Την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης που είχε καταθέσει η ΛΑΡΚΟ για καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η οποία απαιτούσε από την επιχείρηση να επιστρέψει 136 εκατ. ευρώ (περισσότερα από 150 εκατ. με τους τόκους) στο ελληνικό Δημόσιο για παράνομες κρατικές ενισχύσεις πρότεινε χθες Πέμπτη, ο γενικός εισαγγελέας κ. Henrik Saugmandsgaard. Η κρατική βιομηχανία σιδηρονικελίου επιχειρεί η υπόθεση να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο του ΔΕΕ για εκ νέου εκδίκαση.
Η ιστορία της υπόθεσης έχει ως εξής: Το Μάρτιο του 2013, η Επιτροπή κίνησε σε βάθος έρευνα για μέτρα στήριξης της ΛΑΡΚΟ από το Ελληνικό Δημόσιο την περίοδο 2008-2011, όπως αύξηση κεφαλαίου και μια σειρά κρατικών εγγυήσεων. Τα συγκεκριμένα μέτρα δεν είχαν κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για έγκριση, όπως απαιτούσαν οι κανόνες της ΕΕ.
Τον Μάρτιο του 2014 η Κομισιόν με απόφασή της καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα στήριξης του Ελληνικού Δημοσίου προς τη ΛΑΡΚΟ προσέδωσαν στην επιχείρηση αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της, κατά παράβαση των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις. Η ΛΑΡΚΟ έπρεπε να επιστρέψει 136 εκατ. ευρώ εντόκως, ώστε να αμβλυνθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκλήθηκαν από την ασύμβατη ενίσχυση.
Στη συνέχεια, η ΛΑΡΚΟ με προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ζήτησε την
ακύρωση της απόφασης του 2014 της Κομισιόν, άρα και της επιστροφής
οποιουδήποτε χρηματικού ποσού που έχει τυχόν «ανακτηθεί».
Η προσφυγή απορρίφθηκε τον Φεβρουάριο 2018 και έτσι η ΛΑΡΚΟ ζητεί πλέον αναίρεση
προκειμένου να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για την εκ νέου εκδίκαση.
Σύμφωνα με την κρατική βιομηχανία το μέτρο «εγγύηση 2008» δεν παρείχε
πλεονέκτημα προς την ίδια και έχει γίνει εσφαλμένη ερμηνεία του ΓΔΕΕ
τόσο ως προς το χρονικό κριτήριο στην έννοια της προβληματικής επιχείρησης
όσο και προς το κριτήριο της αμοιβής για την εγγύηση. Ειδικότερα,
υποστηρίζει ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου για την οικονομική της κατάσταση είναι εσφαλμένη δεδομένου ότι τα πραγματικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε είναι μεταγενέστερα της χορήγησης της «εγγύησης 2008» και ότι δεν έκρινε βάσει του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου λήφθηκαν τα μέτρα.
Επίσης ισχυρίζεται ότι η οικονομική κατάστασή της επιδεινώθηκε περί τα μέσα του 2008, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από το 2004 έως τα μέσα του 2008 η επιχείρηση εμφάνιζε κερδοφορία και θετικά οικονομικά στοιχεία και, ως εκ τούτου, κατέστη «προβληματική επιχείρηση», από το έτος 2009 και μόνον. Ακόμη θεωρεί ότι το ΓΔΕΕ έσφαλε διαπιστώνοντας ότι η Επιτροπή συνήγαγε ορθώς ότι η ύψους 1 % ετήσια προμήθεια εγγύησης δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι αντικατόπτριζε τον κίνδυνο αθέτησης της υποχρέωσης αποπληρωμής των δανείων για τα οποία είχε χορηγηθεί εγγύηση. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι υπάρχει πλάνη του ΓΔΕΕ ως προς την ποσοτικοποίηση των μέτρων «εγγύηση 2008», «εγγύηση 2010» και «εγγυήσεις 2011» καθώς έκανε δεκτή τη θέση της Επιτροπής ότι συνέτρεχε «εξαιρετική περίπτωση», δηλαδή, αδυναμία του δανειολήπτη να εξοφλήσει με ίδια μέσα το δάνειο που καλύπτει η εγγύηση.
Τι προτείνει ο ευρω-εισαγγελέας
Με τις χθεσινές του προτάσεις, ο γενικός εισαγγελέας περιορίζεται στην ανάλυση των ζητημάτων της εσφαλμένης ερμηνείας της έννοιας του «οικονομικού πλεονεκτήματος» κατά τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ και την παράβαση του κανονισμού 659/1999 ως προς την ανάκτηση της ενίσχυσης. Σχετικά με την «εγγύηση του 2008», επισημαίνει ότι δεν έγινε εσφαλμένη ερμηνεία του χρονικού κριτηρίου στην έννοια της προβληματικής επιχείρησης, καθώς το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η ΛΑΡΚΟ ήταν προβληματική επιχείρηση κατά τον χρόνο χορήγησης της εγγύησης στα τέλη του 2008, καθώς για την εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης της ΛΑΡΚΟ στηρίχθηκε σε πραγματικά περιστατικά του 2008, δηλαδή, στα αρνητικά ίδια κεφάλαια της επιχείρησης, στη σημαντική μείωση του κύκλου εργασιών και στις σημαντικές ζημίες που συσσώρευσε κατά το έτος 2008. Περαιτέρω, για το ίδιο μέτρο του 2008, δεν έγινε εσφαλμένη ερμηνεία ούτε και του κριτηρίου της αμοιβής για την εγγύηση, τονίζοντας ότι σωστά υπολογίστηκε η προσήκουσα προμήθεια για την παρεχόμενη κρατική εγγύηση.
Ως προς τα μέτρα «εγγύηση 2008», «εγγύηση 2010» και «εγγυήσεις 2011» για την ποσοτικοποίηση του προς ανάκτηση ποσού της ενίσχυσης, ο γενικός εισαγγελέας θεωρεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και αιτιολόγησε επαρκώς τη συνδρομή «εξαιρετικής περίπτωσης» που συνεπαγόταν αδυναμία της ΛΑΡΚΟ να εξοφλήσει με ίδια μέσα το συνολικό ποσό που είχε δανεισθεί. Ο γενικός εισαγγελέας προτείνει στο Δικαστήριο να απορρίψει εν μέρει την αναίρεση της ΛΑΡΚΟ και να επιβεβαιώσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ως προς τα σημεία που ανέλυσε τις προτάσεις του.
Τα σχέδια της κυβέρνησης για τη ΛΑΡΚΟ
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας προσανατολίζεται σε ένα σχέδιο σωτηρίας της ΛΑΡΚΟ και των 1.200 εργαζομένων, στη λογική του παλαιότερου σχεδιασμού που είχε καταρτίσει η κυβέρνηση της ΝΔ το 2014 με διαχωρισμό των παγίων (ορυχείων και εργοστασίου) και διενέργεια δύο ξεχωριστών διαγωνισμών. Είναι αξιοσημείωτο ότι εκτός από τα 150 εκατ. ευρώ που θα πρέπει να επιστρέψει στο Δημόσιο, η βιομηχανία οφείλει και περισσότερα από 320 εκατ. ευρώ στη ΔΕΗ.
Η ΛΑΡΚΟ ιδρύθηκε το 1989, ως νέα επιχειρηματική οντότητα, κατόπιν της εκκαθάρισης της Ελληνικής Μεταλλευτικής και Μεταλλουργικής ΑΕ και εξειδικεύεται στην εξόρυξη και επεξεργασία μεταλλεύματος λατερίτη, την εξόρυξη λιγνίτη και την παραγωγή σιδηρονικελίου και υποπροϊόντων του. Το 55,2 % των μετοχών της ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο μέσω του Ταμείου Ανάπτυξης Περιουσιακών Στοιχείων της Ελληνικής Δημοκρατίας, το 33,4 % στην Εθνική Τράπεζα και το 11,4 % στη ΔΕΗ.