Δεν έμεινε τίποτα, δεν άφησαν κάτι, δεν το θυμάται κανείς. Συνηθισμένες φράσεις που δηλώνουν είτε απογοήτευση είτε αποτέλεσμα ανάλυσης μιας πραγματικότητας σε σχέση με το παρελθόν. Είτε πρόκειται για ιδέες είτε για πράξεις είτε για ολόκληρα κινήματα, έχουμε ένα έλλειμμα στο να διακρίνουμε το αποτύπωμά τους, το χνάρι τους και την επιρροή τους. Εχει ατροφήσει αρκετά η ικανότητά μας να συνθέτουμε, να σκεφτόμαστε πέρα από το προφανές, να διακρίνουμε το μικρό, το ελάχιστο, το διαφορετικό ανθάκι που μπορεί να έχει φυτρώσει μέσα σε ένα λιβάδι ομοιόμορφης βλάστησης. Βλέπουμε μόνο αυτό που επικρατεί τελικά και δεν αναγνωρίζουμε ούτε τη συμβολή του «ηττημένου» στο τελικό αποτέλεσμα, αλλά ούτε και τον σπόρο της αμφισβήτησης στη διαμόρφωση εκείνου που επικράτησε τελικά.
Δεν υπάρχει τίποτα που να έχει συμβεί και να είναι σαν να μη συνέβη ποτέ. Ολα – ακόμη και τα εξόχως αρνητικά – έχουν βάλει το λιθαράκι τους στην πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί. Ακόμη και η ακραία πολεμική της πραγματικότητας. Δεν έχουμε εφεύρει ακόμη κανέναν τρόπο να αξιολογούμε τη συμβολή τους αλλά είναι σίγουρα κάπου εκεί και έχουν μερτικό.
Ακριβώς όπως δεν υπάρχουν μόνο τα μεγάλα τραγούδια, οι σπουδαίες στιγμές, τα πανεθνικά σουξέ, αλλά κι εκείνα τα τραγούδια που κάποια στιγμή συγκίνησαν λίγους, όμως κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει πως αυτό ήταν λίγο και κυρίως κανείς δεν μπορεί να μετρήσει την επιρροή τους. Εννοώ πως αυτή η μικρής κλίμακας συγκίνηση μπορεί να πυροδότησε κάτι πολύ μεγαλύτερο που αδυνατούμε να ορίσουμε την ακριβή διαδρομή του και ακόμη μπορεί ένα άγνωστο τραγούδι να έδωσε μία ιδέα σε κάποιον συνθέτη να αναδιατάξει τα υλικά του και να φτιάξει ένα σπουδαίο και αγαπημένο όλων.
Τόσο στην τέχνη όσο και στις μεγάλες τομές και ρήξεις, αλλά και στον μικρόκοσμο της προσωπικής μας ζωής, όλα έχουν τη θέση τους.
Η απογοήτευση είναι το πρώτο εύκολο συναίσθημά μας όταν τα πράγματα δεν γίνονται όπως τα θέλουμε. Η πρώτη σκέψη μας είναι πως χάσαμε, πως δεν αναγνωρίστηκε ο κόπος και ο αγώνας μας, πως δεν επηρεάσαμε κανέναν και τίποτα, πως είναι σαν να μην υπήρξαμε. Ομως ακόμη και τη βοήθεια της Φυσικής αν πάρουμε, καμία ενέργεια δεν εξαφανίζεται, γίνεται κάτι άλλο, μπερδεύεται με κάποια άλλη μεγαλύτερη και εμφανέστερη, δεν μπορούμε εύκολα να την επιμερίσουμε και να της αποδώσουμε τα εύσημα της συμβολής της, αλλά είναι εκεί. Τίποτα από ό,τι έχει συμβεί και υπάρξει δεν ξεγίνεται, και δεν ισούται με μηδέν. Αυτά όλα ίσως ακούγονται ως φτηνές παρηγοριές αλλά ακόμη και αυτή η αίσθηση έχει να κάνει με την άρνηση της αποδοχής πως μπορεί να μην έχουμε γεννηθεί για να αλλάξουμε τον κόσμο, να είμαστε απλά ένας μέσος όρος, αλλά είμαστε μέρος του όλου, μια πολύ μικρή πινελιά σε ένα κομμάτι του πίνακα που πέφτουν λίγα μάτια, αλλά δίχως αυτή ο πίνακας θα ήταν «παραχαραγμένος».