Έστω και για λόγους καλλιτεχνικής περιέργειας, έχω την ειλικρινή πρόθεση να δω σε πρώτη ευκαιρία την αμφιλεγόμενη νέα ταινία του Κώστα Γαβρά. Χωρίς όμως ποτέ να ξεχνώ ποιο είναι το πρόσωπο που η ταινία αυτή επιχειρεί να ηρωοποιήσει, μετατρέποντας έναν κυνικό, υπερφίαλο και νάρκισσο τυχοδιώκτη σε ρομαντικό ιδεολόγο επαναστάτη που, ως νέος Siegfried στο Götterdämmerung, τολμά να τα βάλει ολομόναχος με δυνάμεις πολύ πιο μεγάλες από εκείνον – και πέφτει ηρωικώς μαχόμενος!
Δεν θα ξεχάσω, για παράδειγμα, τον δόλιο τρόπο με τον οποίο μας αποκοίμισε βεβαιώνοντας ότι οι τράπεζες δεν επρόκειτο να κλείσουν, αφού κάτι τέτοιο «δεν προβλεπόταν». Και, στη συνέχεια, τον αυτάρεσκο κομπασμό του, «Αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες» (“Honey, I just shut the banks”)! Κι εγώ, αφελής, καλόπιστος και αμελής συνάμα, που δεν είχα φροντίσει ως τότε να βγάλω κάρτες ή να μαζέψω λίγα μετρητά κάτω από το στρώμα, έζησα για μέρες κυριολεκτικά την εμπειρία της πείνας μετρώντας τα ψιλά στο πορτοφόλι μου για ένα κουλούρι ή μία τυρόπιτα, αφού βρέθηκα σχεδόν δίχως χρήματα (θα πήγαινα Δευτέρα πρωί στην τράπεζα να πάρω, τρομάρα μου!) ενώ έπρεπε να εξοικονομήσω και το τελευταίο ευρώ για άλλες ανάγκες σημαντικότερες κι απ’ την τροφή (όπως ανελαστικά ιατρικά έξοδα)…
Ξέρω, θα μου πείτε ότι υπάρχουν στον κόσμο άνθρωποι που αισθάνονται τυχεροί αν μπορέσουν να εξασφαλίσουν έστω και το γεύμα μίας τυρόπιτας την ημέρα. Το γνωρίζω και ουδόλως το υποτιμώ ως πραγματικότητα. Όμως, αν κάποτε αποφασίσω να βιώσω την δυστυχία της πείνας του συνανθρώπου, υποβάλλοντας με Παρσιφαλική γενναιότητα τον εαυτό μου σε αυτόβουλη στέρηση τροφής, αυτό θα είναι ζήτημα προσωπικής επιλογής και όχι αποτέλεσμα της παράλογης ματαιοδοξίας ενός τυχοδιώκτη πολιτικού!
Ξαναγυρνώντας στον «ήρωα» της ταινίας, δεν θα ξεχάσω και τον ανάλγητο κυνισμό με τον οποίο απάντησε σε δημοσιογράφο της τηλεόρασης, όταν ο τελευταίος τον ρώτησε τι θα απογίνουν οι ηλικιωμένοι που μες στην αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού ξεροστάλιαζαν με τις ώρες στις ουρές έξω απ’ τις τράπεζες. Όπως δεν θα ξεχάσω ποτέ την απόγνωση και το κλάμα ενός ανθρώπου προχωρημένης ηλικίας (το είδα με τα μάτια μου) που εκλιπαρούσε τον ατσαλάκωτο στην τράπεζα για λίγα μόνο μετρητά από τη σύνταξή του, ρωτώντας τον μάταια, με έκφραση απελπισίας που έλιωνε σίδερα: «Πώς θα ζήσουμε εγώ κι η γυναίκα μου;»…
Και δεν θα ξεχάσουμε, τέλος, τις «επαναστατημένες» κυρίες του Διαδικτύου που θεοποιούσαν τον νάρκισσο στα social media, έχοντάς τον συνειδητά ή όχι αναγάγει σε οιονεί υποκατάστατο των υπαρξιακών ανεκπλήρωτων της άνυδρης ζωής τους – και ρίχνοντας ακόμα περισσότερα ξύλα στη φωτιά της ματαιοδοξίας του. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, αυτό είναι το μόνο για το οποίο υπεύθυνος δεν ήταν ο ίδιος…
Όχι, γι’ αυτό το «δημιουργικά ασαφές» (sic) μείγμα ακαδημαϊκού τσαρλατανισμού και πολιτικής δηθενιάς ίσως δεν άξιζε να γυριστεί ένα (έστω μέτριο) έργο κινηματογραφικής τέχνης από φημισμένο σκηνοθέτη. Θα το δούμε, εν τούτοις, για να διαμορφώσουμε προσωπική άποψη. Και, στο διάλειμμα, ίσως κεράσουμε συμβολικά τον εαυτό μας μία τυρόπιτα. Σαν εκείνες που μας κράτησαν στη ζωή το εφιαλτικό καλοκαίρι του 2015…