Υπάρχει μια σπάνια υποκατηγορία αρίστων επιστημόνων οι οποίοι δεν περιορίζονται στην αμιγώς επιστημονική εργασία τους, αλλά δημιουργούν και το περιβάλλον για να γίνει η εργασία (η δική τους και των συνεργατών τους) αποδοτικότερη και, γιατί όχι, απολαυστικότερη. Και όταν λέμε «περιβάλλον», στην περίπτωση του Νικολάου Ραζέφσκι (Nikolaus Rajewsky), δεν εννοούμε απλώς το κλίμα, την ατμόσφαιρα στο εργαστήριό του. Εννοούμε ένα ολόκληρο ινστιτούτο το οποίο ιδρύθηκε για να στεγάσει το όραμά του για τη βιολογία συστημάτων που δεν είναι άλλο από την ενσωμάτωση της πειραματικής και υπολογιστικής βιολογίας μέσα από τη συστέγαση και αλληλεπίδραση επιστημόνων πολλών διαφορετικών ειδικοτήτων.
Το ηλικίας 10 ετών Ινστιτούτο στεγάζεται εδώ και λίγους μήνες σε ένα μοντέρνο κτίριο που χτίστηκε ειδικά για τον σκοπό αυτόν στην καρδιά του Βερολίνου. Θα φιλοξενεί 23 διαφορετικές ερευνητικές ομάδες οι οποίες θα συνεργάζονται τόσο μεταξύ τους όσο και με κλινικούς γιατρούς από το γειτονικό νοσοκομείο Charité (ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης με ηλικία άνω των 3 αιώνων). Απώτερος στόχος: η ιατρική του μέλλοντος η οποία θα προλαμβάνει παρά θα θεραπεύει.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: ο γεννημένος στην Κολωνία το 1968 γερμανός επιστήμονας προέρχεται από μια οικογένεια στην οποία η επιστημονική αριστεία είναι παράδοση. Παππούς του ήταν ο διάσημος βιοφυσικός Μπόρις Ραζέφσκι, ενώ είναι γιος του διαπρεπούς ανοσολόγου Κλάους Ραζέφσκι. Ο ίδιος επέλεξε να σπουδάσει φυσική και μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, ενώ παράλληλα με τη διδακτορική διατριβή του στη θεωρητική φυσική ολοκλήρωνε και τις ανώτατες μουσικές σπουδές στο πιάνο.
Μέχρι τότε, ο Νικόλαος Ραζέφσκι δεν είχε σκεφτεί να ασχοληθεί με τη βιολογία. Ετσι και η μεταδιδακτορική έρευνά του στις ΗΠΑ είχε να κάνει με τη φυσική και τα μαθηματικά.
Ολα άλλαξαν όταν παρακολούθησε ένα καλοκαιρινό σεμινάριο βιολογίας για μαθηματικούς στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον. Οπως μας είπε: «Ημουν 100% σίγουρος ότι αυτό ήθελα να κάνω στη ζωή μου». Πράγματι, παράτησε αυτό που έκανε και ξανάρχισε από το μηδέν μια δεύτερη μεταδιδακτορική έρευνα στην υπολογιστική βιολογία στο Πανεπιστήμιο Ροκφέλερ, πράγμα που σήμαινε ότι εκτός από τα μαθηματικά (που προφανώς ήξερε καλά) έπρεπε να μελετά εγχειρίδια βιολογίας και παράλληλα να κάνει πειράματα.
Ο όγκος και μόνο της δουλειάς που έπρεπε να γίνει προκειμένου να καλυφθεί το κενό σε γνώσεις βιολογίας αλλά και εμπειρίας στο εργαστήριο θα ήταν ικανός να αποτρέψει πολλούς ερευνητές. Αλλά φαίνεται ότι ο Ραζέφσκι είναι φτιαγμένος από εκείνο το υλικό που ενδυναμώνει μπροστά στις προκλήσεις. Οχι μόνο δεν δείλιασε αλλά κατάφερε να γίνει ένας από τους κορυφαίους μελετητές στο πεδίο της ρύθμισης της γονιδιακής έκφρασης και ως εκ τούτου να γίνει και περιζήτητος. Ετσι, το 2006 επέστρεψε στη Γερμανία αποδεχόμενος τη θέση του καθηγητή στο Κέντρο για τη Μοριακή Ιατρική Μαξ Ντελμπρίκ (Max-Delbruck Center for Molecular Medicine, MDC) του Βερολίνου αλλά και στο νοσοκομείο Charité.
Δύο χρόνια αργότερα και έχοντας πλήρη συνείδηση ότι η νέα βιολογία απαιτούσε τη συνεργασία πολλών ειδικοτήτων, κατάφερε να υλοποιήσει το όνειρό του: να δημιουργήσει ένα ινστιτούτο που θα ειδικεύεται στη μελέτη της γονιδιακής ρύθμισης και όπου θα επιτυγχάνεται «ενσωμάτωση μέσω της συνεργασίας» καθώς όλες οι διαφορετικές ειδικότητες θα βρίσκονταν κάτω από την ίδια στέγη.
Τα πρώτα χρήματα, 12 εκατομμύρια ευρώ, για τη δημιουργία του Ινστιτούτου Ιατρικής Βιολογίας Συστημάτων του Βερολίνου (Berlin Institute for Medical Systems Biology, BIMSB) δεν ήρθαν εύκολα: ο Ραζέφσκι έλαβε μέρος στον σκληρό διαγωνισμό του γερμανικού υπουργείου Παιδείας και Ερευνας και ήρθε πρώτος! Χρησιμοποίησε τα χρήματα αυτά για να προσλάβει τους καλύτερους επιστήμονες και να δημιουργήσει τις ομάδες που θα επέτρεπαν στο Ινστιτούτο να ανθήσει.
Στον ανθρώπινο παράγοντα, στους «εξαιρετικούς συνεργάτες» αποδίδει την επιτυχία που γνώρισε το BIMSB από την αρχή του και η οποία είχε ως αποτέλεσμα να αποφασιστεί η διά βίου χρηματοδότησή του με 18 εκατομμύρια ευρώ ετησίως από το υπουργείο Παιδείας και Ερευνας.
Το μόνο που έλειπε πια ήταν ένα κτίριο που θα στέγαζε το Ινστιτούτο.
Και για αυτό ο Ραζέφσκι έδωσε άλλη μια μάχη και την κέρδισε: το Πανεπιστήμιο Χάμπολντ του «πούλησε» τη γη στο κέντρο του Βερολίνου στη συμβολική τιμή του ενός ευρώ(!), ενώ άλλα 35 εκατομμύρια ευρώ προήλθαν από το υπουργείο. Περιττό να πούμε ότι τον σχεδιασμό του κτιρίου «στο οποίο τα εργαστήρια είναι ανοιχτά και επικοινωνούν με τα γραφεία όπου εργάζονται οι πληροφορικάριοι» επιμελήθηκε ο ίδιος, μαζί βεβαίως με τους αρχιτέκτονες που επέλεξε. Το κτίριο εγκαινιάστηκε από την ίδια την καγκελάριο την περασμένη άνοιξη και σε αυτό ο Ραζέφσκι ελπίζει ότι πέτυχε να εξασφαλίσει «ότι οι ερευνητές αισθάνονται σαν στο σπίτι τους και έτσι θέλουν να έλθουν στη δουλειά τους κάθε πρωί».
Αν νομίζετε ότι έπειτα από αυτά ο Ραζέφσκι έχει επαναπαυθεί στις δάφνες του κάνετε λάθος.
Το πνεύμα συνέργειας και παραγωγικότητας που διέπει το Ινστιτούτο του ελπίζει να μεταφέρει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο μέσω του μεγαλόπνοου προγράμματος LifeTime στο οποίο ήδη συμμετέχουν περισσότερα από 90 ερευνητικά κέντρα και 70 εταιρείες. Τα τεράστια οφέλη αυτού του προγράμματος θα γίνουν αισθητά απ’ όλους μας στα επόμενα χρόνια.