Το ξεχνάμε συχνά στη σχετική συζήτηση, αλλά η υπόσχεση ευρωπαϊκής προοπτικής προς τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων δεν ήρθε με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η αφετηρία της βρίσκεται στην ίδια την περίοδο της αποδιάρθρωσης της Γιουγκοσλαβίας και της μετάβασης των Βαλκανίων σε αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «μετακομμουνιστική» εποχή.
Ήταν τότε που με διάφορους τρόπους οι ηγέτιδες χώρες της Ευρώπης αποδέχτηκαν ως αναπόφευκτη τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, κίνηση που καθαυτή τροφοδότησε έναν αιματηρό πόλεμο, και τη διαμόρφωση ανεξάρτητων κρατών από τις ομόσπονδες οντότητες της Γιουγκοσλαβίας.
Τα νέα κράτη, μπορεί να είχαν έντονη εθνικιστική ρητορική αλλά ταυτόχρονα είχαν να αντιμετωπίσουν πραγματικά προβλήματα εσωτερικής συνοχής, ιδίως από τη στιγμή που τα εσωτερικά σύνορα της Γιουγκοσλαβίας δεν ακολουθούσαν εθνικές γραμμές, ενώ ήταν και μικρά.
Όμως, η υπόσχεση που δέχτηκαν ήταν ότι σε μια διαδικασία «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» αυτό δεν θα ήταν ένα πρόβλημα. Αντίθετα, τα νέα κράτη θα μπορούσαν να προσβλέπουν τόσο στην ένταξη στην «ευρωπαϊκή οικογένεια» όσο και στην ένταξη στους οργανισμούς «συλλογικής ασφάλειας» που θα διαδέχονταν τον Ψυχρό Πόλεμο. Η ένταξη αυτή υποτίθεται ότι θα υπεραναπλήρωνε τα υπόλοιπα προβλήματα αυτών των χωρών.
Όμως, οι διαδικασίες αυτές δεν προχώρησαν με τον ίδιο τρόπο και με τους ίδιους ρυθμούς. Ενώ τα μεγάλα και «ιστορικά» κράτη των ανατολικών Βαλκανίων, η Ρουμανία και η Βουλγαρία, μπήκαν σε τροχιά ένταξης, δεν ίσχυσε το ίδιο για τα πρώην κράτη μέλη της Γιουγκοσλαβίας και την Αλβανία. Εδώ οι ρυθμοί ήταν άνισοι και είχαν να κάνουν και με την εξέλιξη του πολέμου και την κληρονομιά του.
Η Σλοβενία, που δεν είχε συμμετοχή στο κύριο μέρος του πολέμου, μπόρεσε να κάνει αίτηση ένταξης το 1996 και να συμπεριληφθεί στο κύμα της διεύρυνσης του 2004, ενώ αντίθετα η Κροατία έκανε αίτηση μόλις το 2003 και μπόρεσε να μπει το 2013.
Από εκεί και πέρα τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα και πιο δύσκολα. Χρειάστηκε πρώτα να ολοκληρωθεί και η ανεξαρτησία του Μαυροβούνιου το 2006, ώστε μετά από αυτό να υπάρξουν αιτήματα και από το Μαυροβούνιο και από τη Σερβία. Βέβαια στην περίπτωση της Σερβίας υπήρχε πάντα και το ανοιχτό θέμα του Κοσόβου που πάντοτε έκανε τα πράγματα πιο περίπλοκα. Πάντως αυτή τη στιγμή τόσο το Μαυροβούνιο όσο και η Σερβία βρίσκονται επισήμως σε ενταξιακές διαπραγματεύσεις.
Από την άλλη στην περίπτωση της σημερινής Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, η εμπλοκή που υπήρχε με το όνομα σήμαινε ότι δεν ετίθετο οποιοδήποτε ζήτημα έναρξης των σχετικών συζητήσεων πριν την επίλυση του «ονοματολογικού».
Στην περίπτωση της Αλβανίας τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Η γειτονική χώρα προσπαθεί πολλά χρόνια να ξεκινήσει ενταξιακές διαδικασίες, όμως πάντα προσέκρουε σε μια δυσπιστία ως προς τη λειτουργία των θεσμών και την ενδημική διαφθορά. Παρ’ αυτά τα τελευταία χρόνια τα πράγματα έδειχναν να έχουν βελτιωθεί.
Σε προσπάθεια εκκίνησης ενταξιακών διαδικασιών είναι η Βοσνία Ερζεγοβίνη, όμως η χώρα ακόμη απέχει από το να έχει ολοκληρώσει την ίδια τη διαδικασία πολιτικής συγκρότησης που απαιτούσε η ειρηνευτική συμφωνία του Ντέιτο. Αυτό αποτυπώνεται και συμβολικά στη συνεχιζόμενη λειτουργία του θεσμού του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τη Βοσνία.
Η Συμφωνία των Πρεσπών
Στη διαπραγμάτευση για την Συμφωνία των Πρεσπών, υπήρξαν ρητές υποσχέσεις από τη μεριά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε επίπεδο εκπροσώπων των ευρωπαϊκών θεσμών και σε επίπεδο ευρωπαίων ηγετών ότι η αποδοχή της συμφωνίας από τη γειτονική χώρα θα αν άνοιγε το δρόμο για την ενταξιακή διαδικασία.
Αντίστοιχα, στο εσωτερικό της Βόρειας Μακεδονίας η προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ ήταν βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών της συμφωνία και αξιοποιήθηκε για να μπορέσει να υπερψηφιστεί. Άλλωστε, για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού η ένταξη σε διεθνείς οργανισμούς φάνταζε ως δυνατότητα απόσπασης μεγαλύτερων εγγυήσεων ασφάλειας, σε μια χώρα που στην αρχή της προηγούμενης δεκαετίας έφτασε πολύ κοντά στον εμφύλιο πόλεμο.
Όσο για τη σύνδεση των υποψηφιοτήτων της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας, αυτό έχει να κάνει με την τάση της ΕΕ να ξεκινά διαδικασίες παράλληλα όταν πρόκειται για χώρες με ανάλογα χαρακτηριστικά, εν προκειμένω δύο χώρες από τα δυτικά Βαλκάνια.
Οι αντιρρήσεις στη διεύρυνση
Παρότι, η Γαλλία επιμένει ότι δεν έχει κάποια αντίρρηση αρχής στη διεύρυνση, στην πραγματικότητα οι αντιρρήσεις είναι πιο συνολικές και εξηγούν ούτως ή άλλως την καθυστέρηση στις ενταξιακές διαδικασίες. Στην πραγματικότητα έχουμε ένα συνδυασμό από λόγους, που συχνά δεν ομολογούνται.
Οι χώρες του «ευρωπαϊκού πυρήνα» δεν επιθυμούν τη διεύρυνση προς χώρες που θεωρούν ότι απέχουν ενός «ευρωπαϊκού τρόπου ζωής», για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση που επανήλθε στο προσκήνιο. Αυτό είχε άλλωστε φανεί και στο μπλοκάρισμα πολλών ετών τώρα των ενταξιακών διαδικασιών της Τουρκίας, όπου απλώς καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν παίρνει την πρωτοβουλία να πει ότι στην πραγματικότητα αρκετές κυβερνήσεις δεν επιθυμούν διεύρυνση προς μια τόσο μεγάλη κατά βάση μουσουλμανική χώρα. Με αντίστοιχα στερεοτυπικό τρόπο αντιμετωπίζονται και οι χώρες των Βαλκανίων.
Όλα αυτά επιτείνονται και από το ζήτημα της μετανάστευσης. Με την ακροδεξιά να είναι σε άνοδο σε αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, οι πολίτες των υπό ένταξη χωρών αντιμετωπίζονται ως υποψήφιοι μετανάστες που δεν πρέπει να διευκολυνθούν. Μάλιστα, ο Μακρόν υποστήριξε ότι έθεσε το βέτο γιατί διαφορετικά θα έπρεπε να εξηγήσει στους συμπολίτες του γιατί η Αλβανία είναι σε δεύτερη σε συχνότητα χώρα προέλευσης όσων αιτούνται ασύλου στην Γαλλία, κάνοντας ότι πρόκειται για επιλογή που έχει να κάνει και με τη μετανάστευση.
Και ένας τρίτος λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι χώρες της διεύρυνσης τείνουν να είναι χώρες με χαμηλότερους οικονομικούς δείκτες από τις χώρες του πυρήνα, άρα θα είναι χώρες που θα διεκδικήσουν μερίδιο των δαπανών συνοχής της ΕΕ.
Ο κίνδυνος πολιτικής αποσταθεροποίησης
Στην περίπτωση της Αλβανίας, όπου ούτως ή άλλως υπάρχει καθυστέρηση στην ενταξιακή διαδικασία, η απόφαση δεν φαίνεται ακόμη να προκαλεί κάποιον άμεσο μεγάλο πολιτικό κραδασμό, παρότι σίγουρα η αλβανική κυβέρνηση θα ήθελε να μπορούσε να ξεκινήσει τη διαδικασία.
Όμως, στην περίπτωση της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στο πλαίσιο της Συμφωνίας των Πρεσπών η γειτονική χώρα άλλαξε το όνομά της και δέχτηκε περιορισμούς στο πώς ορίζει την εθνική της ταυτότητα. Μεγάλο μέρος της αντιπολίτευσης στον Ζόραν Ζάεφ και το κυβερνών σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ήρθε από το εθνικιστικό VMRO-DPMNE που ήταν αντίθετο στη συμφωνία και όλη την προηγούμενη περίοδο κατηγορούσε τον Ζάεφ για απαράδεκτες υποχωρήσεις προς την ελληνική πλευρά.
Αντιμέτωπος με τη διαχείριση των επιπτώσεων αυτής της αρνητικής εξέλιξης, ο Ζάεφ δήλωσε σε τηλεοπτικό διάγγελμα ότι δεν έχει άλλη επιλογή παρά να μεταφέρει την επιλογή στους ίδιους του ψηφοφόρους. Δεν ανακοίνωσε ημερομηνία, αυτή θα τη συζητήσει στη συνάντηση με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς σε συνάντηση που έχει προγραμματιστεί στο προεδρικό μέγαρο στα Σκόπια για την Κυριακή 20 Οκτωβρίου.
«Οι πολίτες πρέπει να αποφασίσουν ποιο μονοπάτι θα δρόμο θα πάρουμε για το μέλλον – το σωστό προοδευτικό ευρωπαϊκό δρόμο, το δρόμο των μεταρρυθμίσεων ή το δρόμο που οδηγεί στην οπισθοδρόμηση προς την απομόνωση, τον εθνικισμό και τις συγκρούσεις», ήταν η χαρακτηριστική αποστροφή του Ζάεφ.
Με την κίνηση αυτή ο Ζάεφ προσπαθεί να προλάβει τις επιθέσεις που θα δεχτεί και να προσπαθήσει να διεκδικήσει ξανά μια ικανή πλειοψηφία ώστε να ελπίζει στην επόμενη εκκίνηση των διαπραγματεύσεων. Όμως, μένει να δούμε σε ποιο βαθμό το VMRO-DPMNE θα προσπαθήσει να ενισχύσει εκλογικά τη θέση του, αν και όπως έχουν δείξει και προηγούμενες εκλογές το κλειδί για το σχηματισμό κυβέρνησης το έχουν πάντα τα κόμματα που εκπροσωπούν τη σημαντική αλβανική μειονότητα.
Σε κάθε περίπτωση μέσα σε μια πολιτική συνθήκη που σφραγίζεται από τη σωρευμένη απογοήτευση για μια οικονομική ευημερία που ποτέ δεν ήρθε στην κλίμακα των υποσχέσεων, το βάρος φαινομένων ενδημικής διαφθοράς και την πικρία από την υποχρέωση αλλαγής ονόματος, η αίσθηση ότι οι ευρωπαίοι υπαναχωρούν από τις υποσχέσεις τους επιτείνει τη δυσαρέσκεια και διαμορφώνει όρους μιας δυνητικής πολιτικής κρίσης.
Όλα αυτά εκ των πραγμάτων φέρνουν στο προσκήνιο και το ερώτημα της βαλκανικής πολιτικής της ελληνικής πλευράς. Η αδυναμία της ΕΕ να έχει μια συνεκτική και συνεπή πολιτική, συνεπάγεται την ανάγκη πρωτοβουλιών της ελληνικής κυβέρνησης για να μπορέσει να διατηρήσει θετικές πολιτικές και οικονομικές δυναμικές στα Βαλκάνια, αλλά και να αποτρέψει την προσπάθεια άλλων δυνάμεων να καλύψουν τα κενά ως προς τη συντονισμένη πολιτική της ΕΕ.