Σαν σήμερα, στις 24 Οκτωβρίου 1945, ιδρύθηκε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Από το 2015, ο Οργανισμός έχει ως κεντρικό του άξονα την προώθηση της παγκόσμιας βιώσιμης ανάπτυξης (Ατζέντα 2030), με ορόσημο το 2030.
Η Ατζέντα 2030 που υιοθετήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2015, και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2016, έχει θέσει δεκαεπτά (17) Παγκόσμιους Στόχους για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (Sustainable Development Goals – SDGs). Αυτοί οι στόχοι αφορούν, μεταξύ άλλων, σε μηδενική φτώχεια και πείνα, υγεία, ποιοτική εκπαίδευση, ισότητα των φύλων, καθαρό νερό, φτηνή και καθαρή ενέργεια, αξιοπρεπής εργασία, λιγότερες ανισότητες, δράση για το κλίμα και προστασία της βιοποικιλότητας.
Παρόλο που οι στόχοι αυτοί συνιστούν έναν πλήρως δομημένο οδικό χάρτη για ένα βιώσιμο μέλλον, η πορεία μετάβασης προς την επίτευξή τους παραμένει ιδιαίτερα δύσκολη.
Ειδικά ο στόχος της κλιματικής αλλαγής, με τα σημερινά δεδομένα, μοιάζει να είναι ανέφικτος. Σήμερα, η μέση παγκόσμια θερμοκρασία έχει ήδη αυξηθεί κατά 1°C, σε σχέση με τα προ βιομηχανικά επίπεδα. Οι πρόσφατες εκτιμήσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος (συμπεριλαμβάνοντας τα μέτρα που έχουν δεσμευθεί να υλοποιήσουν τα μέλη του ΟΗΕ) καταδεικνύουν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας θα προσεγγίσει τους 3.0 – 4.0 oC (μέχρι το 2100), αντί για τη διατήρησή της κάτω από τους 1.5 – 2.0 oC, όπως όριζε η Συμφωνία του Παρισιού (2015).
Μάλιστα, με βάση την σχετική έκθεση των Ηνωμένων Εθνών (1.5 oC Special Report), η πιθανότητα επίτευξης του στόχου είναι μόλις 50%, ακόμα και αν επιτευχθεί κλιματική ουδετερότητα (μηδενικοί ρύποι) σε παγκόσμιο επίπεδο μέχρι το 2050.
Η μεγάλη απόκλιση σε αυτό τον στόχο επηρεάζει δραματικά και τους υπόλοιπους. Η απώλεια της βιοποικιλότητας γίνεται ολοένα και πιο έντονη, ενώ ταυτόχρονα η ασταθής βροχόπτωση και οι κύκλοι ξηρασίας και πλημμυρών δημιουργούν προβλήματα στην επίτευξη των στόχων της καταπολέμησης της φτώχειας και της πείνας, της υγείας κ.α., ειδικά σε περιοχές όπως η Αφρική και η Μέση Ανατολή.
Και ενώ η Πρόεδρος της Κομισιόν, Ursula von der Leyen, έχει θέσει ως προτεραιότητα να γίνει η Ευρώπη η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος του κόσμου μέχρι το 2050, η μετάβαση αυτή στην πράξη αποτελεί τεράστια πρόκληση για τα Κράτη-Μέλη της.
Αναλύοντας τις δράσεις μηδενισμού των εκπομπών μόνο στον τομέα της ενέργειας, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο πρωτόγνωρες και τεκτονικές είναι οι αλλαγές που επίκεινται. Πλήρης απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, ανανεώσιμες πηγές και εξοικονόμηση ενέργειας, έξυπνα δίκτυα και αποθήκευση θα συνθέτουν την εικόνα του μέλλοντος για ένα βιώσιμο ενεργειακό τομέα.
Η Eurelectric (Ευρωπαϊκή ένωση των βιομηχανιών του ηλεκτρικού τομέα), σε πρόσφατη μελέτη της, προσδιόρισε το κόστος για μηδενικούς ρύπους στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στα 100 δις ευρώ τον χρόνο, μέχρι το 2040. Στην Ελλάδα, με βάση το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) του Ιανουαρίου του 2019, οι απαιτούμενες
επενδύσεις μέχρι το 2030, για αλλαγή του ενεργειακού μίγματος προς μία οικονομία χαμηλού άνθρακα, αγγίζουν τα 35 δις ευρώ. Το νούμερο αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά στο νέο ΕΣΕΚ, λαμβάνοντας υπόψη τις διακηρύξεις της Κυβέρνησης για κλείσιμο όλων των λιγνιτικών σταθμών μέχρι το 2028.
Για το λόγο αυτό χρειάζονται σύγχρονα εργαλεία πολιτικής για την ιεράρχηση πόρων, την εξειδίκευση στόχων, την ανάπτυξη συνεργατικών δικτύων δράσης, την παρακολούθηση και τον έλεγχο της προόδου κ.α. Τα εργαλεία αυτά είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι πιέσεις που δέχεται η χώρα μας και στους άλλους στόχους.
Με βάση στοιχεία των Sachs et al. (2019), η Ελλάδα καταλαμβάνει συνολικά μόλις την 50η θέση στην πρόοδο εκπλήρωσης του συνόλου των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης, πίσω από χώρες όπως η Βουλγαρία και η Μολδοβία. Στις πρώτες θέσεις κατατάσσονται η Δανία, Σουηδία, Φινλανδία, Γαλλία, Αυστρία, Γερμανία, Τσεχία, Νορβηγία, Ολλανδία και Εσθονία.
Η επόμενη δεκαετία είναι κρίσιμη, όχι μόνο για να ξανακερδηθεί το χαμένο έδαφος, αλλά για να οικοδομηθούν οι όροι που θα επιτρέψουν να ανταποκριθούμε στις μεγάλες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουμε, όπως είναι η μείωση του πληθυσμού και η γήρανσή του, ο νέος ρόλος των εξελιγμένων ψηφιακών τεχνολογιών (της 4ης βιομηχανικής επανάστασης), και βέβαια οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Χρειάζεται η μετάβαση από τη ρητορική των προθέσεων, στην οργάνωση συγκεκριμένων σχεδίων πολιτικής δράσης και κοινωνικής αλλαγής.
Όχι με όρους «οικολογίας του πανικού», των αόριστων διακηρύξεων και των υπερ απλουστεύσεων, αλλά με όρους ρεαλισμού, επαναφέροντας στο προσκήνιο μία ολοκληρωμένη ατζέντα κεντρικών αλλαγών.
Εκεί θα δοκιμαστεί η ικανότητα του πολιτικού συστήματος να ανταποκριθεί σε ένα ανώτερο επίπεδο απαιτήσεων, διαμορφώνοντας και υλοποιώντας μία μακροπρόθεσμη στρατηγική για τις επόμενες γενιές, αντί για τις επόμενες εκλογές.
Ο Χάρης Δούκας είναι Αν. Καθηγητής ΕΜΠ, Β΄ Αντιπρόεδρος Αντιπροσωπείας ΤΕΕ