπαρξη τους στην εκάστοτε χώρα υποδοχής, δεδομένου μάλιστα πως το Ισλάμ συνιστά μια εν είδει ισχυρής πολιτικής ταυτότητας, πολιτισμική προβολή ενός κόσμου απολύτως διαφοροποιημένου και αντιθετικού εν πολλοίς προς τα δυτικά και κατ’ επέκταση ευρωπαϊκά πολιτιστικά πρότυπα.
Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως το Ισλάμ ως ταυτότητα ριζώνει στις συνειδήσεις των πιστών του, διδασκόμενο και καλλιεργούμενο σε μια παιδευτική διαδικασία αρχόμενη από τα πολύ πρώιμα χρόνια της παιδικής ηλικίας των πιστών, όπου η διαπαιδαγώγηση ως ισλαμικός κόσμος σφραγίζει εμπεδούμενη κατά τρόπο πολιτιστικού εξαναγκασμού την κοινωνικοποίηση τους σε όλη την διάρκεια του βίου τους, ανεξαρτήτως σε ποια χώρα βρίσκονται εγκατεστημένοι. Το παράδειγμα μουσουλμανικών μειονοτήτων σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπου ζουν όντας σε μουσουλμανικά γκέτο, χωρίς να έχουν επαφή ή πρόσμιξη στην κοινωνία υποδοχής, είναι χαρακτηριστικό.
Εν κατακλείδι, η Βεμπεριανή θεώρηση της «Προτεσταντικής Ηθικής», που κατά τα ανωτέρω ερμηνεύει τα ζητήματα που άπτονται κοινωνικής και πολιτιστικής ενσωμάτωσης θρησκειών και πολιτισμών, είναι σήμερα πιο επίκαιρη παρά ποτέ.
Ως εκ τούτου η πολιτική ηγεσία της χώρας είναι συναφώς υποχρεωμένη να σχεδιάσει και να αναπτύξει σε τακτικό επίπεδο εκείνες τις απαραίτητες στρατηγικές, που θα επιτρέψουν στην χώρα να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το αναφυόμενο, μείζον, κατά ανωτέρω, διεθνές πρόβλημα των μεταναστευτικών ροών, συνυπολογίζοντας το δεδομένο της αδυναμίας ή ανικανότητας του μουσουλμανικού στοιχείου προς ενσωμάτωση.
Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης – Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών Για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία
Πάντειο Πανεπιστήμιο