Ηεπέμβαση στη Συρία δημιούργησε προς στιγμήν την εντύπωση ότι η Τουρκία μπορεί να χαλαρώσει την πίεση στην κυπριακή ΑΟΖ. Δεν πρόκειται. Η Τουρκία παρανομεί βάναυσα επιχειρώντας γεωτρήσεις στην Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και μάλιστα μέσα στο Οικόπεδο 7 που έχει ήδη αδειοδοτηθεί. Αλλά είναι εμφανές ότι, παρά τις αντιδράσεις τόσο από Κύπρο και Ελλάδα αλλά και κυρίως από διεθνείς συντελεστές (ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ενωση – ΕΕ), η Τουρκία δεν ακούει και δεν υποχωρεί. Συνεχίζει ακάθεκτη τις έκνομες ενέργειές της. Και τις συνεχίζει γιατί θεωρεί την παρουσία της στις διαδικασίες αξιοποίησης των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου ως ζήτημα ύψιστης στρατηγικής σημασίας. Ενώ βλέπει τις κινήσεις των χωρών της περιοχής (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ, Αίγυπτος) ως προσπάθεια αποκλεισμού της από τις σχετικές διεργασίες. Και είναι γνωστό το μέγεθος του ψυχολογικού προβλήματος που έχει η Τουρκία από το σύνδρομο του αποκλεισμού γενικώς (exclusion). Θα κάνει επομένως οτιδήποτε, θεμιτό ή αθέμιτο, νόμιμο ή έκνομο, για να το αποφύγει αδιαφορώντας για πιθανές συνέπειες. Στο βάθος των ενεργειών της Τουρκίας δεν είναι με άλλα λόγια τόσο οι ενεργειακοί πόροι, αλλά οι γεωστρατηγικές πτυχές του προβλήματος που αναποφεύκτως συνδέονται και με το κυπριακό πρόβλημα. Η επίλυση του προβλήματος θα μπορούσε οπωσδήποτε να είχε συμβάλει στην αποτροπή της κλιμάκωσης της κατάστασης στο σημερινό επίπεδο παραβατικότητας καθώς, μεταξύ άλλων, θα είχε αφαιρέσει από την Τουρκία ορισμένα επιχειρήματα που επικαλείται σήμερα για την έκνομη παρουσία της στην κυπριακή ΑΟΖ.
Ελλάδα και Κύπρος αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην προσπάθεια να πιέσουν την Τουρκία για να συμμορφωθεί με τη νομιμότητα του διεθνούς δικαίου. Αλλά η ΕΕ έχει δημιουργήσει ένα σύνδρομο σχέσης με την Τουρκία που δεν της επιτρέπει να έχει σοβαρή επιρροή πάνω στην Αγκυρα. Και τούτο γιατί:
Πρώτον, ακύρωσε όλα σχεδόν τα διπλωματικά όπλα ή μοχλούς επιρροής με το να παγώσει όλες σχεδόν τις διαδικασίες engagement με την Τουρκία, από τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις μέχρι την πρωτοβουλία για τον εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης και την απελευθέρωση της βίζας. Οσο δικαιολογημένες κι αν είναι κάποιες από τις ενέργειες αυτές και ιδιαίτερα το πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων (δεδομένης της πολιτικής κατάστασης στην Τουρκία), η πρακτική συνέπεια είναι ότι η Ενωση δεν έχει εναλλακτικά διπλωματικά όπλα πίεσης και επιρροής πάνω στην Αγκυρα.
Δεύτερον και το χειρότερο: εκχώρησε ουσιαστικά την προσφυγική – μεταναστευτική της πολιτική στην Τουρκία με την κοινή Δήλωση του Μαρτίου 2016. Μπορεί η Δήλωση να συνέβαλε – στο μέτρο που συνέβαλε – στον περιορισμό των προσφυγικών – μεταναστευτικών ροών αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε μείζον λάθος, καθώς ουσιαστικά αφήνει την Ενωση έκθετη στους εκβιασμούς και τις απειλές της Αγκυρας. Και βεβαίως η Ενωση κατέφυγε στη Δήλωση αυτή για έναν απλό λόγο: γιατί παρά τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (και προσωπικά του επιτρόπου Δ. Αβραμόπουλου) απέτυχε να διαμορφώσει γνήσια κοινή μεταναστευτική πολιτική με όλα τα συστατικά της στοιχεία (ενιαίο σύστημα ασύλου, αποτελεσματικό καθεστώς επιστροφών, κατανομή προσφύγων σύμφωνα με τις αρχές της αλληλεγγύης και του burden – sharing, φύλαξη συνόρων κ.λπ.). Η μυωπική στάση ορισμένων κρατών-μελών (κυρίως αυτών από την πρώην Ανατολική Ευρώπη) πάνω στο θέμα (άρνηση να δεχθούν έστω και περιορισμένο αριθμό προσφύγων) οδήγησε στο αδιέξοδο και στην αναζήτηση της λύσης στη Δήλωση/ συμφωνία με την Τουρκία. Το αποτέλεσμα: κάθε φορά που η Αγκυρα αισθάνεται ότι μπορεί να πιεσθεί από την Ενωση απειλεί ότι «θα ανοίξει τις πύλες και θα εισρεύσουν χιλιάδες πρόσφυγες στην Ευρώπη». Και η Ενωση αναποφεύκτως υποχωρεί. Γι’ αυτό άλλωστε ούτε ιδιαίτερα αποτελεσματικές κυρώσεις ενάντια στην Τουρκία μπορούν εύκολα να υιοθετηθούν, αλλά και εάν υιοθετηθεί ένα κάποιο πακέτο τελικά δεν εφαρμόζεται (ανεξάρτητα από τα οποιαδήποτε Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου).
Από την πλευρά τους οι ΗΠΑ προβαίνουν σε φραστική καταδίκη των τουρκικών ενεργειών αλλά μέχρις εκεί. Δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσουν άλλα μέσα για να τη συνετίσουν. Και αυτό το γνωρίζει πολύ καλά η Αγκυρα. Η σημασία της χώρας για τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα δεν το επιτρέπει, παρά τα όποια προβλήματα στη σχέση. Και η υπόθεση της Συρίας το δείχνει.
Είναι επομένως προφανές ότι η σημερινή στρατηγική απέναντι στην Τουρκία δεν αποδίδει, δεν φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Γι’ αυτόν τον λόγο και για μια σειρά από άλλους χρειάζεται μια συνολικότερη επανεκτίμησή της. Η καθημερινή ανακύκλωση δηλώσεων, καταγγελιών και θέσεων, που δεν καταλήγει σε αποτέλεσμα, μπορεί να έχει νόημα σε επίπεδο επικοινωνίας, δεν συνιστά όμως στρατηγική προστασίας και μεγιστοποίησης συμφερόντων. Και αυτό ισχύει για την Κύπρο αλλά και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η ενισχυμένη, αποτελεσματική αποτρεπτική δύναμη είναι αναγκαία αλλά από την άλλη μεριά όσοι γνωρίζουν τη σκέψη του μεγάλου έλληνα διπλωμάτη Β. Θεοδωρόπουλου («δόγμα Θεοδωρόπουλου») κατανοούν ότι με «όρους ισχύος» δεν πρόκειται να βγούμε από τα αδιέξοδα και να επιλύσουμε τα προβλήματα. Το μεγάλο ζητούμενο επομένως είναι η ολοκληρωμένη στρατηγική για την επίλυση των προβλημάτων με τρόπο που να προστατεύονται τα ελληνικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα στο διαχρονικό τους περιεχόμενο και διάσταση. Και αυτή η στρατηγική φοβάμαι ότι δυστυχώς απουσιάζει…
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.