Αυτή η χώρα, ως γνωστόν, δεν είχε ομαλή και ανέφελη ιστορία. Πέρασε φάσεις ανοιχτού αυταρχισμού, σκληρής κρατικής καταστολής και περιόδους όπου δρούσαν μηχανισμοί έτοιμοι να απαγορεύσουν πράγματα, να περιορίσουν τις επιλογές των ανθρώπων, να στιγματίσουν πραγματικά ή εικαζόμενα φρονήματα. Ολο αυτό το πλέγμα εξουσιών και νοοτροπιών άντεξε στον χρόνο. Μια ατμόσφαιρα αλλά και ορισμένες από τις κακές πρακτικές του διατηρήθηκαν και μετά το 1974, ιδίως σε ορισμένους θύλακες όπως ο στρατός και τα πιο ιεραρχικά περιβάλλοντα. Τι σχέση έχει όμως αυτός ο ιστορικός ορίζοντας αυταρχισμού και κοινωνικών φόβων για την εξουσία με το 2019;
Στην πρόσφατη, μάλλον κωμικοτραγική, ιστορία με την ταινία «Joker» και την παρέμβαση της Αστυνομίας για κάποιους ανηλίκους, εμφανίστηκε ξανά αυτός ο λόγος και μια αντίστοιχη φαντασίωση: ότι είμαστε μπροστά στην ανάδυση μιας νέας ακροδεξιάς κυριαρχίας, ενός νέου φασισμού. Μπορεί η λέξη «φασισμός» να μη λέγεται πάντα (παρά από τους πιο θερμόαιμους), όμως υπονοείται και τη βλέπουμε να ξεπροβάλλει στα πιο απίθανα σημεία. Ατομα ή σύλλογοι που βλέπουν στον αντικαπνιστικό νόμο δικτατορία, «τοπικές κοινωνίες» που αντιδρούν εγωιστικά και απάνθρωπα όταν πρέπει να συμβάλουν στην αποσυμφόρηση των νησιών από μετανάστες-πρόσφυγες, σχολιαστές των social media που θεωρούν ότι κάθε νόμος είναι καταστολή, όλοι τους καταφεύγουν καταχρηστικά στην αντιφασιστική καρικατούρα. Μέχρι και οι νεοναζί χρυσαυγίτες έφτασαν να καταγγέλλουν ως φασιστική την ποινική τους δίωξη και ανατρέχουν με τη σειρά τους στο ιδεώδες κάποιας, κατ’ επίφαση, «αντάρτικης ψυχής».
Το πιο ανησυχητικό όμως με αυτόν τον φαντασμαγορικό κουρνιαχτό είναι ότι συσκοτίζει πραγματικά ζητήματα. Είναι, για παράδειγμα, αδιάψευστο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια σε πολλές χώρες πολλαπλασιάζονται οι υπερσυντηρητικές φωνές και όσοι πιστεύουν πως η αιτία όλων των δεινών είναι ο πολιτισμικός και κοινωνικός φιλελευθερισμός. Και στα καθ’ ημάς διαβάζει κανείς απόψεις υπέρ της επιστροφής της ποδιάς στα σχολεία ή υπέρ της παράκαμψης των δικονομικών εγγυήσεων για τους τρομοκράτες ή υπέρ των συλλήψεων στον σωρό κ.λπ. Υπάρχει, με άλλα λόγια, ένας κόσμος που παθιάζεται πλέον με την επιβολή της τάξης με όρους και συνθηματολογίες του παρελθόντος.
Αυτός όμως ο πραγματικός κοινωνικός συντηρητισμός δεν δικαιολογεί τον ευτελισμό του αντιφασισμού σε οπερέτα εξεγερμένων μεσηλίκων. Τα συναισθήματα αποστροφής, οι αναμνήσεις ή τα βιώματα δεύτερης και τρίτης γενιάς από την «Ελλάδα του χωροφύλακα» δεν δικαιώνουν το θέατρο σκιών γύρω από την καταπίεση που παίζεται, ανά τακτά διαστήματα, στη χώρα.
Διότι οι έφηβοι του 2019 δεν έχουν ως βασικό τους πρόβλημα την καταπίεση, τους μπάτσους ή τις απαγορεύσεις. Αλλες μορφές ψυχικής πίεσης και συναισθηματικού μπλοκαρίσματος απορρυθμίζουν κοινωνικές σχέσεις και δημιουργούν δυσφορία. Οικογενειακές ανασφάλειες και ένας μεγάλος φόβος για την απόρριψη από την ομάδα και τους κολλητούς δεν έχουν προφανώς σχέση με τα φαντάσματα που ανεμίζουν κάποιοι ενήλικοι. Με άλλα λόγια, αν σε συνθήκες ανασφάλειας μεγαλώνει το ποσοστό των τραμπούκων και όσων ασκούν εκφοβιστική βία, αυτό δεν έχει σχέση με τις προβολές των πενηντάρηδων και των εξηντάρηδων σε κόσμους όπου τα άτομα ήταν όμηροι ενός κράτους που δεν λογοδοτούσε.
Οι νταήδες των σχολείων δεν είναι «ο Γκοτζαμάνης» που υπερίπταται ως αιώνια ουσία του κράτους στη φαντασία πολλών ελλήνων αριστερών.
Κινδυνεύουμε τελικά να υποστούμε το πάθημα με τον βοσκό και τον λύκο. Οι ψεύτικοι συναγερμοί για Ακροδεξιά να γεννήσουν σε πολλούς την ψευδαίσθηση ότι δεν μπορεί να φυτρώσουν γύρω μας καινούργια ακροδεξιά υβρίδια. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η υπερβολή, η αντιστασιακή θεατρικότητα και ο άτσαλος συναισθηματισμός μηρυκάζουν απλώς τις «θύμησες» άλλων εποχών. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για εκείνους που ονειρεύονται στα σοβαρά να ξαναδοκιμάσουμε τις παλιές καλές πειθαρχίες που χάθηκαν «ελέω Μεταπολίτευσης». Αν ο γραφικός αντιφασισμός μάς εμποδίζει να εξοικειωθούμε με την έννοια του νόμου και του αυτοπεριορισμού (ενοχοποιώντας, εκ προοιμίου, κάθε περιστολή ως καταστολή), ένας απελπισμένος συντηρητισμός εκτρέπεται ενίοτε σε γεροντίστικη εκδικητικότητα και αδύναμη εχθροπάθεια απέναντι στις φθορές της σύγχρονης ζωής. Και στις δυο περιπτώσεις χάνεται η δυνατότητά μας να αλλάζουμε τους νόμους που δεν «λειτουργούν» δίχως υστερία και επιδείξεις δωρεάν ανυπακοής. Χάνεται ακόμα και η δυνατότητα αυτής της κοινωνίας να έχει και μια συντηρητική ευαισθησία που δεν θα είναι απλώς η νοσταλγία παλαιών πατρικών και εξουσιαστικών προτύπων. Χωρίς λάβαρα εκδίκησης και απωθημένα επιβολής ένθεν και ένθεν.
Οσα συνέβησαν εν τέλει γύρω από τον «Joker» πάνε πολύ πιο πέρα από μια κομματική αντιδικία, από τους εφήμερους φανατισμούς και τις διαμάχες που αρπάζονται από πραγματικά ή fake γεγονότα. Για άλλη μια φορά, οι παλαιότεροι έδειξαν πόσο έτοιμοι είναι – είμαστε – να αφηγηθούν ιστορίες από τη δική τους εφηβεία, πιστεύοντας πως αυτές οι ιστορίες έχουν να πουν κάτι ουσιαστικό για τη σημερινή πολιτική και καθημερινότητα. Κάπως έτσι μπορεί να έχουμε την αίσθηση πως ο χρόνος παραμένει ακίνητος, αίσθηση που ακυρώνει την πολιτική κρίση για το παρόν σκιτσάροντας απλώς μια ανύπαρκτη πραγματικότητα. Η αποκοπή από τα πραγματικά προβλήματα και τους αληθινούς κινδύνους έχει γίνει ο αγαπημένος μας τρόπος να διχαζόμαστε πάνω σε παραπλανητικά σήματα και λάθος ιεραρχήσεις.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.