Ποιοι δεν ήθελαν να εκβιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις εξελίξεις το 2014; Η πρόσφατη ηχηρή παρέμβαση του Νίκου Βούτση έθεσε μια σημαντική ψηφίδα στην προσπάθεια να ανοίξει η συζήτηση για την περίοδο προ και κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, τα λάθη και τις παραλείψεις, τις αστοχίες και τις αυταπάτες, τις ευθύνες και το κόστος των επιλογών που έγιναν.
Αν και το κλίμα περί την ηγετική ομάδα δεν είναι ενθαρρυντικό ως προς το να ανοίξει ένας διάλογος για την πλήρη αποτίμηση της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ και τα βαθύτερα αίτια της εκλογικής ήττας, είναι προφανές ότι τόσο η παρέμβαση του κ. Βούτση όσο και άλλες, όπως του Γιάννη Δραγασάκη, του Ευκλείδη Τσακαλώτου και του Στέλιου Κούλογλου, έδωσαν την ώθηση ώστε να τεθούν μια σειρά κομβικής πολιτικής σημασίας θέματα επί τάπητος.
«Ανησυχούσαμε διότι βλέπαμε την επερχόμενη δημοσιονομική ασφυξία, όμως δεν προτείναμε την παραμονή της κυβέρνησης Σαμαρά», έχει διευκρινίσει σε συνομιλητές του ο κ. Δραγασάκης. Ο ίδιος άλλωστε δήλωσε προ ημερών ότι «η παράταση της κυβέρνησης Σαμαρά με τη δική μας ψήφο θα καθιστούσε τον ΣΥΡΙΖΑ συνυπεύθυνο για ό,τι έμελλε να συμβεί».
Η άγνωστη πτυχή
Μεταξύ αυτών, οι καθοριστικές αποφάσεις και χειρισμοί του 2014 σε σχέση με την πτώση της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά και την επακόλουθη πρόωρη προσφυγή στις κάλπες που σηματοδοτούσε την «επέλαση» του ΣΥΡΙΖΑ, όπως μαρτυρούσαν οι δημοσκοπήσεις της εποχής και οι τάσεις που είχαν διαμορφωθεί στην κοινωνία. Η σχετική αναφορά του κ. Βούτση φώτισε μια άγνωστη πτυχή των εξελίξεων που σφράγισαν την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία αλλά και την τύχη της χώρας.
Ο τέως πρόεδρος της Βουλής αποκάλυψε ότι «υπήρχε διαφωνία σε κλειστούς κύκλους για το αν θα προχωρούσαμε το 2014 στην πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά ή δεν θα προχωρούσαμε, με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας». Ηταν μια αγωνιώδης – πλην άνευ πρακτικού αντικρίσματος – συζήτηση σε έναν περιορισμένο κύκλο στο εσωτερικό του κόμματος, το οποίο ατένιζε όσο ποτέ άλλοτε με αξιώσεις το μέλλον: ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν σε ρότα εξουσίας, ένα βήμα πριν από τη ρεβάνς με την Ιστορία.
Παρά ταύτα, η ανησυχία για το τι μέλλει γενέσθαι υπήρχε «με αφορμή τις πληροφορίες που είχαμε, όσες είχαμε, για το πόσο ετοιμάζονταν οι ξένοι κ.λπ.», όπως εκμυστηρεύθηκε ο κ. Βούτσης. Ο προβληματισμός που εκφραζόταν ήταν αν λόγω του ασφυκτικού πλαισίου που είχαν επιβάλει οι δανειστές και της δίμηνης παράτασης που είχε συμφωνήσει ο τότε πρωθυπουργός κ. Σαμαράς για το δεύτερο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, με στόχο, όπως πίστευαν στον ΣΥΡΙΖΑ, να ναρκοθετήσει το πεδίο για την κυβέρνηση της Αριστεράς, ήταν φρονιμότερο για τον Αλέξη Τσίπρα να περιμένει.
Η συμβουλή Βενιζέλου
Ηταν άλλωστε κάτι που είχε συμβουλεύσει τότε (Δεκέμβριος του 2014) τον ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ ένας άσπονδος πολιτικός εχθρός του, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Σαμαρά και υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος σε συνάντηση που είχαν στο ΥΠΕΞ για τα εθνικά θέματα φέρεται να τον είχε προτρέψει να μη βιάζεται διότι θα είχε να αντιμετωπίσει την άτεγκτη στάση των δανειστών, ενώ ο χρόνος κυλούσε προς όφελός του, δεδομένων των ισχυρών πιέσεων που ασκούσε η τρόικα εκείνη την περίοδο στην κυβέρνηση και των σκληρών απαιτήσεών της για νέα αντιλαϊκά μέτρα.
Οι αποφάσεις όμως είχαν ήδη ληφθεί και τα πιόνια είχαν τοποθετηθεί στη σκακιέρα των εξελίξεων. Στην Κουμουνδούρου πρυτάνευε η λογική «ή τώρα ή ποτέ». «Τότε μας είχε ανάγκη η κοινωνία», αναφέρει χαρακτηριστικά σημαίνον κομματικό στέλεχος, επισημαίνοντας ότι επί της ουσίας «αποφασίσαμε να σηκώσουμε το γάντι που μας έριξε ο Σαμαράς». Και αυτό δεν ήταν άλλο από την προεδρική εκλογή και τις πρόωρες εκλογές.
Τα γεγονότα είναι γνωστά. Ο ΣΥΡΙΖΑ δυναμίτισε τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και η χώρα οδηγήθηκε στις κάλπες. «Το 2014 δεν έπρεπε να υπάρχει εκβιασμός των πολιτικών εξελίξεων και προεδρικές εκλογές. Επρεπε ο Σαμαράς να κάνει όλη τη «βρώμικη» δουλειά. Δηλαδή να πάρει αυτός όλα τα μέτρα. Ή θα έπεφτε ή, αν δεν έπεφτε, θα έχανε τις εκλογές στο τέλος του 2015» είπε πρόσφατα ο ευρωβουλευτής κ. Κούλογλου, με το σκεπτικό ότι έτσι «ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε προετοιμαστεί καλύτερα, θα είχε αξιοποιήσει τον χρόνο και δεν θα είχε χρειαστεί να κάνει συμμαχία με τους ΑΝΕΛ που αποδείχθηκε πολιτικά δαπανηρό». Είναι μια εκ των υστέρων προσέγγιση.
Ποιοι διατύπωναν όμως το 2014 την ανησυχία τους για τις εξελίξεις; Οσοι γνώριζαν και είχαν αναλύσει τα δημοσιονομικά στοιχεία και τα περιθώρια που υπήρχαν, δεδομένης της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί από την κυβέρνηση Σαμαρά. Η δίμηνη παράταση του προγράμματος σηματοδοτούσε το ασφυκτικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης για την επόμενη κυβέρνηση «ώστε να εξαναγκάσει τη χώρα να ξαναμπεί σε περιπέτειες και σε βαθύ Μνημόνιο», όπως είχε δηλώσει τότε ο κ. Τσίπρας επικαλούμενος ευρωπαϊκές πηγές που άφηναν να διαρρέει ότι ενώ η αρχική επιλογή των εταίρων ήταν η εξάμηνη παράταση του προγράμματος, κατόπιν ελληνικής επιμονής προσδιορίστηκε το χρονικό όριο της 28ης Φεβρουαρίου του 2015.
Το μεγάλο ρίσκο
Οι ανησυχίες του οικονομικού επιτελείου δεν είχαν τεθεί στις κομματικές συσκέψεις και δεν αμφισβητούσαν την κυρίαρχη τάση που επικρατούσε στον ΣΥΡΙΖΑ και η οποία αποτυπώνεται στη φράση κορυφαίου στελέχους από εκείνους που τάχθηκαν ανεπιφύλακτα υπέρ της ανάληψης του μεγάλου ρίσκου – με τα τραγικά επακόλουθα του πρώτου εξαμήνου της «περήφανης διαπραγμάτευσης»: «Δεν σε καλεί η Ιστορία κάθε μέρα» αναφέρει εμφατικά. Οσοι συντάχθηκαν με την κυρίαρχη γραμμή της «εφόδου» επικαλούνται τρεις βασικούς λόγους: πρώτον, ότι «η τρόικα είχε άρει την εμπιστοσύνη της προς τον κ. Σαμαρά», δεύτερον, ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε το ηθικοπολιτικό δικαίωμα να αφήσει τον τότε πρωθυπουργό να συνεχίσει το καταστροφικό του έργο» και, τρίτον, ότι «οι ιστορικές στιγμές απαιτούν ιστορικές αποφάσεις» (αλλά και χειρισμούς στο ύψος των ιστορικών περιστάσεων).