Στη διαλεκτική πολεμικών τετελεσμένων και πολιτικής διαπραγμάτευσης που ούτως ή άλλως έχει σφραγίσει τον πόλεμο στη Συρία σχεδόν από την αρχή του, οι εκεχειρίες είναι πάντοτε εύθραυστες.
Γιατί τα πραγματικά επίδικά κρίνονται στο πώς όσα συμβαίνουν στο πεδίο των συγκρούσεων στην συνέχεια μεταφράζονται και σε πολιτικές κατευθύνσεις. Ιδίως όταν πρόκειται για έναν πόλεμο εξαρχής σύνθετο χωρίς καθαρές γραμμές στα μέτωπα και με παράλληλη αντιπαράθεση διαφόρων σχεδίων για την περιοχή, συμπεριλαμβανομένων και σχεδίων που εξαρχής απέβλεπαν στη «διαχείριση της αποσταθεροποίησης».
Η προειδοποίηση δε των ΗΠΑ ότι μπορεί να παρέμβει και στρατιωτικά δημιουργεί νέα δεδομένα, αν και η αμερικανική εξωτερική πολιτική επί Τραμπ δεν χαρακτηρίζεται και από τη σταθερότητά της.
Διαβάστε επίσης: Συριακή ρουλέτα – Στην παγίδα Πούτιν-Ερντογάν η Μέση Ανατολή και η Νοτιατολική Μεσόγειος
Η προετοιμασία για την «επόμενη μέρα»
Σε αυτή την αντιπαράθεση είναι σαφές τα βλέμματα όλων είχαν αρχίσει να προετοιμάζονται για την επόμενη μέρα και την μεταπολεμική Συρία. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί οι ΗΠΑ επέλεξαν τελικά, ανεξαρτήτως εσωτερικών ταλαντεύσεων και παλινωδιών, να αποδεχθούν την απεμπλοκή τους.
Αυτό εξηγεί γιατί μεταστρέφονται οι μοναρχίες του Κόλπου από την ενίσχυση των ένοπλων τζιχαντιστικών οργανώσεων, στη συμμετοχή στην ανοικοδόμηση της Συρίας. Αυτό εξηγεί την ιδιαίτερη πολιτική και διπλωματική δραστηριότητα της Ρωσίας που αναζητά μια λύση που να κατοχυρώνει όχι απλώς την παρουσία της αλλά και την ικανότητά της να επιλύει προβλήματα μιλώντας με όλες τις πλευρές (ενδεικτική η διαρκής επικοινωνία της Ρωσίας με το Ισραήλ αλλά και πλέον και με τη Σαουδική Αραβία). Και αυτό εξηγεί γιατί η Τουρκία κατάφερε να λάβει έμμεση αναγνώριση και από τις ΗΠΑ και από τη Ρωσία του δικαιώματός της να προχωρήσει σε μια επιθετική και παράνομη σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο ενέργεια, δηλ. την εισβολή στη Συρία.
Οι επιδιώξεις των βασικών παικτών
Οι επιδιώξεις των βασικών παικτών έχουν γίνει σαφείς. Η Τουρκία θέλει να πετύχει τα περισσότερα δυνατά πλήγματα στη δυνατότητα των Κούρδων στη Συρία να υποστηρίζουν ότι έχουν αυτόνομη κρατική οντότητα και στην επιχειρησιακή δυνατότητά τους να οργανώνουν επιθέσεις στο τουρκικό έδαφος. Κυρίως δε θέλει να υπάρχει ένα πετυχημένο βήμα προς αυτό που είναι ο χειρότερος εφιάλτης της, δηλαδή μια κουρδική οιονεί κρατική οντότητα κοντά στα σύνορά της. Παράλληλα, θέλει να κατοχυρώσει την παρουσία των φιλικών προς αυτή ισλαμικών οργανώσεων (και που τώρα συνοδεύουν τον τουρκικό στρατό στην εισβολή και ευθύνονται για τις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις βίας όπως ήταν η δολοφονία της Χεβρίν Χαλάφ) και για την επόμενη μέρα.
Οι ΗΠΑ θέλουν να αποχωρήσουν από τη Συρία, μεταφέροντας την επιχειρησιακή βάση τους για άμεσα πλήγματα κατά του Ισλαμικού Κράτους στο γειτονικό Ιράκ (μετακίνηση που είναι ήδη σε εξέλιξη), όμως με τέτοιο τρόπο που να μη φανεί ότι άφησαν και εντελώς απροστάτευτους τους Κούρδους, ώστε να μην ενταθεί μια εικόνα «χαμένης αξιοπιστίας» της υπερδύναμης.
Η Ρωσία θέλει να δρομολογήσει μια πολιτική λύση που να μπορεί να περιλαμβάνει και τους Κούρδους και ένα μέρος της αντιπολίτευσης, με βάση τη διαδικασία της Αστάνα και την «Συνταγματική Επιτροπή», υποσχόμενη παράλληλα ότι θεωρεί σεβαστό το τουρκικό αίτημα για ασφάλεια (όπως και αντίστοιχα αιτήματα άλλων χωρών όπως το Ιράν που επίσης υποστήριξη τη συριακή κυβέρνηση μαζί με τη Χεζμομπολάχ. Η συριακή κυβέρνηση θέλει να επεκτείνει την πολιτική και στρατιωτική παρουσία της σε όλη τη συριακή επικράτεια, πράγμα που δεν αφορά μόνο τη Ροτζάβα αλλά και το πιο άμεσο φλέγον ζήτημα των θυλάκων ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων στην περιοχή της Ιντλίμπ.
Δύσκολες ισορροπίες και σύνθετες δυναμικές
Οι ισορροπίες γύρω από όλα αυτά δεν είναι απλές και θα ήταν λάθος μια εικόνα ότι τα πράγματα κινούνται «χρονογραφημένα» βάσει κάποιας προκαταβολικής συνεννόησης όλων με όλους. Πιο κοντά στην αλήθεια είναι να πούμε ότι υπάρχει μια αλληλουχία ιδιαίτερων επιλογών των επιμέρους παικτών που οδηγεί με βάση τους πραγματικούς συσχετισμούς που διαμορφώνονται σε μια κοινή συνισταμένη. Αυτό με τη σειρά του γεννά και μεγάλους κινδύνους ανάλογα με τη δυναμική που παίρνουν οι επιμέρους επιλογές.
Στην περίπτωση της Τουρκίας το ερώτημα είναι ποια κλίμακα θα πάρει τελικά η στρατιωτική εμπλοκή, ποια διάρκεια θα έχει η όποια ζώνη ασφαλείας δημιουργηθεί, πότε και με ποιο τρόπο θα μπορέσει να υπάρξει και η παράλληλα ανάπτυξη των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων με την παράλληλη υποστήριξη των ρωσικών δυνάμεων, έτσι ώστε στο τέλος να αποκατασταθεί η εδαφική και πολιτική ακεραιότητα της Συρίας. Τυχόν επιμονή της Τουρκίας είτε για να επιτεθεί ακόμη περισσότερο στις κουρδικές θέσεις και πέραν της ζώνης ασφαλείας, είτε για μακρόχρονη παραμονή στο συριακό έδαφος θα προκαλέσει αντιδράσεις και από τη συριακή και από τη ρωσική πλευρά.
Στην περίπτωση των Κούρδων, που βρίσκονται αντικειμενικά σε δύσκολη θέση το ερώτημα είναι με ποιο τόπο θα μπορέσουν να υλοποιήσουν τη συμφωνία με τη συριακή κυβέρνηση, σε ποιο βαθμό θα διεκδικήσουν έναν αυτόνομο στρατιωτικό ρόλο και κυρίως με ποιο πνεύμα θα πάνε στην Συνταγματική Επιτροπή και μέχρι ποιο βαθμού θα διεκδικήσουν κάποιο ειδικό καθεστώς.
Στην περίπτωση της συριακής κυβέρνησης το βασικό είναι η μετάβαση στη φάση της συνταγματικής επιτροπής, όπως και η αναγνώρισή της ως τμήμα της πολιτικής διαδικασίας, παράλληλα με επιμονή στην ανάγκη να λυθεί και το θέμα της εκκαθάρισης της περιοχής της Ιντλίμπ από τις εναπομείνασες ένοπλες οργανώσεις εκεί, εκκαθάριση που μέχρι τώρα έχει καθυστερήσει κυρίως ύστερα από απαίτηση της Τουρκίας.
Στην κόψη του ξυραφιού
Στην περίπτωση της Ρωσίας το βασικό είναι να μπορέσουν να χειριστούν όλες τις λεπτές ισορροπίες και τους ρυθμούς που αυτό συνεπάγεται, σε μια κίνηση που δεν θα είναι καθόλου εύκολη. Αυτό σημαίνει να μπορέσει να παρατείνει την εκεχειρία στη βορειοανατολική Συρία. Αυτό δεν θα είναι τόσο εύκολο καθώς η Άγκυρα θα πιέσει για να την εκκαθάριση μεγαλύτερων περιοχών από τις κουρδικές πολιτοφυλακές, ιδίως σε σημεία που έχουν σπεύσει και οι κυβερνητικές δυνάμεις με ρωσική υποστήριξη. Αντίστοιχα, θα χρειαστεί αρκετή πίεση για να πειστεί η Τουρκία σε απευθείας διαπραγμάτευση για την ασφάλεια των συνόρων με τη συριακή κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, αναμένεται η ρωσική πλευρά να απαιτήσει να προχωρήσει η εκκαθάριση στην Ιντλίμπ, εν μέρει και ως αντάλλαγμα στην τουρκική παρουσία στα βορειοανατολικά.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η διαπραγμάτευση δεν θα είναι εύκολη. Όμως, από την άλλη η Τουρκία γνωρίζει ότι αυτή τη στιγμή και με δεδομένη την αμερικανική σταδιακή απεμπλοκή, η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να προσφέρει λύσεις που να περιλαμβάνουν και εγγυήσεις ασφαλείας για την ίδια είναι η Ρωσία. Και αυτό απλώς κάνει ιδιαίτερα κρίσιμη και καθοριστική τη συνάντηση Ερντογάν και Πούτιν.