Είδε την αρχιτεκτονική όχι με όρους μορφής αλλά ως αποτέλεσμα της σχέσης της με το περιβάλλον κάθε ιστορικής περιόδου και της δομής της κοινωνίας. Ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος (1903-1992) διαμορφώθηκε από την επαφή του με τη σχολή του Μπάουχαους και προσπάθησε να εφαρμόσει τα διδάγματά του και στην Ελλάδα. Η έκθεση «Από το κτήριο στην κοινότητα: Ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος και το Bauhaus», στο Ωδείο Αθηνών, διοργανώνεται με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την ίδρυση του Μπάουχαους και αποπειράται να τον γνωρίσει σε ένα ευρύτερο κοινό το οποίο αγνοεί παντελώς αυτές τις προσπάθειές του.
Γι’ αυτό και πρόκειται για μια έκθεση η οποία λειτουργεί ως μια γενική εισαγωγή στο έργο του με υλικό από το αρχείο Ιωάννη Δεσποτόπουλου το οποίο φυλάσσεται στα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη. Το κοινό (υποψιασμένο ή όχι) θα δει φωτογραφίες και σκίτσα του Ωδείου καθώς και εικόνες από την περίοδο πριν από τον πόλεμο, που έχουν παρουσιαστεί σε επιστημονικές παρουσιάσεις και άρθρα, αλλά και σπουδαστικά σκίτσα, σκαριφήματα από χώρους του Ωδείου του Πνευματικού Κέντρου ή αποσπάσματα με αρνητικά δημοσιεύματα του Τύπου της δεκαετίας του ’60 για το σχέδιο του ΠΚΑ τα οποία κάνουν την παρθενική εμφάνισή τους σε αυτή την έκθεση. Παράλληλα θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά το χρονολόγιο του Μπάουχαους σε αντιστοιχία με τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της Ελλάδος της εποχής.
Κι όμως, σε πρακτικό ή καλύτερα «γραφειοκρατικό» επίπεδο, από τη μέχρι τώρα επιστημονική έρευνα δεν γνωρίζουμε αν ο Δεσποτόπουλος ήταν εγγεγραμμένος φοιτητής στο Μπάουχαους ή όχι. «Σίγουρα γνωρίζουμε πως έζησε στη Βαϊμάρη την περίοδο λειτουργίας κι ότι ήρθε σε άμεση επαφή με τις ιδέες, τα έργα και τα πρόσωπα της σχολής. Αυτό όμως που σήμερα έχει τη μεγαλύτερη σημασία δεν είναι τόσο η ανάγκη επιστημονικής «απόδειξης» αυτού του «γραφειοκρατικού γεγονότος» αλλά κυρίως το πώς ο ίδιος κατανόησε κι ερμήνευσε το έργο στο Μπάουχαους, ιδιαίτερα μέσα στο ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα τρία κείμενα που έγραψε ο ίδιος για το κίνημα, τα οποία εκδόθηκαν σε βιβλίο ως μέρος της έκθεσης. Σε μία πρόταση, το Μπάουχαους ήταν για τον Δεσποτόπουλο ένας τρόπος να «δει και να αντιληφθεί την πραγματικότητα»» θα πει ο επιμελητής της έκθεσης Λουκάς Μπαρμπατίλας, ο οποίος πραγματοποιεί τη διδακτορική διατριβή του για τον Ιωάννη Δεσποτόπουλο στο Bauhaus-Universität στη Βαϊμάρη.
Το Ωδείο έχει βέβαια προεξάρχουσα θέση στην παρουσίαση και όχι μόνο επειδή φιλοξενεί την έκθεση του Δεσποτόπουλου. Οπως θα πει ο Λουκάς Μπαρμπατίλας: «Είναι το πιο γνωστό του έργο, που ενώ βρίσκεται σήμερα σε κεντρικό σημείο της Αθήνας, είναι εν τούτοις αποκομμένο από την υπόλοιπη πόλη, χωρίς καν κύρια είσοδο. Ως κτίριο κουβαλά μια ιδιαίτερη ιστορία και παρά την αναγνωρισμένη αρχιτεκτονική του αξία παραμένει σχεδόν 50 χρόνια από τότε που πρωτοχτίστηκε ακόμη ανολοκλήρωτο. Αυτή η αντίφαση καθρεφτίζει στοιχεία του αστικού μας πολιτισμού και που όσο κι αν δεν μας κολακεύουν, χρειάζεται να αναδειχθούν και να συζητηθούν. Υπό αυτό το πρίσμα, το Ωδείο, ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα κτίρια μοντέρνας μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής στην Αθήνα, θα μπορέσει να «ολοκληρωθεί» όχι μόνο όταν τελειώσουν, σε πρακτικό επίπεδο, οι εργασίες αποκατάστασής του αλλά όταν η ίδια η πόλη και οι κάτοικοί της κατανοήσουν και εκτιμήσουν τα έργα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής ως μέρος της ταυτότητας και της φυσιογνωμίας της πόλης, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα συμβάντα του 20ού αιώνα».
Ενας άλλος λόγος που το Ωδείο βρίσκεται στο επίκεντρο είναι ότι ο Δεσποτόπουλος δεν μας έχει αφήσει πολλά κτίρια, εξάλλου δεν ασχολήθηκε αποκλειστικά με την πρακτική εφαρμογή της αρχιτεκτονικής αλλά και με τη διδασκαλία και τη θεωρία.
«Το πιο γνωστό εκτός του Ωδείου έργο του είναι το Νοσοκομείο Σωτηρία. Εκτός αυτού έχτισε το Νοσοκομείο Ασβεστοχωρίου Θεσσαλονίκης και το Σανατόριο Τρίπολης. Εχτισε επίσης ένα μόνο τμήμα του σημερινού 56ου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών στην Ακαδημία Πλάτωνος, ενώ εξίσου σημαντικό έργο του ήταν το Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, που παρέμεινε ημιτελές για πολλά χρόνια και κατεδαφίστηκε το 1995. Αντίστοιχα, αν σκεφτούμε πως το Πνευματικό Κέντρο Αθηνών ουδέποτε πραγματοποιήθηκε στο σύνολό του και το μόνο κτίριο αυτής της μελέτης (το Ωδείο) παραμένει ακόμα και σήμερα ανολοκλήρωτο, θα δούμε πως δεν μιλάμε μόνο για μια σχετικά μικρή κτιριακή παραγωγή αλλά και μια συνεχή ματαίωση όλων των έργων του, από την τμηματική υλοποίηση, τη μη υλοποίηση, μέχρι και την κατεδάφιση».