Οι λοιμώξεις του ανθρώπινου οργανισμού προκαλούνται από μικροοργανισμούς. και συγκεκριμένα από μικρόβια και ιούς που προσβάλλουν τα διάφορα όργανα, με την καρδιά να μην αποτελεί εξαίρεση. Ο χειμώνας, όπου παρατηρείται έξαρση των ιώσεων, όπως είναι για παράδειγμα η εποχική γρίπη, καθιστά τον οργανισμό πιο επιρρεπή σε επιπλοκές.
Στη λίστα των λοιμώξεων της καρδιάς συμπεριλαμβάνονται οι μυοκαρδίτιδες, οι ενδοκαρδίτιδες και οι περικαρδίτιδες. Πρόκειται για προσβολές από ιούς ή μικρόβια του μυοκαρδίου, του ενδοκαρδίου και του περικαρδίου. Με απλά λόγια, είναι προσβολές του εσωτερικού τοιχώματος της καρδιάς (ενδοκάρδιο – μυοκάρδιο) και του υμένα που περιβάλλει την καρδιά, δηλαδή του περικαρδίου.
Γρίπη και έμφραγμα
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι εάν έχουν επίδραση οι λοιμώξεις πάνω στις αρτηρίες της καρδιάς, δηλαδή στις στεφανιαίες αρτηρίες, γιατί τα εμφράγματα προέρχονται από θρόμβωση των στεφανιαίων αρτηριών. Κατά συνέπεια υπάρχει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη σχέση λοιμώξεων και εμφραγμάτων.
Είναι γνωστό πως όταν υπάρχει αθηροσκλήρωση το εσωτερικό τοίχωμα της αρτηρίας φλεγμένει άσηπτα, δηλαδή χωρίς την παρουσία μικροβίου ή ιού. Εν τούτοις έχει παρατηρηθεί από σειρά εργασιών ότι κατά τους χειμερινούς μήνες όταν υπάρχει έξαρση της γρίπης από ιούς παρατηρείται και αύξηση των εμφραγμάτων. Δηλαδή φαίνεται ότι μια γενικότερη λοίμωξη του οργανισμού διεγείρει τον μηχανισμό της φλεγμονής στο τοίχωμα των αρτηριών της καρδιάς.
Ωστόσο το όλο θέμα ευρίσκεται υπό διερεύνηση, ενώ ερευνητικό ενδιαφέρον έχει προκαλέσει (και) το γεγονός ότι είναι δυνατόν μια γρίπη να οδηγήσει σε θάνατο μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα ακόμα και ένα άτομο με φυσιολογική υγεία. Πρωταρχικό ρόλο παίζουν για την εξέλιξη μιας γρίπης η τοξικότητα του ιού, πόσο δηλαδή ο ιός είναι ιδιαίτερα επιθετικός και πόσο το αμυντικό σύστημα του οργανισμού είναι αρραγές απέναντι στον ιό. Ετσι, όταν ο ιός της γρίπης επιτίθεται κατά την οξεία φάση υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της ολικής καταστροφής.
Μυοκαρδίτιδα και περικαρδίτιδα
Ειδικότερα, στην περίπτωση της μυοκαρδίτιδας κυρίως υπεύθυνοι είναι διάφοροι ιοί. Ο ιός επιτίθεται σε δύο φάσεις, είτε κατά την περίοδο της ιαιμίας, δηλαδή όταν ο ιός κυκλοφορεί στο αίμα, είτε κατά την περίοδο της χρόνιας φάσης, οπότε ο ιός συνεχίζει την καταστροφική του προσπάθεια σιγά-σιγά και μακροχρόνια, υπό μορφή ανοσολογικής αντίδρασης. Τότε καταστρέφει το μυοκάρδιο και οδηγεί τον άρρωστο σε χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια συνήθως με τη μορφή της μυοκαρδιοπάθειας διατατικού τύπου. Ο ιός που προκαλεί μυοκαρδίτιδα σπανίως επιτίθεται στη φάση της ιαιμίας και δημιουργεί εικόνα οξείας καρδιακής ανεπάρκειας προκαλώντας οξεία μυοκαρδίτιδα που εξελίσσεται ταχύτατα μέσα σε λίγες ημέρες και είναι ιδιαίτερα απειλητική για τη ζωή του αρρώστου. Το σύνηθες είναι να προκαλεί χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια που εξελίσσεται μέσα σε λίγους μήνες ή σε χρόνια.
Ωστόσο και η περικαρδίτιδα μπορεί να προκληθεί από ιούς (για παράδειγμα, από τους ιούς coxsackie και τους αδενοΐούς, αλλά και μικροβιακούς παράγοντες, όπως ο πνευμονιόκοκκος, ο στρεπτόκοκκος και ο σταφυλόκοκκος), ενώ μπορεί να παρατηρηθεί σε γενικότερες παθήσεις όπως του ανοσοβιολογικού συστήματος και οι διάφορες μορφές καρκίνου πρωτοπαθούς ή μεταστατικού. Το ποσοστό αυτών των περικαρδίτιδων είναι ευτυχώς χαμηλό.
Κατά κανόνα θεωρείται καλοήθης νόσος συγκριτικά με τις μυοκαρδίτιδες και τις ενδοκαρδίτιδες. Μόνο ένα μικρό ποσοστό (15%) των περικαρδίτιδων συνυπάρχει με μυοκαρδίτιδα, ενώ 1%-2% των περικαρδίτιδων εξελίσσεται σε συμπιεστική περικαρδίτιδα όπου παρατηρείται πάχυνση του περικαρδίου και σε πολλές περιπτώσεις εναπόθεση ασβεστίου, οπότε μπορεί να κριθεί αναγκαίο να αφαιρεθεί το περικάρδιο με χειρουργική επέμβαση (περικαρδιεκτομή).
Στην περίπτωση που παρατηρηθεί ταχεία αναπαραγωγή του περικαρδιακού υγρού, συμπιέζοντας και παρεμποδίζοντας τη λειτουργία της καρδιάς, αφαιρείται με παρακέντηση.
Σε κάθε περίπτωση η περικαρδίτιδα σπανίως οδηγεί σε καρδιακή ανεπάρκεια όπως συμβαίνει με τη μυοκαρδίτιδα και την ενδοκαρδίτιδα, ενώ εξίσου σημαντικό είναι ότι κανόνα είναι εύκολα διαγνώσιμη, σχετικά εύκολα θεραπεύσιμη και ασφαλώς δεν συγκαταλέγεται στις επικίνδυνες παθήσεις της καρδιάς.
Πρόληψη και έγκαιρη διάγνωση
Στα κλασικά συγγράμματα της Καρδιολογίας μέχρι και το 1950 η ενδοκαρδίτιδα κατατασσόταν στις θανατηφόρες παθήσεις της καρδιάς. Η ανακάλυψη των αντιβιοτικών και η εξέλιξη της καρδιοχειρουργικής υπήρξαν δύο αποφασιστικές καταστάσεις της επιστήμης που έπληξαν τη θανατηφόρα απειλή της ενδοκαρδίτιδας. Η πρόληψη, σε συνδυασμό με την πρώιμη διάγνωση με τη βοήθεια των συγχρόνων απεικονιστικών μεθόδων όπως η ηχωκαρδιογραφία και η μαγνητική τομογραφία, συνέβαλε ουσιαστικά στην εντυπωσιακή ελάττωση της θνητότητας.
Στις περιπτώσεις της ενδοκαρδίτιδας προϋπόθεση για την εκδήλωσή της είναι η μικροβιαιμία – δηλαδή, η είσοδος ενός μικροβίου στο αίμα. Η ενδοκαρδίτιδα ανήκει στις λοιμώξεις της καρδιάς και χαρακτηρίζεται από την εγκατάσταση ενός μικροβίου που κυκλοφορεί στο αίμα στον εσωτερικό χιτώνα της καρδιάς, δηλαδή στο ενδοκάρδιο, ή στις βαλβίδες της. Συχνότερα προσβάλλονται η βαλβίδα της αορτής και η μιτροειδής βαλβίδα.
Η ενδοκαρδίτιδα συνήθως προσβάλλει περιοχές της καρδιάς που παρουσιάζουν κάποια βλάβη, όπως π.χ. στένωση ή ανεπάρκεια των βαλβίδων της, μεσοκοιλιακή επικοινωνία κ.τ.λ. Πάνω στη βλάβη δημιουργούνται νεκρωτικές μάζες που περιέχουν μικρόβια, αιμοπετάλια, ερυθρά αιμοσφαίρια και ονομάζονται εκβλαστήσεις. Εάν η ενδοκαρδίτιδα δεν αντιμετωπιστεί σωστά με το κατάλληλο αντιβιοτικό, μπορεί τμήματα της εκβλάστησης να αποσπαστούν και να δημιουργήσουν σηπτικές εμβολές με μικρόβια σε διάφορα όργανα, π.χ. στον εγκέφαλο ή στην καρδιά, και να προκαλέσουν εγκεφαλικό επεισόδιο ή έμφραγμα αντίστοιχα.
Η ενδοκαρδίτιδα εκδηλώνεται συνήθως με πυρετό και ρίγος, κακουχία, καταβολή δυνάμεων και αναιμία. Το μικρόβιο που προκαλεί την ενδοκαρδίτιδα προσδιορίζουν οι καλλιέργειες αίματος και αντιμετωπίζεται με τον κατάλληλο συνδυασμό αντιβιοτικών. Εάν αποτύχει η θεραπεία, ο άρρωστος υποβάλλεται σε καρδιοχειρουργική επέμβαση της πάσχουσας βαλβίδας. Πρωταρχικό ρόλο στην ελαχιστοποίηση του κινδύνου για ενδοκαρδίτιδα έχει η πρόληψη. Η χημειοπροφύλαξη με αντιβίωση σε ασθενείς υψηλού κινδύνου είναι επιβεβλημένη όταν πρόκειται να υποβληθούν σε οποιαδήποτε αιματηρή επέμβαση, και ιδιαίτερα οδοντιατρική στο στόμα.
Ο κ. Δημήτρης Κρεμαστινός είναι καθηγητής Καρδιολογίας, μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών.