Η Λυδία Κονιόρδου επιστρέφει στο θέατρο έχοντας στις αποσκευές της τις εμπειρίες από τη θητεία της στο υπουργείο Πολιτισμού: ερμηνεύει στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης τον μονόλογο του «Μεγάλου ιεροεξεταστή» του Ντοστογέφσκι και βυθίζεται στα μεγάλα ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας. Η ίδια άλλωστε συνεχίζει να αναρωτιέται, να προβληματίζεται, να ανησυχεί για τη ζωή και την τέχνη της.
Η ενασχόληση με την πολιτική σάς μετατόπισε θεατρικά;
«Οχι ακριβώς. Μετατοπίστηκα με την έννοια ότι απομακρύνθηκα από το αντικείμενό μου. Αλλωστε η στιγμή που μου έγινε η πρόταση ήταν μια στιγμή που και εγώ η ίδια αισθανόμουν την ανάγκη να μπω σε μια περίοδο καλλιτεχνικής σιωπής, για να μπορέσω να κάνω μια επανεκκίνηση. Να μην αναπαραγάγω τον εαυτό μου με έναν αυτόματο πιλότο, γιατί κάτι τέτοιο είναι ο θάνατος του καλλιτέχνη».
Σαν να σας βρήκε έτοιμη δηλαδή;
«Ναι, ήθελα να δω τον πολιτισμό από άλλη γωνία, γνωρίζοντας ότι είχα δοκιμάσει τον εαυτό μου διοικητικά. Πιστεύω άλλωστε στην ομαδική δουλειά και στην ένωση των δυνάμεων. Γι’ αυτό και πίστευα ότι αυτό που θα μπορούσα να κάνω θα βοηθούσε τον τόπο και τον πολιτισμό του, και ιδιαιτέρως τον νεότερο, τον οποίο και γνωρίζω. Οπως γνωρίζω και τις δυνάμεις αυτής της χώρας, οι οποίες πιστεύω ότι δεν έχουν προβληθεί στο εξωτερικό όπως θα έπρεπε».
Επιστρέφοντας στο θέατρο, έχετε αλλάξει;
«Οχι, αλλά βλέπω κι άλλα – αυτό που έλεγαν οι παλιοί «τα κρυφά φάρδητα». Και αυτά έχουν τώρα πολλαπλασιαστεί. Βλέπω και άλλα επίπεδα και αυτό εμπλουτίζει την ερμηνεία μου, θέλω να πιστεύω».
Πώς εμπλουτίζεται η υποκριτική από την πολιτική;
«Ο πολιτισμός δεν είναι μόνο μνημεία και ιδέες. Είναι και ανθρώπινες ψυχές, συμπεριφορές. Οταν εγώ ακολούθησα μια δημοκρατική οδό για διαβουλεύσεις και συνεργασίες, έπρεπε να δημιουργήσω ένα κλίμα όπου να μπορούν διαφορετικές φύσεις, προσωπικότητες, ιδιοσυγκρασίες, ειδικότητες να συνεργαστούν. Μερικές φορές οι συνθήκες μπορεί να ήταν και εμπόλεμες και συγκρουσιακές. Κι εγώ, χωρίς να το συνειδητοποιήσω, έκανα μελέτη ανθρώπινης συμπεριφοράς για να μπορέσω να τους καταλάβω και να τους ενώσω. Αυτό που έκανα όλη μου τη ζωή έτσι κι αλλιώς. Μελετούσα τους ανθρώπους χωρίς εκείνοι να το ξέρουν. Καταλάβαινα πότε λέγανε ψέματα, πότε ο λόγος που υποστήριζαν κάτι ήταν ιδιοτελής, πότε ήταν αθώοι και αφελείς. Το ίδιο και στη Βουλή».
Σας εξέπληξαν όσα βλέπατε;
«Δεν είναι θέμα έκπληξης, αλλά εμβάθυνσης».
Ο ηθοποιός είναι κάποιος που μελετά τους άλλους;
«Ναι, βέβαια. Και εμβαθύνει στον εαυτό του όσον αφορά στις ιδέες. Γιατί το θέατρο είναι ένας τόπος συνάντησης και σύγκρουσης ιδεών. Γι’ αυτό γεννήθηκε. Είναι η σκηνή όπου εκδηλώνεται ο διάλογος».
Τα χρόνια της πολιτικής δεν ήσασταν ηθοποιός;
«Να εξομολογηθώ κάτι. Κάθε φορά που τελειώνει μια παράσταση και πριν αρχίσει η επόμενη αισθάνομαι ότι δεν είμαι ηθοποιός. Οταν αναλαμβάνω έναν καινούργιο ρόλο, ιδίως αν είναι απαιτητικός, στην αρχή αισθάνομαι πανικό, πάντα. Στη «Φόνισσα» έλεγα «εγώ δεν είμαι ηθοποιός, τι θα κάνω»; Ξαναμπαίνοντας στη λειτουργία του θεάτρου σιγά-σιγά ξαναθυμάμαι και τα εργαλεία μου. Απλώς τώρα τον έχω συνηθίσει αυτόν τον πανικό, επειδή ασκούμαι και κρατάω έτοιμο τον εαυτό μου για κάθε νέα πρόταση».
Κεφάλαιο Μπομπ Γουίλσον: «Οδύσσεια», «Λούθηρος» και το περασμένο καλοκαίρι «Οιδίποδας» στην Επίδαυρο…
«Το να δουλεύεις με τον Γουίλσον είναι ευλογία, όαση. Η τέχνη του είναι η τέχνη του μέλλοντος. Για τον Γουίλσον όλες οι τέχνες είναι χρώματα στην παλέτα του. Είναι ένας αναγεννησιακός καλλιτέχνης του 20ού και του 21ου αιώνα, ανεξαρτήτως αν θα ακολουθήσουν τον δικό του κώδικα. Ο δρόμος είναι εκεί που θα ενωθούν ξανά οι Μούσες, η φιλοσοφία, η επιστήμη. Στον Γουίλσον η τέχνη και η τεχνολογία πάνε μαζί, η δομή και το όραμα, ο αρχιτέκτων και ο ζωγράφος. Είναι ένας ολιστικός καλλιτέχνης. Νοιώθω τυχερή που τον γνώρισα τότε στην «Οδύσσεια»».
Ο «Ιεροεξεταστής» μοιάζει να έρχεται σαν συνέχεια από το καλοκαίρι…
«Ο Ντοστογέφσκι, αναφερόμενος στους τρεις πειρασμούς-ερωτήματα που έθεσε το πνεύμα στον Χριστό όταν ήταν στην έρημο και εκείνος δεν ενέδωσε, στην ουσία περιλαμβάνει όλον τον κόσμο, όλη την ανθρωπότητα, τις άλυτες αντιφάσεις της ανθρώπινης ψυχής. Επομένως, η κατάδυση του Ντοστογέφσκι γίνεται με αφορμή αυτά τα τρία ερωτήματα στον ίδιο τον Χριστό, τον οποίο πίστευε μεν, αλλά πώς, σαν το πνεύμα που θέλησε να ελευθερώσει τους ανθρώπους. Ενώ το Ιερατείο που ανέλαβε να οργανώσει αυτή την πίστη με αποκορύφωμα την Ιερά Εξέταση στόχευε στο να κάνει ακριβώς το αντίθετο, τους ανθρώπους σκλάβους δηλαδή».
Αυτό είναι ένα κείμενο για διάβασμα. Υποκριτικά πώς το αντιμετωπίζετε;
«Το θέατρο πάντα επικεντρώνεται σε κάποιες πλευρές του και όσο πιο ολοκληρωμένα γίνει αυτό, τόσο λιγότερο προδίδεται η πρόθεση του συγγραφέα. Αλλά δεν ξέρουμε ποια ήταν η πρόθεσή του. Ερμηνευτικά προσπαθώ να φωτίσω ένα κείμενο που ήταν προφητικό όταν γράφτηκε κι ας μην ήξερε ο Ντοστογέφσκι πώς θα προχωρήσει η ανθρωπότητα. Ενας μεγάλος ποιητής είναι θεόπνευστος. Γι’ αυτό πολλές φορές το έργο του τον ξεπερνά, ξεπερνά τη στιγμή που φτιάχτηκε. Πράγματι θεωρώ ότι αυτό το κείμενο δεν παίζεται – όπως η «Φόνισσα», το αρχαίο δράμα. Οσο πιο βαθιά καθαρός είσαι, όσο πιο βαθιά τολμήσεις να βουτήξεις μέσα σε αυτήν τη θάλασσα του πνεύματος, όσο πιο έντιμα καταθέσεις αυτά που έχεις βρει, με όσο γίνεται λιγότερη φλυαρία και διακόσμηση, τόσο πιο πολύ μπορείς να έχεις την ελπίδα να επικοινωνήσεις. Κι αυτό προσπαθώ. Νομίζω ότι ο Κωνσταντίνος Χατζής τον νιώθει τον Ντοστογέφσκι. Και ο τρόπος του είναι αφαιρετικός, αδρός, καθαρός».
Kυρία Κονιόρδου, η πολιτική σάς άλλαξε;
«Αισθάνομαι ότι έγινα λίγο πιο σοφή. Εμαθα πολλά μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα. Είμαι η τρίτη μακροβιότερη υπουργός Πολιτισμού μετά τη Μελίνα και τον Βενιζέλο».
Πώς βλέπετε τώρα τη Λίνα Μενδώνη;
«Την ήξερα από πριν και είναι πολύ νωρίς ακόμα. Η κυρία Μενδώνη το γνωρίζει πολύ καλά το υπουργείο κι αυτό είναι και καλό και κακό. Είναι σε θέση να ξέρει πώς μπορεί να βοηθήσει αλλά, από την άλλη, έχει έναν τρόπο στον οποίο μπορεί να είναι δέσμια. Είναι καλό να παρακολουθήσει αυτά που έγιναν στο ενδιάμεσο διάστημα, γιατί έγιναν αρκετά. Ολοι κάτι κάναμε μέσα σε αυτό το υπουργείο. Είναι καλό να πάρει τη συνέχειά τους».