Κάποια στιγμή το 2011 ο Ντέιβιντ Γουάλας-Γουέλς άρχισε να συλλέγει για προσωπική του χρήση ιστορίες γύρω από την κλιματική αλλαγή. Αφηγήσεις ανθρώπων, καταγραφές τόπων, επιστημονικά άρθρα, στοιχεία, φωτογραφίες. Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι τα δεδομένα συνηγορούσαν προς μια ταχύρρυθμη ανάπτυξη του φαινομένου, η οποία παρά τις διαρκείς προειδοποιήσεις των ειδικών δεν γνώριζε ποτέ δημοσιότητα ανάλογη με το μέγεθος του κινδύνου. Καρπός της ενασχόλησής του υπήρξε τον Ιούλιο του 2017 το δοκίμιο «The Uninhabitable Earth» στο «New York Magazine», όπου και αρθρογραφεί, και τον περασμένο Σεπτέμβριο το ομώνυμο βιβλίο (ως «Ακατοίκητη Γη» στα ελληνικά τον Νοέμβριο), το οποίο δημιούργησε αίσθηση και βρέθηκε άμεσα στις λίστες των μπεστ σέλερ των «New York Times». Αναλυτικός ως προς τα σενάρια, από το ευνοϊκότερο έως το εφιαλτικότερο, ωμά ειλικρινής προς τις ενδεχόμενες συνέπειές τους, ο Γουάλας-Γουέλς μιλάει με λόγο στρωτό, ευθύ και χωρίς περιστροφές: ο καιρός του εφησυχασμού παρήλθε, ο καιρός της άμεσης δράσης είναι εδώ.
Ας ξεκινήσουμε με τα άσχημα νέα. Πόσο εκτός στόχων των συμφωνιών για το κλίμα βρισκόμαστε τη στιγμή που μιλάμε;
«Σήμερα 186 κράτη έχουν υπογράψει τη Συμφωνία του Παρισιού. Μόνο οι προβλέψεις ρύπων για δύο, το Μαρόκο και την Γκάμπια, θεωρούνται «συμβατές» με τους στόχους. Δεν θα έπρεπε ίσως να εκπλαγούμε, το ίδιο είχε συμβεί και με τις αντίστοιχες υποσχέσεις του Πρωτοκόλλου του Κιότο το 1997 και τη Διεθνή Διάσκεψη του Ρίο το 1992. Μικρές ελπίδες υπάρχουν: το κόστος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχει πέσει δραματικά, οι κυβερνήσεις της Φινλανδίας, της Νορβηγίας και της Δανίας έχουν δεσμευτεί να καταργήσουν τον άνθρακα πλήρως και τάχιστα. Ωστόσο, στη μεγάλη εικόνα, αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι οι παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα, και ως προς αυτές πέρυσι φτάσαμε στο υψηλότερο σημείο όλων των εποχών. Εφέτος θα το ξεπεράσουμε και πάλι. Η Κίνα, σύμφωνα με το think tank Carbon Tracker που παρακολουθεί τις εκπομπές ρύπων, είναι υπεύθυνη για το 1/4 της παγκόσμιας παραγωγής, οι ΗΠΑ για το 1/8. Ο ΟΗΕ υποστηρίζει ότι για να μείνουμε κάτω από μια αύξηση 2°C, όπως είναι ο στόχος, απαιτείται να περιορίσουμε τις εκπομπές άνθρακα κατά το ήμισυ έως το 2030 και να τις εκμηδενίσουμε έως το 2050. Και για να επιτευχθεί αυτό θα χρειαστεί μια κινητοποίηση επιπέδου αυτής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αρχής γενομένης από το 2019. Οπως καταλαβαίνετε, νομίζω ότι με τα τωρινά δεδομένα κινούμαστε στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση».
Δίνετε έμφαση στην αλληλεξάρτηση των παραγόντων της παγκόσμιας υπερθέρμανσης, λέγοντας ότι αυξάνουν εκθετικά τις συνέπειες του φαινομένου.
«Η εσωτερική διασύνδεση της κλιματικής αλλαγής είναι κάτι που δεν κατανοείται ακόμη επαρκώς. Ο αντίκτυπος των κλιματολογικών συνθηκών δεν μπορεί να μελετηθεί σε συνθήκες απομόνωσης – οι φωτιές στην Καλιφόρνια, για παράδειγμα, δεν καταστρέφουν μόνο δάση, επηρεάζουν τις εκπομπές άνθρακα, μολύνουν τον αέρα με τοξικές ουσίες και γίνονται πρόξενοι μελλοντικών πλημμυρών. Περισσότερο όμως με ανησυχεί προσωπικά η δυνητική αποσταθεροποίηση των κοινωνικών και πολιτικών δομών: πόσες φορές μπορεί μια κοινωνία να αντιμετωπίσει μια ξηρασία, μια πλημμύρα, έναν κυκλώνα, έναν λιμό, προτού μειωθεί η ικανότητά της να αντιστέκεται σε τέτοιες κρίσεις; Και πόσος καιρός θα περάσει έως ότου η κοινωνία αυτή καταστεί πραγματικά ευάλωτη;».
Τι δεν έχει συνειδητοποιήσει ο μέσος άνθρωπος για την αμεσότητα του κλιματικού ζητήματος;
«Τρεις είναι οι κυριότερες ψευδαισθήσεις του κοινού για το κλίμα. Η πρώτη έχει να κάνει με την ταχύτητα της αλλαγής. Δεν πρόκειται για μια αργή διαδικασία αιώνων, είναι ταχύτατη. Οι μισές από τις εκπομπές ορυκτών καυσίμων σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας έγιναν τα τελευταία 30 χρόνια – από τη στιγμή δηλαδή που ο Αλ Γκορ έγραψε το πρώτο βιβλίο του για την παγκόσμια υπερθέρμανση και ο ΟΗΕ συγκρότησε τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή. Η δεύτερη ψευδαίσθηση έχει να κάνει με το μέγεθος της αλλαγής. Δεν πρόκειται μόνο για την άνοδο της στάθμης των θαλασσών, είναι και μια ολόκληρη σειρά άλλων φαινομένων – καύσωνες, ξηρασίες, λιμοί, συγκρούσεις -, κάτι που σημαίνει ότι κανείς στον πλανήτη δεν θα παραμείνει αλώβητος τις ερχόμενες δεκαετίες. Η τρίτη ψευδαίσθηση έχει να κάνει με τη βιαιότητα της αλλαγής. Ο ΟΗΕ μιλάει σε εκθέσεις του για πρόσφυγες της τάξης των 200 εκατομμυρίων, εκατονταπλασιασμό της αύξησης των ζημιών από θύελλες και από την άνοδο των θαλασσών, 150 εκατομμύρια θανάτους από τη μόλυνση του αέρα – αριθμό ασύλληπτο, 25 φορές μεγαλύτερο από το Ολοκαύτωμα. Και αυτό χωρίς καν να υπολογίσουμε τι θα σημάνουν όλα αυτά για την πολιτική, τη γεωπολιτική, τον πολιτισμό, τη σχέση μας με τον καπιταλισμό και την τεχνολογία, την αίσθηση για τη θέση μας στη φύση και στην Ιστορία».
Πολιτικά, προς τα πού θα βαδίσει ένας τέτοιος κόσμος;
«Η κλιματική αλλαγή δεν θα μας σπρώξει προς μία κατεύθυνση μόνο. Ηδη έχουμε με τον Ζαΐχ Μπολσονάρου και τον Ντόναλντ Τραμπ μια δεξιά απάντηση στην οποία εθνικιστές ηγέτες επικεντρώνονται στη διασφάλιση της ευημερίας όσων βρίσκονται εντός των συνόρων τους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες σε παγκόσμιο επίπεδο. Ισως δούμε ακόμη και την άνοδο ενός είδους οικο-φασισμού. Οσον αφορά την Αριστερά, όπου ήδη κάποιοι στοχαστές επιχειρηματολογούν υπέρ της εγκατάλειψης της οικονομικής ανάπτυξης, μπορεί να εμφανιστεί ένα είδος οικο-σοσιαλισμού. Πιο ενδιαφέρον, και με περισσότερη σημασία, νομίζω θα είναι το Κέντρο. Εκεί πιθανότατα θα δούμε την αύξηση της κλιματικής υποκρισίας – όπως στην περίπτωση του Τζάστιν Τριντό, ο οποίος πρώτα έκρουσε τον κώδωνα του κλιματικού συναγερμού και μετά ενέκρινε την κατασκευή ενός νέου πετρελαιαγωγού».
Γράφετε ότι δεν βλέπετε πώς ο καπιταλισμός θα αντέξει στους επερχόμενους κλυδωνισμούς. Αν δεν αντέξει, τι θα πάρει τη θέση του;
«Δεν πιστεύω ότι θα προκύψει ένα νέο, συνεκτικό σύστημα, νομίζω ότι θα υπάρξει μια κυλιόμενη διαδοχή καινοτομιών και μεταρρυθμίσεων, άλλες σε επίπεδο πολιτικών πρωτοβουλιών, άλλες προερχόμενες από τα κάτω, που θα μεταμορφώσουν την παγκόσμια οικονομική τάξη. Ελπίζω ότι θα σταματήσει η επιχορήγηση των επιχειρήσεων που δηλητηριάζουν ασταμάτητα το μέλλον του πλανήτη, για να έχουμε όμως αληθινή ελπίδα απάντησης στην κρίση θα πρέπει πιθανότατα να αναπροσανατολίσουμε το σύνολο της οικονομίας και της κουλτούρας μας όχι πια προς την οικονομική μεγέθυνση, αλλά προς την κλιματική σταθερότητα και την πράσινη ευημερία. Δυστυχώς, δεν θεωρώ ότι θα το καταφέρουμε εγκαίρως. Το πιο πιθανό μέλλον μας νομίζω είναι ένα, στο οποίο όντως αναλαμβάνουμε δράση, όχι όμως στον βαθμό που είναι αναγκαίο, με αποτέλεσμα έναν διαρκώς υποβαθμιζόμενο κόσμο στον οποίο θα πείσουμε τον εαυτό μας ότι θα μπορούμε να ζήσουμε σε ολοένα χειρότερες συνθήκες».
Τι σας κάνει αισιόδοξο, παρ’ όλα αυτά, όπως λέτε, ότι μπορούμε ακόμη να αναστρέψουμε την πορεία των πραγμάτων;
«Στον έναν χρόνο που πέρασε από τότε που ολοκλήρωσα το βιβλίο μου υπήρξε μια θαυμαστή πολιτική κινητοποίηση που άνοιξε ένα ολόκληρο νέο πεδίο πιθανοτήτων επιθετικότερης δράσης για τα κλιματικά ζητήματα, κάτι δεν θα θεωρούσα τότε πιθανό, αν με ρωτούσατε. Οταν τελείωσα το χειρόγραφό μου, ο κόσμος δεν είχε ακούσει καν την Γκρέτα Τούνμπεργκ. Σήμερα ηγείται ενός παγκόσμιου κινήματος εκατομμυρίων. Η βρετανική ακτιβιστική ομάδα Extinction Rebellion δεν υπήρχε. Σήμερα η πίεσή τους έχει εξαναγκάσει μια συντηρητική κυβέρνηση να δεσμευτεί για την εξάλειψη της χρήσης του άνθρακα έως το 2050 – και τους Εργατικούς να υπερθεματίζουν θέτοντας ως στόχο το 2030. Το Sunrise Movement των ΗΠΑ δεν είχε εμφανιστεί. Σήμερα έχει προκαλέσει ήδη έντονο διάλογο γύρω από ένα «πράσινο Νιου Ντιλ» και έχει επηρεάσει τόσο την κλιματική πολιτική των Δημοκρατικών ώστε οι υποψήφιοί τους για την προεδρία διαγκωνίζονται για το πιο φιλόδοξο κλιματικό πολιτικό πρόγραμμα. Οι δημοσκοπήσεις συμφωνούν ότι το πολιτικό κίνημα για το περιβάλλον είναι υπαρκτό – η συνειδητοποίηση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής αυξάνεται κατά διψήφιο ποσοστό ετησίως. Ο ρυθμός είναι ταχύτατος για τα κριτήρια της πολιτικής επιστήμης, φοβάμαι όμως ότι είναι καταστροφικά αργός για τα χρονικά δεδομένα που δίνει ο ΟΗΕ. Αν σκεφτεί κανείς τους μείζονες μετασχηματισμούς που είναι αναγκαίοι για την ανάσχεση της εξελισσόμενης κρίσης – νέες ενεργειακές πηγές, νέο σύστημα ηλεκτροδότησης, νέα είδη υποδομών και συγκοινωνιακών συστημάτων, νέοι τρόποι παραγωγής τροφίμων, νέοι τρόποι παροχής ενέργειας και λειτουργίας των εργοστασίων, μετατροπές στα υπάρχοντα κτίρια παγκοσμίως – θα αντιληφθεί ότι απαιτείται κάτι πολύ περισσότερο από πορείες και διαδηλώσεις, όσο εντυπωσιακές και αν πράγματι είναι αυτές. Και, μιλώντας πρακτικά, αυτή την αλλαγή πολιτικής τη χρειαζόμαστε τώρα αμέσως».