Ρυθμός ανάπτυξης έως 1,8% εφέτος που θα προέλθει κυρίως από ενίσχυση των εξαγωγών σε υπηρεσίες (Τουρισμός – Μεταφορές) και μικρή άνοδος κατανάλωσης των νοικοκυριών (+0,5%) και μεγαλύτερη αύξηση δημόσιας κατανάλωσης (+1,3%), λόγω επιδράσεων του εκλογικού κύκλου και κλιμάκωση ανάπτυξης το 2020, σε 2,3-2,5% βλέπει το ΙΟΒΕ.
Οπως επισημαίνει το Ινστιτούτο η επιτάχυνση της ανάπτυξης την επόμενη χρονιά θα προέλθει από μεγαλύτερη επενδυτική δραστηριότητα, λόγω πιστωτικής επέκτασης, φοροελαφρύνσεων στις επιχειρήσεις, έργων σε αποκρατικοποιήσεις – παραχωρήσεις (+15%) και νέα αύξηση εξαγωγών (+4-5%). Ήπια άνοδος ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,0%) και μικρή περιστολή καταναλωτικών εξόδων του δημοσίου από μεταρρυθμίσεις στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών (-0,5%). Η ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση θα αποτυπωθεί στις εισαγωγές (+6,0-6,5%).
Σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση του Ινστιτούτου η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας επιταχύνθηκε στο δεύτερο τρίμηνο του 2019, σε 1,9%, 0,8 και 0,4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το προηγούμενο τρίμηνο και το ίδιο τρίμηνο του 2018.
Στο σύνολο του πρώτου εξαμήνου το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,5%, έναντι ανόδου 2,1% ένα έτος νωρίτερα. Η άνοδος του εγχώριου προϊόντος προήλθε κυρίως από τις υψηλότερες εξαγωγές (+4,8%). Όμως, το ισοζύγιο του εξωτερικού τομέα επιδεινώθηκε, από τη μεγαλύτερη διεύρυνση των εισαγωγών (+6,7%). ‘Επεται σε συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ η αύξηση των επενδύσεων, κατά 7,6%. Ωστόσο, σχεδόν το σύνολο αυτής (90,9%) προήλθε από διεύρυνση των αποθεμάτων, όχι λόγω υψηλότερου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου, ο οποίος διευρύνθηκε μόλις κατά 0,7%. Στην πλευρά της εγχώριας κατανάλωσης, μόνο η επίδραση των καταναλωτικών δαπανών του δημόσιου τομέα που αυξήθηκαν 1,9% ήταν θετική, καθώς η ιδιωτική κατανάλωση ουσιαστικά ήταν αμετάβλητη (-0,1%).
Υπέρβαση στόχου πρωτογενούς αποτελέσματος Κρατικού Προϋπολογισμού στην περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου φέτος κατά €3,18 δισεκ. (πλεόνασμα €2,91 δισεκ. αντί ελλείμματος €272 εκατ.). Προήλθε κυρίως (71,5%) από έκτακτες εξελίξεις στην πλευρά των εσόδων: α) έσοδα πωλήσεων αγαθών – υπηρεσιών, λόγω είσπραξης €1,12 δισεκ. από την επέκταση της σύμβασης παραχώρησης του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών, β) περισσότερα έσοδα από μεταβιβάσεις κατά €858 εκατ., από εισπράξεις ANFA’s και SMP’s και γ) αυξημένες εισπράξεις ΦΠΑ επί λοιπών προϊόντων και υπηρεσιών, κατά €653 εκατ. (€272 εκατ. από ΔΑΑ).
Κατά την παρουσίαση της έκθεσης, ο Πρόεδρος του ΙΟΒΕ, κύριος Παναγιώτης Θωμόπουλος, αναφέρθηκε στις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και εστίασε στους κινδύνους οι οποίοι υφίστανται στο διεθνές περιβάλλον. Επισήμανε δε, πως για συγκεκριμένα επενδυτικά σχέδια, η εφαρμογή τους μπορεί να απαιτεί έναν σημαντικό χρόνο και άρα να έχει αποτελέσματα στο μέλλον.
Όπως ανέφερε επίσης κατά την παρουσίαση της Έκθεσης, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας:
· Πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας αναμένεται κατά το τρέχον έτος ανάμεσα στο 1,5% και 2%, όπως ήταν και στα δύο προηγούμενα έτη, ενώ κατά το επόμενο αναμένεται να υπερβεί το 2%.
· Η ανάπτυξη της οικονομίας στηρίζεται σε βάση που αποτελείται από τρεις κύριους πυλώνες: τη δημοσιονομική εξισορρόπηση που έχει επιτευχθεί, τη στόχευση της οικονομικής πολιτικής στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, και τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης της χώρας.
· Οι θετικές προοπτικές της οικονομίας αποτυπώνονται και στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, που είναι ιδιαίτερα ισχυρή. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος του IOBE βρίσκεται συνολικά στο υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη της κρίσης το 2008, ενώ ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαεννέα ετών.
· Η σημερινή βάση δημιουργεί θετικές προοπτικές αλλά δεν λείπουν οι κίνδυνοι και οι λόγοι για εγρήγορση. Αυτοί σχετίζονται αφενός με τη δομή της ελληνικής οικονομίας και αφετέρου με αρνητικές εξελίξεις που μπορεί να προκύψουν στο διεθνές περιβάλλον.
· Πρέπει η σημερινή θετική συγκυρία να χρησιμοποιηθεί ώστε να αποτελέσει βάση για συστηματικά υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης κατά την επόμενη δεκαετία.
· Ειδικότερα, η μείωση στο κόστος χρηματοδότησης στο σύνολο της οικονομίας, που είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και ευπρόσδεκτη, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και για να διευκολύνει τις δομικές αλλαγές.
· Η βάση εκκίνησης είναι πολύ χαμηλή. Το επενδυτικό κενό είναι δυσθεώρητο, με τις επενδύσεις να είναι κάτω από το μισό του μέσου όρου της Ευρώπης. Η ανεργία βρίσκεται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και η αποκλιμάκωση της, έστω προς το 10%, δεν θα είναι εύκολη. Η πιστωτική επέκταση κινείται ακόμη σε αρνητικό έδαφος και η ενδυνάμωση της κατά το επόμενο έτος αποτελεί κεντρικό ζητούμενο.
· Χωρίς τη στροφή σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο με επενδύσεις και εξαγωγές, η ενίσχυση το ρυθμών μεγέθυνσης θα είναι παροδική.
· Σήμερα, την επίτευξη ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης που θα πλησιάζουν ή και θα υπερβαίνουν το 3%, αντιστρατεύεται η ίδια η δομή της οικονομίας. Συγκεκριμένα, ισχυρή μεγέθυνση συνολικά μέσω ενίσχυσης της κατανάλωσης δεν είναι εφικτή καθότι θα συμπαρέσυρε σημαντική άνοδο των εισαγωγών.
· Ο στόχος να επιτευχθεί μεγέθυνση με ρυθμό άνω του 2,5% είναι φιλόδοξος και μπορεί να επιτευχθεί μόνο με σημαντική άνοδο των επενδύσεων. Κάποιες από αυτές θα χρειαστούν έναν μεγαλύτερο χρόνο επώασης.
· Οι επιλογές οικονομικής πολιτικής που θα γίνουν το τρέχον διάστημα έχουν μεγάλη κρισιμότητα. Η μείωση των συντελεστών συνολικά επιδρά φυσικά ευεργετικά στις καταναλωτικές και επενδυτικές αποφάσεις των νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Όμως, κομβικής σημασίας θα είναι οι βαθμοί ελευθερίας που υπάρχουν να χρησιμοποιηθούν για να εξορθολογήσουν το σύστημα πρωτίστως προς την κατεύθυνση ενός απλούστερου και σταθερότερου συστήματος που δεν θα επιβαρύνει υπερβολικά την εργασία, όπως συμβαίνει σήμερα.
· Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης αποτελεί κεντρική προϋπόθεση για τη βελτίωση της δομής του νέου συστήματος. Μια πολιτική που θα επιβραβεύει τις διαφανείς συναλλαγές στα τμήματα της αγοράς όπου υπάρχει υψηλότερη φοροδιαφυγή, θα ήταν η κατάλληλη.
· Μια μετρημένη αλλά αποφασιστική μεταρρύθμιση του συστήματος είναι όχι μόνο εφικτή, αλλά και απαραίτητη. Η αλλαγή των όρων του συστήματος ούτε μπορεί να καθυστερήσει ούτε πρέπει να αφορά μόνο όσους θα εισέλθουν στην αγορά εργασίας στο μέλλον.
· Οι ρυθμοί μεγέθυνσης στη χώρα αυξάνονται ακριβώς την ώρα ου στην υπόλοιπη Ευρώπη και τους εμπορικούς μας εταίρους μειώνονται. Ταυτόχρονα, η συνεχιζόμενη εφαρμογή μη συμβατικών μέτρων νομισματικής πολιτικής που υιοθετήθηκαν, ώστε να αποφευχθεί συνέχιση της ύφεσης, έχει όρια.