Το 1971 σε μια μικρή πόλη της Αυστρίας κάποια νοικοκυρά 51 ετών, σλοβενικής καταγωγής, αυτοκτόνησε παίρνοντας μεγάλη δόση υπνωτικών χαπιών. Αφησε ένα σύντομο σημείωμα όπου έγραφε πως δεν είχε πλέον νόημα να ζει. Η είδηση πέρασε στα ψιλά του επαρχιακού Τύπου και δεν θα είχε καμιά σημασία αν η γυναίκα δεν ήταν μητέρα ενός συγγραφέα 29 ετών, που είχε ήδη προκαλέσει σάλο με τα πρώτα του ακόμη έργα. Το όνομά της: Μαρία Χάντκε. Ο γιος της Πέτερ θα γινόταν διάσημος πολύ σύντομα και θα κέρδιζε αυτόν τον μήνα το βραβείο Νομπέλ.
Εξι εβδομάδες μετά τον θάνατο της μητέρας του ο Πέτερ Χάντκε έγραψε μια συγκινητική σύντομη βιογραφία της που κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο. Ηταν μια ελεγεία αποχαιρετισμού (για πολλούς το καλύτερο βιβλίο του) σ’ εκείνη τη σιωπηλή γυναίκα που εργαζόταν ως πλύστρα κι ο σύζυγός της ήταν μέθυσος και βίαιος. Ομως ο φυσικός πατέρας του Χάντκε δεν ήταν αυτός, αλλά ένας γερμανός στρατιώτης.
Η αγάπη του Χάντκε για τη σλοβένα μητέρα του και ο θάνατός της είναι μια από τις αιτίες που αγάπησε τη Σλοβενία στην οποία έβλεπε μια μικρή Αυστρία απαλλαγμένη από τα αρνητικά της γνωρίσματα. Και οι Σλοβένοι του ανταπέδωσαν την αγάπη τιμώντας τον το 1987 με το μεγάλο βραβείο που δίνουν κάθε χρόνο σε έναν επιφανή συγγραφέα της Κεντρικής Ευρώπης στο διεθνές τους φεστιβάλ Βιλενίτσα. Ακόμη και σήμερα δεν έχουν συνέλθει από το σοκ που υπέστησαν όταν ο Χάντκε στη δεκαετία του 1990, μετά την ανεξαρτητοποίηση της Σλοβενίας, έκανε στροφή 180 μοιρών και όχι μόνο τάχθηκε υπέρ του μιλοσεβιτσικού καθεστώτος, αλλά αργότερα, το 2006, παρέστη στην κηδεία του δικτάτορα της Σερβίας, που τον είχε πιο μπροστά επισκεφθεί στη φυλακή της Χάγης όταν ο Μιλόσεβιτς ήταν υπόδικος για εγκλήματα πολέμου.
Αντιφατικός, εγωκεντρικός και μονήρης
Ηταν μια επιλογή που δύσκολα εξηγείται. Ο αντιφατικός, εγωκεντρικός και μονήρης Χάντκε υπήρξε από τη δεκαετία του 1980 ακόμη υποψήφιος για το Νομπέλ, όμως το βραβείο εφέτος ασφαλώς και δεν το περίμενε, όπως άλλωστε δεν το περίμενε και η διεθνής κοινότητα. Η στάση του όσον αφορά τον πόλεμο και τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και η υποστήριξή του στον Μιλόσεβιτς είχαν προκαλέσει διεθνή σάλο, ιδιαίτερα όταν ισχυρίστηκε ότι για τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα δεν ευθύνονταν οι Σερβοβόσνιοι αλλά οι μουσουλμάνοι. Κι ο Χάρολντ Πίντερ (που κι αυτός τιμήθηκε με το Νομπέλ) τάχθηκε εναντίον των βομβαρδισμών της Σερβίας από το ΝΑΤΟ το 1999, όμως δεν υποστήριξε το μιλοσεβιτσικό καθεστώς, εξαιτίας της μαύρης προπαγάνδας και των απειλών του οποίου αρκετοί σέρβοι αντιφρονούντες συγγραφείς αναγκάστηκαν να σιωπήσουν ή να εκπατριστούν.
Τηρουμένων των αναλογιών, οποιοσδήποτε άλλος συγγραφέας με παρόμοια στάση δεν θα κέρδιζε το Νομπέλ. Οι δύο επιφανέστεροι συγγραφείς της Αργεντινής λ.χ., ο Ερνέστο Σάμπατο και ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, δεν το έλαβαν – παρότι το άξιζαν και με το παραπάνω – επειδή και οι δύο επαίνεσαν τη δικτατορία του Βιδέλα στη χώρα τους, ενώ ο Μπόρχες βραβεύτηκε από το αιμοσταγές καθεστώς του Πινοτσέτ στη Χιλή, όπου μάλιστα παρέστη και στην απονομή του βραβείου παρά τη σύσταση της Σουηδικής Ακαδημίας να μην πάει να το παραλάβει.
Ο Χάντκε, που είχε καταστεί «μαύρο πρόβατο» εξαιτίας της υποστήριξής του στον Μιλόσεβιτς, δεν το διενοείτο πως θα τον τιμούσε η Σουηδική Ακαδημία με το ύψιστο λογοτεχνικό βραβείο, δεδομένου μάλιστα ότι κάποτε είχε δηλώσει πως το Νομπέλ θα έπρεπε να καταργηθεί.
Πριν από πολλά χρόνια ο Τέοντορ Αντόρνο είπε πως η ιδέα περί ηθικής ανωτερότητας των διανοουμένων είναι πολύ επικίνδυνη. Κι ο ιστορικός Τζορτζ Λούκας πως εύκολα οι διανοούμενοι περνούν στα άκρα του πολιτικού φάσματος. Ο Χάντκε, που είχε εκφραστεί παλαιότερα – και γραπτώς – εναντίον του σαρτρικού δόγματος της πολιτικής «στράτευσης» του συγγραφέα, στρατεύθηκε υπέρ του Μιλόσεβιτς αμαυρώνοντας τη φήμη του, γεγονός εντούτοις που δεν σηματοδότησε τον συγγραφικό του θάνατο. Τα βιβλία του εξακολουθούσαν να πωλούνται και τα θεατρικά του έργα να παίζονται – τις περισσότερες φορές ανεξαρτήτως των πολιτικών πιέσεων.
Μετά την απονομή του Νομπέλ τον πολιόρκησαν οι δημοσιογράφοι – κι όπως ήταν επόμενο οι ερωτήσεις που του απηύθυναν αφορούσαν τη στάση του στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. «Είμαι εδώ στην αυλή του σπιτιού μου με πενήντα δημοσιογράφους και ουδείς με ρώτησε κάτι για το λογοτεχνικό μου έργο» δήλωσε, καταλήγοντας: «Δεν θα ξαναμιλήσω σε δημοσιογράφους». Αλλά τι περίμενε; – θα έλεγε ο κυνικός.
Στη σκιά του Κάφκα
Το έργο του Χάντκε οικοδομήθηκε κάτω από την τεράστια σκιά του Κάφκα. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι το πιο διάσημο μυθιστόρημά του Ο φόβος του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι, όπου η επίδραση της Δίκης του μεγάλου τσέχου συγγραφέα είναι εμφανής. Ενδεχομένως η εξήγηση για τις αντιφάσεις και την ανεξήγητη (για να το πούμε επιεικώς) στάση του Χάντκε στο ζήτημα του γιουγκοσλαβικού πολέμου να βρίσκεται σε όσα είχε πει παλαιότερα ο ίδιος: πως ο χειρότερος πόλεμος είναι εκείνος που διεξάγει κανείς εναντίον του εαυτού του. Καφκική παρατήρηση, ασφαλώς.