Στα προβλήματα που έχουν μέχρι τώρα μαστίσει τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης φαίνεται ότι προστίθεται ένα ακόμη: αυτό της μη τήρησης υποσχέσεων.
Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να σχολιαστεί το διαφαινόμενο βέτο στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της ΕΕ με την Αλβανία και τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, παρά τις ρητές διαβεβαιώσεις που είχαν δοθεί την περασμένη χρονιά αλλά και παρά την προσπάθεια των δύο χωρών να δείξουν ότι προσπάθησαν να συμμορφωθούν με σημαντικό μέρος των όρων που τέθηκαν.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι η διεύρυνση της ΕΕ δεν ήταν ποτέ υπόθεση απλώς και μόνο υποσχέσεων, όρων και εξέτασης του εάν αυτοί ικανοποιούνται. Τα μεγάλα κύματα διεύρυνσης της ΕΕ, πρώτα προς τον ευρωπαϊκό Νότο, αργότερα προς τα βόρεια και μετά προς την μετακομμουνιστική Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, πάντοτε αντιστοιχούσαν και σε πολιτικούς σχεδιασμούς που αφορούσαν και την πλήρη ενσωμάτωση της περιοχής σε μια δυτική κατεύθυνση. Την ίδια ώρα ας μην ξεχνάμε το πώς αντιμετωπίστηκαν και ως δυνητική οικονομική ενδοχώρα για τις ηγετικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όσο για την τήρηση των κανόνων και των προϋποθέσεων, η πραγματικότητα είναι ότι η ΕΕ υπήρξε μάλλον ανεκτική απέναντι σε παρεκκλίσεις, εάν κρίνουμε από ότι σε αρκετές περιπτώσεις στις χώρες της διεύρυνσης η έννοια των θεμελιωδών δικαιωμάτων ήταν διαφορετική από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ούτε ή Πολωνία ούτε η Ρουμανία, που σήμερα είναι στο στόχαστρο των ευρωπαϊκών θεσμών, ξεκίνησαν πρόσφατα να παρεκκλίνουν από τις αρχές του κράτους δικαίου, αλλά αρκετά πριν.
Το ερώτημα της διεύρυνσης προς τα Δυτικά Βαλκάνια
Εάν η διεύρυνση προς την Κεντρική Ευρώπη παρέπεμπε και στην επέκταση της ενιαίας αγοράς αλλά και την αξιοποίηση των υποδομών και του ειδικευμένου δυναμικού, η διεύρυνση προς τα Δυτικά Βαλκάνια είχε πάντοτε και μια γεωπολιτική διάσταση. Περιοχή που έδωσε στην Ευρώπη την τελευταία μεγάλης κλίμακας πολεμική σύγκρουση, τον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο και ό,τι ακολούθησε, τα Βαλκάνια ήταν και μια περιοχή μεγάλων ανταγωνισμών. Με τα ανατολικά Βαλκάνια να είναι ταυτόχρονα ενταγμένα και στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, το βάρος μετατοπίστηκε προς τα δυτικά της χερσονήσου. Εκεί οι ΗΠΑ αλλά και ευρωπαϊκές δυνάμεις θέλησαν να ανακόψουν την προσπάθεια της Ρωσίας να καλύψει ένα κενό που υπήρχε. Αυτό μπορεί να εξηγήσει το ενδιαφέρον για τη Βόρεια Μακεδονία αλλά και τη διαρκή προσπάθεια η Σερβία να μην περάσει στη ρωσική επιρροή, την ώρα που η Αλβανία είχε εξασφαλίσει την ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Όμως, για τις χώρες αυτές, το βασικό ήταν η ένταξη στην ΕΕ. Στην κοινή γνώμη των χωρών αυτών η Ευρωπαϊκή Ένωση ταυτίστηκε με τόσο με την προοπτική ευημερίας όσο και με το βάθεμα των δημοκρατικών θεσμών. Για αλλεπάλληλες κυβερνήσεις έγινε ο μεγάλος στόχος και το κεντρικό πολιτικό όραμα.
Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για χώρες που δεν κατάφεραν να μετατρέψουν τη μετακομμουνιστική διαδρομή τους σε σημαντική οικονομική ανάπτυξη. Αντίθετα παρέμειναν χώρες με σημαντική αναπτυξιακή απόσταση από την άλλη Ευρώπη, διαρκή πληθυσμιακή αιμορραγία εξαιτίας της μετανάστευσης, ακόμη και σε χώρες που κατάφεραν να μπουν στην ΕΕ. Την ίδια ώρα δεν είναι τυχαίο ότι ξεσπούν συχνά τόσο μεγάλα κύματα διαμαρτυριών σε αυτές τις χώρες αιχμή τη διαφθορά, που εξελίσσεται σε ενδημικό πρόβλημα αυτών περιοχών.
Την ίδια στιγμή, ακόμη και η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων και το άνοιγμα των σχετικών «κεφαλαίων» δεν σήμαινε πάντα απαραίτητα και πρόοδο. Ας θυμηθούμε ότι η Τουρκία βρίσκεται σε μια ουσιαστικά τελματωμένη ενταξιακή διαδικασία εδώ και αρκετά χρόνια, ενώ το με σχετικά αργούς ρυθμούς προχωρά και η ενταξιακή διαδικασία της Σερβίας ή του Μαυροβουνίου.
Την ίδια στιγμή η ευρύτερη περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων έφερνε την ΕΕ αντιμέτωπη και με το χειρισμό των υπαρκτών ανοιχτών πληγών από τις πολεμικές συγκρούσεις προηγούμενων διαδικασιών. Αυτό αφορά και το ζήτημα του Κοσόβου και τα ανοιχτά προβλήματα της Βοσνίας Ερζεγοβίνης.
Η Συμφωνία των Πρεσπών και η διεύρυνση
Η διαδικασία της Συμφωνίας των Πρεσπών, τόσο στην άτυπη όσο και στην τυπική διαπραγμάτευσή της περιλάμβανε την εκκίνηση ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας. Για την ακρίβεια παρουσιάστηκε ρητά, για παράδειγμα από τους Ευρωπαίους ηγέτες που την επισκέφτηκαν για να υποστηρίξουν την αποδοχή της στο σχετικό δημοψήφισμα το Σεπτέμβριο του 2018. «Μην κάτσετε στο σπίτι στις 30 Σεπτεμβρίου, αυτή την ιστορική μέρα» είχε πει η κ. Μέρκελ, τονίζοντας ότι η υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών και η αποδοχή της αλλαγής ονόματος άνοιγε ένα ευρωατλαντικό μέλλον για τη γειτονική χώρα. «Το ζήτημα του ονόματος και το ζήτημα της ένταξης αλληλοσυνδέονται», υπογράμμισε τότε η γερμανίδα Καγκελάριος. Ανάλογες δηλώσεις είχαν κάνει τότε και άλλοι ευρωπαίοι αξιωματούχοι. Παρότι η διαδικασία εισδοχής στο ΝΑΤΟ προχώρησε, η διαδικασία ένταξης στην ΕΕ έπρεπε να ξεκινήσει.
Η μακρά διαδρομή της Αλβανίας προς την ΕΕ
Εάν στην περίπτωση της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας το πρόβλημα αφορούσε για πολλά χρόνια το ζήτημα της διαφοράς με την Ελλάδα που εκ των πραγμάτων απέκλειε κάποια ενταξιακή διαδικασία, στην περίπτωση της Αλβανίας τα προβλήματα είχαν να κάνουν και με το θεσμικό πλαίσιο. Εδώ η ανησυχία αφορά το ερώτημα της καταπολέμησης της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ήταν ακριβώς η διαπίστωση ότι δεν έχουν γίνει βήματα προόδου στο θεσμικό επίπεδο που οδήγησε τη γερμανική ομοσπονδιακή βουλή να θέσει το 2016 ουσιαστικά βέτο στην έναρξη της ενταξιακής διαδικασίας, σε μια κίνηση που τότε είχε θεωρηθεί πλήγμα κατά της κυβέρνησης Ράμα.
Οι αντιρρήσεις της Γαλλίας
Τον Ιούνιο του 2019 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο φάνηκε να δίνει το «πράσινο φως» για την εκκίνηση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων για την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία. Όμως, παρέπεμψε το θέμα για απόφαση στο Συμβούλιο του Οκτωβρίου.
Όμως, στο μεταξύ η Γαλλία αποφάσισε να βάλει πιο έντονα τις αντιρρήσεις της ως προς τη διαδικασία διεύρυνσης. Όπως φάνηκε ήδη τον περασμένο Ιούλιο. Τυπικά η αντίρρηση της Γαλλίας δεν αφορά τις συγκεκριμένες χώρες αλλά τη διαδικασία της διεύρυνσης. Το Παρίσι επιμένει ότι πρέπει να αναμορφωθεί η όλη διαδικασία πριν ξεκινήσουν νέες ενταξιακές διαπραγματεύσεις. «Θα αρνηθώ όλες τις μορφές διεύρυνσης πριν υπάρξει σε βάθος μεταρρύθμιση του τρόπου που λειτουργούμε θεσμικά», είχε επιμείνει τότε ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν.
Στο στόχαστρο της Γαλλίας βρίσκεται η πολιτική συμπεριφορά των «χωρών της διεύρυνσης» όπως η Πολωνία ή η Ουγγαρία που διαμορφώνουν εμπλοκές στη δυνατότητα της ένωσης να πάρει πρωτοβουλίες απέναντι σε ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή και η μετανάστευση. Δεν είναι, όμως, λίγοι και αυτοί που υποστηρίζουν ότι υπάρχουν εδώ και απόηχοι μιας συνολικότερης απροθυμίας της Γαλλίας γενικά να δει την ΕΕ να διευρύνεται, επιδιώκοντας να παραμείνει στα όρια μιας ορισμένης «ταυτότητας», υποκύπτοντας εμμέσως και στη σχετική ρητορική της ακροδεξιάς.
Η Γαλλία πάντως επιμένει στην θέση αυτή και η γαλλίδα υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Αμελί ντε Μοντσαλίν επέμεινε ότι χρειάζεται αναμόρφωση «ατέλειωτη σαπουνόπερα» των ενταξιακών διαδικασιών.
Από τη μεριά της η Ολλανδία έχει διατυπώσει συχνά τις αντιρρήσεις της για την εισδοχή της Αλβανίας, επισημαίνοντας τα προβλήματα σε σχέση με τους θεσμούς και τα ζητήματα διαφθοράς.
Πάντως και οι προτάσεις να αποσυνδεθούν οι ενταξιακές διαδικασίες της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας, απορρίφθηκαν καθώς παραμένει κυρίαρχη η άποψη ότι η ενταξιακή διαδικασία των δύο αυτών χωρών πρέπει να αντιμετωπιστεί με τρόπο ενιαίο.
Οι πιθανές επιπτώσεις
Εν αναμονή του πώς θα καταλήξει η σχετική συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το ερώτημα είναι ποια θα είναι η επίπτωση τυχόν παραπέρα καθυστέρησης της έναρξης των ενταξιακών διαδικασιών για τις δύο γειτονικές χώρες.
Είναι σαφές ότι η εξέλιξη αυτή αποτελεί πλήγμα για τις αντίστοιχες κυβερνήσεις, με μεγαλύτερο το κόστος για την κυβέρνηση Ζάεφ στη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας που είχε επενδύσει σημαντικά στην ευρωπαϊκή προοπτική για να μπορέσει να πείσει τους συμπολίτες του να αποδεχτούν την αλλαγή ονόματος και τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αναμένεται το εθνικιστικό VMRO να του επιτεθεί ιδιαίτερα για αυτό το ζήτημα.
Όμως, πέραν του εσωτερικού αντίκτυπου δεν είναι λίγες οι φωνές εντός και εκτός ΕΕ που προειδοποιούν ότι εάν η ΕΕ δεν σπεύσει να καλύψει θετικά έναν κρίσιμο χώρο στα Δυτικά Βαλκάνια αυτό μπορεί να το κάνουν άλλες δυνάμεις. Ας μην ξεχνάμε ότι στην ευρύτερη περιοχή μπορεί οι ΗΠΑ μέσω της εισδοχής χωρών στο ΝΑΤΟ να έχουν κερδίσει σημαντικό ρόλο σε ζητήματα ασφάλειας, όμως ως προς τα οικονομικά και τις εμπορικές συναλλαγές τόσο η Κίνα, όσο και η Ρωσία αλλά ακόμη και η Τουρκία διεκδικούν ρόλο.
Η πρόκληση για την Ελλάδα
Για την ελληνική κυβέρνηση αυτό διαμορφώνει μια ορισμένη πρόκληση. Μπορεί η προεκλογική ρητορική της ΝΔ να επέμενε στην αξιοποίηση της ενταξιακής διαδικασίας ως «μοχλό πίεσης» για διόρθωση των προβλημάτων της Συμφωνίας των Πρεσπών, η κυβερνητική πρακτική τείνει κυρίως προς την εξασφάλιση της εφαρμογής της.
Μια μεγάλη καθυστέρηση στη διαδικασία θα μπορούσε να διαμορφώσει και όρους έστω και μερικής πολιτικής αποσταθεροποίησης στη γειτονική χώρα και να οδηγήσει σε διάφορα προβλήματα.
Αντίστοιχα, η ελληνική κυβέρνηση θα ήθελε μέσω και της ενταξιακής διαδικασίας να αντιμετωπίσει και τα προβλήματα που υπάρχουν με την Αλβανία σε σχέση με την ελληνική μειονότητα και τα δικαιώματά της αλλά και ζητήματα όπως η οριοθέτηση των θαλασσίων συνόρων.
Αλλά και συνολικότερα, η ελληνική πλευρά θα ήθελε να παίξει ρόλο εγγυητή της ενταξιακής διαδικασίας ως τμήμα μιας προσπάθειας διεκδίκησης ξανά πιο ενεργού και ηγετικού ρόλου στα Βαλκάνια. Το μπλοκάρισμα των ενταξιακών διαδικασιών θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό πισωγύρισμα σε μια τέτοια κατεύθυνση.