Η οικονομική και κοινωνική συνοχή ήταν πάντοτε ένα από τα μεγάλα ζητούμενα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Από το προοίμιο της Συνθήκης της Ρώμης, όπου τα κράτη-μέλη δηλώνουν την πρόθεσή τους «να ενισχύσουν την ενότητα των οικονομιών τους και να προωθήσουν την αρμονική τους ανάπτυξη…», μέχρι την Ενιαία Πράξη, που εισάγει για πρώτη φορά στη Συνθήκη τον όρο «συνοχή», και μέχρι την ισχύουσα σήμερα Συνθήκη της Λισαβόνας, η προώθηση της συνοχής παραμένει, επισήμως τουλάχιστον, μία από τις μεγάλες προτεραιότητες της ενωμένης Ευρώπης· η χρηματοδότησή της, παρά τις πρόσφατα προτεινόμενες μειώσεις, εξακολουθεί να φθάνει στο ένα τρίτο του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Μπορούμε όμως σήμερα, εξήντα δύο χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, να ισχυριστούμε ότι η πολιτική αυτή απέδωσε και ότι έχει επιτευχθεί η συνοχή της ενωμένης Ευρώπης; Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί, η απάντηση είναι αρνητική. Το Brexit με την αμφισβήτηση του κοινοβουλευτισμού στην ίδια την κοιτίδα του, η άνοδος του λαϊκισμού και της Ακροδεξιάς σε πατρίδες της σύγχρονης δημοκρατίας, η επάνοδος του αυταρχισμού με την ετικέτα της «ανελεύθερης δημοκρατίας» σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, η απροθυμία αποτελεσματικής αντιμετώπισης του Μεταναστευτικού, αλλά, και κυρίως, ο αντιευρωπαϊσμός που διαπερνά όλα αυτά τα φαινόμενα, δείχνουν ότι όχι μόνο απέχουμε πολύ από τον στόχο, αλλά και ότι τελευταία μάλλον απομακρυνόμαστε περισσότερο από αυτόν.
Οι αιτίες των φαινομένων αυτών είναι ποικίλες. Και δεν ήταν δυνατόν τα φαινόμενα αυτά να αποτραπούν με τα περιορισμένα μέσα των ευρωπαϊκών πολιτικών. Θα μπορούσαν όμως να έχουν μετριαστεί αν η ευρωπαϊκή πολιτική συνοχής είχε αποφύγει δύο σφάλματα.
Το ένα σφάλμα είναι ότι η συνοχή, από την πρώτη στιγμή, σχεδόν ταυτίστηκε με τη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων. Πράγματι, ακόμη και σήμερα η εν ισχύι Συνθήκη της Λισαβόνας υπαγορεύει μεν στο άρθρο 174 ότι «η Ενωση, προκειμένου να προαχθεί η αρμονική ανάπτυξη του συνόλου της, αναπτύσσει και εξακολουθεί τη δράση της με σκοπό την ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής της συνοχής», αλλά αμέσως παρακάτω, στο ίδιο άρθρο, διευκρινίζει ότι «η Ενωση αποσκοπεί, ιδιαίτερα, στη μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και στη μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών».
Δεν είναι όμως μόνο αυτό η συνοχή. Η μείωση των ανισοτήτων μπορεί να είναι αναγκαία συνθήκη για την επίτευξή της, δεν είναι όμως και ικανή. Η συνοχή δεν εξαντλείται στη μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης· είναι κάτι πολύ ευρύτερο, είναι η εδραίωση ενός δεσμού που θα συνδέει τους ευρωπαίους πολίτες μεταξύ τους, τους πολίτες που θα μοιράζονται τις ίδιες αξίες, θα συστρατεύονται για να επιτύχουν κοινούς στόχους και θα απολαμβάνουν τους καρπούς της κοινής προσπάθειας.
Το άλλο σφάλμα συνίσταται στο ότι η προώθηση της συνοχής δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ ως αυτοτελής στόχος, αλλά ως συνοδευτικό μέτρο ή ως αντιστάθμισμα άλλων πολιτικών, όπως οι διαδοχικές διευρύνσεις, η Οικονομική και Νομισματική Ενωση, η ενιαία αγορά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε ανέκαθεν την άποψη ότι η συνοχή πρέπει να προωθηθεί ως αυτοτελής επιδίωξη. Η ανάγκη όμως να πειστούν οι «καθαροί συνεισφέροντες» της ΕΕ την υποχρέωσε, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, να «ντύνει» την πολιτική συνοχής με το περίβλημα του αναγκαίου συνοδευτικού μέτρου κάποιας άλλης μεγάλης πολιτικής, περισσότερο επιθυμητής από τους χρηματοδότες του προϋπολογισμού της ΕΕ.
Εν τούτοις, η συνοχή παραμένει σήμερα, περισσότερο από ποτέ, μια μείζων πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Είναι η βάση της affectio societatis που συνδέει τους πολίτες μεταξύ τους και συντηρεί την ίδια τη δημοκρατία. Για να επιτευχθεί, όμως, πρέπει να σταματήσει να αντιμετωπίζεται ως συνοδευτικό μέτρο άλλων πολιτικών και να αποκτήσει την αυτοτέλεια και την αυταξία που απαιτείται προκειμένου να επιτελέσει τον ρόλο της ως conditio sine qua non της οικοδόμησης της ενωμένης Ευρώπης. Και πρέπει η προώθησή της να ανοιχθεί και σε άλλους δρόμους, σε άλλους ορίζοντες· που δεν θα προσδιορίζονται μόνο από την αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, αλλά θα καλύπτουν ευρύτερες ανάγκες και θα αφορούν πολύ περισσότερους ευρωπαίους πολίτες. Ετσι ώστε να αποκτήσει τη γενικότερη υποστήριξη που χρειάζεται όχι απλώς για τη διατήρηση, αλλά για την αύξηση των ευρωπαϊκών πόρων που θα διατίθενται για την προώθησή της.
Σε διαφορετική περίπτωση, το «ξήλωμα του πουλόβερ» που άρχισε με την προτεινόμενη, για πρώτη φορά, μείωση των κονδυλίων συνοχής, θα συνεχιστεί. Η επιμονή των χρηματοδοτών της Ενωσης, και κυρίως της Γερμανίας, στον περιορισμό του προϋπολογισμού της ΕΕ στο 1% του ΑΕΠ της, σε συνδυασμό με την ανάγκη να χωρέσουν όλο και περισσότερες νέες πολιτικές μέσα σε αυτό το ανεπαρκές ποσό, θα οδηγήσει τα κονδύλια της πολιτικής συνοχής σε περαιτέρω συρρίκνωση. Και η συνοχή, ως ευρωπαϊκή αξία, θα αναζητεί τότε τη χαμένη τιμή της.
Ο κ. Αλέκος Κρητικός έχει διατελέσει στέλεχος της ΕΕ και γενικός γραμματέας στα υπουργεία Εσωτερικών και Ανάπτυξης.