Αν η Αντιπολίτευση διατηρούσε μια πολιτική ζωντάνια, αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουλίου, σε κάθε γωνιά της χώρας, σε κάθε πόλη και χωριό, θα οργάνωνε τη συζήτηση. Τι ήταν και τι είναι η κρίση; Τι δυνάμωσε το κύμα ανορθολογισμού που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία; Γιατί αυτός αποδοκιμάστηκε καταλυτικά την πρώτη φορά που συναντήθηκε με τις κάλπες; Γιατί με τόση άνεση και τόσο καθαρό τρόπο ένα δεξιό – κεντροδεξιό κόμμα κερδίζει τις εκλογές;
Αν κρυφά και αργά δουλεύει η φθορά, η απουσία συζήτησης επιταχύνει το έργο της. Και ήδη είναι φανερή η σκόνη της πάνω στο σώμα της Αντιπολίτευσης.
Το ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ πρώτα. Στέρεα συνδεδεμένο με το παρελθόν του και δέσμιο των παραστάσεων εξουσίας που το συνοδεύουν, εκτιμά μάλλον ότι η αδράνεια των πραγμάτων θα στραφεί εναντίον του εαυτού της και μέσα από αυτή την προσδοκία θα βρει το ίδιο τη σωτηρία του. Είναι παράδοξο το αδιέξοδο του κόμματος αυτού. Θα υπάρχει τόσο, ώστε να μην μπορεί να αρνηθεί αυτό που ήδη είναι. Ανάμεσα στην αμφιβολία μιας άλλης πορείας και τη γραφειοκρατική ασφάλεια του κομματικού μηχανισμού, θα προσθέτει μικρή ισορροπία στο λεγόμενο πολιτικό σύστημα, χωρίς, όπως είναι σήμερα, να μπορέσει πια ποτέ να γίνει παράγοντας μεταβολής του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά. Θα αργήσει να υποψιαστεί τι συντελέστηκε στη χώρα με τη δική του συμβολή και ευθύνη. Το 31% της κάλπης του τρέφει τη φαντασία. Και η πραγματικότητα του αφαιρεί το μέλλον. Το προσγειώνει και αναπόφευκτα το φέρνει αντιμέτωπο με τον κυβερνητικό εαυτό του. Η διένεξη αυτή επιταχύνει την απογύμνωσή του. Και του αφαιρεί τη δυνατότητα να διατυπώσει μια σοβαρή, αξιόπιστη πολιτική πρόταση, αντιπολιτευτική, έστω. Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας με τον παλαιό και σημερινό εαυτό του θα γίνεται ο εκφραστής του αδιεξόδου μεταβολής. Τώρα πια έχουν εκπνεύσει οι διακηρύξεις. Και η υπερφίαλη πραγματικότητα των στελεχών του έρχεται μέσα από ένα ψέλλισμα κριτικής να μιλήσει για το εύρος και το βάθος της μικρότητάς τους. Δεν είμαστε προετοιμασμένοι, είπαν. Δεν είμαστε ικανοί να προετοιμαστούμε ποτέ, λένε στην πραγματικότητα.
Μάταιη θα αποδειχθεί και η προσπάθεια του κόμματος αυτού να εξελιχθεί σε μαζικό, μέσα από την επιχείρηση εγγραφής νέων μελών. Οσο και αν οι απελπισμένοι παλαιοί ψηφοφόροι του ΠαΣοΚ αποτελούν εν δυνάμει πηγή τροφοδοσίας, η απόπειρα οικειοποίησης της δημοκρατικότητας θα το τοποθετεί πάντα στο όριο του δημοκρατικού πλαισίου και θα ανακινεί την άσβεστη μνήμη του «ή εμείς ή αυτοί».
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες επωάζεται ένα τέλος των δύο πρώτων κομμάτων της Αντιπολίτευσης, όπως τα γνωρίσαμε μέχρι σήμερα. Το ΚΙΝΑΛ δεν λέει να χορτάσει με τις αποτυχίες του. Ο ΣΥΡΙΖΑ να αντιληφθεί το αδιέξοδό του.
Αδέξιος ερασιτέχνης αυτή η Αντιπολίτευση. Προσωρινά ή όχι, θα δούμε. Οπως θα δούμε επίσης, αν ο κ. Μητσοτάκης, αρνούμενος τον συμβιβασμό και τη συμβατικότητα και αποκρούοντας τον πολιτικό φόβο, αξιοποιήσει τον χρόνο που από τις συνθήκες άπλετα του παρέχεται.
Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.