«Είχαμε να επιλέξουμε ανάμεσα στη γενοκτονία και το συμβιβασμό, θα διαλέξουμε το λαό μας»: με αυτό τον τρόπο επέλεξε ο Μαζλούμ Αμπντί, διοικητής των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων, να εξηγήσει το δίλημμα με το οποίο βρέθηκαν αντιμέτωποι οι Κούρδοι της Συρίας. Με αυτό τον τρόπο εξήγησε και την απόφαση τελικά της κουρδικής ηγεσίας να ζητήσει την παρέμβαση των κυβερνητικών συριακών δυνάμεων και τελικά της Ρωσίας, εφόσον τελευταία παραμένει το βασικό στήριγμα της συριακής κυβέρνησης.
Και όντως η κίνηση αποτελεί και μια αλλαγή στάσης από τη μεριά των Κούρδων που μέχρι τώρα είχαν επενδύσει κυρίως στη συμμαχία με τις ΗΠΑ. Όμως, μένει να δούμε με ποιον τρόπο θα υλοποιηθεί η νέα τους επιλογή.
Τα όρια της συμμαχίας με τις ΗΠΑ
Οι Κούρδοι βιώνουν αυτές τις μέρες, με τον πιο οδυνηρό τρόπο, τα όρια της συμμαχίας με τις ΗΠΑ. Θυμίζουμε εδώ ότι με το ξέσπασμα του συριακού εμφυλίου πολέμου οι κουρδικές πολιτοφυλακές απέκτησαν τον έλεγχο πόλεων στη βορειοανατολική Συρία, όμως σύντομα βρέθηκαν αντιμέτωπες με το Ισλαμικό Κράτος, που αναδείχτηκε στη βασική ένοπλη ισλαμιστική οργάνωση και διέθετε και ισχυρή γείωση στην άλλη πλευρά των συνόρων με το Ιράκ.
Οι ΗΠΑ που αναγκάστηκαν να αλλάξουν προτεραιότητα στη συριακή κρίση από την «αλλαγή καθεστώτος» στην αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους, θεώρησαν ότι βρήκαν στις κουρδικές δυνάμεις πολιτοφυλακής τις μάχιμες δυνάμεις στο έδαφος που έψαχναν, δεδομένου ότι δεν επιθυμούσαν εκτεταμένη αμερικανική εμπλοκή σε χερσαίες επιχειρήσεις. Αυτό οδήγησε σε μια κλιμακούμενη αμερικανική υποστήριξη στις κουρδικές δυνάμεις.
Με τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις να δίνουν το βάρος τους σε άλλες περιοχές, οι Κούρδοι μπόρεσαν να αποκτήσουν τον έλεγχο σημαντικών περιοχών. Αυτό οδήγησε στο να δοκιμάσουν μορφές αυτοκυβέρνησης σε αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε Ροτζάβα. Μάλιστα, το συγκεκριμένο πείραμα προσέλκυσε και σημαντικό αριθμό ξένων εθελοντών που το θεώρησαν μια εμπειρία επαναστατικού μετασχηματισμού.
Διαμελισμός της Συρίας;
Σε πρώτη φάση όλα αυτά αποτύπωναν και πιθανούς σχεδιασμούς για διαμελισμό της Συρίας, στη βάση του συσχετισμού στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας. Η κουρδική ηγεσία εκτίμησε ότι σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να εξασφαλίσει μέσα από αυτή την τακτική να κάνει ένα αποφασιστικό βήμα προς την αυτόνομη κρατική συγκρότηση.
Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ θεωρούσαν ότι μπορούσαν με αυτό τον τρόπο να εξασφαλίζουν την αποτροπή επανεμφάνισης του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία αλλά και μια παρουσία μέσα στη Συρία. Όμως, ήταν εμφανές ότι η συμμαχία με τους Κούρδους ήταν αμιγώς τακτική και δεν αφορούσε κάποια μεσοπρόθεσμη διευθέτηση του συριακού ζητήματος. Αυτό ήταν εξαρχής και το όριο της αμερικανικής παρέμβασης. Ούτως η απροθυμία της «διεθνούς κοινότητας» να συζητήσει το ζήτημα της κουρδικής αυτοδιάθεσης αποτυπώθηκε στο πώς αντιμετωπίστηκε το δημοψήφισμα του 2017 στο Ιρακινό Κουρδιστάν που κατέληξε και στην απώλεια του Κιρκούρκ που πέρασε στον έλεγχο της ιρακινής κυβέρνησης.
Όμως, η δυναμική του συριακού εμφυλίου έδειξε ότι ούτε το σχέδιο «αλλαγής καθεστώτος» μπορούσε να προχωρήσει, ούτε πολύ περισσότερο αυτό του διαμελισμού. Αντίθετα, η είσοδος της Ρωσίας στο πλευρό της κυβέρνησης Άσαντ διαμόρφωσε ένα νέο συσχετισμό.
Επιπλέον, φάνηκε ότι σταδιακά σε σημαντικά τμήματα του αμερικανικού στρατιωτικού και διπλωματικού κατεστημένου ωρίμαζε η εκτίμηση ότι χρειάζεται αμερικανική απεμπλοκή από τη συγκεκριμένη κρίση, εφόσον οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να διαχειριστούν μια συνολική λύση, αλλά και συνολικότερα από πλευρές των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή.
Η ρωσική παρέμβαση και η τουρκική πίεση
Η Ρωσία στη διάρκεια της παρέμβασής της στη συριακή κρίση έκανε διάφορες προτάσεις προς του Κούρδους, στο πλαίσιο της λογικής της πολιτικής λύσης. Γι’ αυτό και είχε προτείνει τη συμμετοχή τους στην πολιτική διαδικασία και τη διαμόρφωση του νέου συντάγματος, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να περιλαμβάνει και στοιχεία αυτονομίας, αρκεί να μη διακυβεύεται η πολιτική και εδαφική ενότητα της Συρίας. Ωστόσο, η ηγεσία των Κούρδων στη Συρίας σε εκείνη τη φάση προέκρινε τη συμμαχία με τις ΗΠΑ με βάση μια εκτίμηση ότι αυτό θα διευκόλυνε τα σχέδια προς την αυτονομίας και την ανεξαρτησία.
Την ίδια στιγμή η τουρκική εμπλοκή στη συριακή κρίση αποκτούσε όλο και περισσότερο χαρακτηριστικά προβλήματος, παρά «προβολής ισχύος». Η σαφής επιλογή των ΗΠΑ από το 2015 και μετά να στηρίξουν τους Κούρδους στη βορειοανατολική Συρία και να δώσουν προσωρινή νομιμοποίηση στην εκεί οιονεί κουρδική κρατική οντότητα, αντιμετωπίστηκε ως μεγάλη απειλή από την Τουρκία. Αυτό οδήγησε στη σταδιακή προσέγγιση ανάμεσα σε Άγκυρα και Μόσχα, εφόσον η Ρωσία ήταν η μόνη που φαινόταν να υπόσχεται ότι θα μπορούσε να ανασχέσει την κατά την Τουρκία κουρδική απειλή. Αυτό οδήγησε στη διαδικασία της Αστάνα με τη συμμετοχή Ρωσίας, Ιράν και Τουρκίας, όπου και ένα από τα κοινά σημεία ήταν η άρνηση του ενδεχόμενου μιας κουρδικής κρατικής οντότητας.
Η ίδια η Τουρκία θα διεκδικεί διαρκώς να μπορέσει να καταφέρει πιο αποφασιστικά πλήγματα στους Κούρδους. Όμως, αυτό περνούσε μέσα από τη διαπραγμάτευση με τη Ρωσία και τις ΗΠΑ. Αυτό είχε φανεί και στην περίπτωση της εισβολής στο Αφρίν, που δεν θα μπορούσε να είχε λάβει χωρίς την ανοχή ιδίως των ρωσικών δυνάμεων.
Σε μεγαλύτερη κλίμακα αυτό επαναλήφθηκε με την τρέχουσα τουρκική εισβολή. Η Τουρκία ξεκίνησε την εισβολή αφού πήρε από τις ΗΠΑ τη διαβεβαίωση ότι δεν θα παρεμποδιστεί και αφού εξασφάλισε μια έμμεση ανοχή από τη Ρωσία. Αυτό αποτυπώθηκε και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ όπου δεν βγήκε καταδικαστικό ψήφισμα για την εισβολή.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία έχει πλήρη κάλυψη σε όλο της το σχεδιασμό. Όλα δείχνουν ότι πήρε ένα «πράσινο φως» για μια προσωρινή ζώνη ασφαλείας και όχι για μια μόνιμη παρουσία ή για έναν γενικευμένο πόλεμο εναντίον των κουρδικών δυνάμεων.
Η κουρδική μεταστροφή
Παρότι εμπειροπόλεμες και σχετικά καλά εξοπλισμένες οι κουρδικές δυνάμεις χωρίς την αμερικανική υποστήριξη δεν μπορούν να αντέξουν μια ολομέτωπη αναμέτρηση τον τουρκικό στρατό, έναν από τους μεγαλύτερους και καλύτερα εξοπλισμένους του ΝΑΤΟ, όπως και δεν μπορούν να αποτρέψουν το μεγάλο κόστος για τον άμαχο πληθυσμό που η εισβολή συνεπάγεται.
Αυτό είναι που οδηγεί στην απεύθυνση προς τη συριακή κυβέρνηση και ουσιαστικά προς τη Ρωσία. Ουσιαστικά, αποδέχονται υπό το βάρος και της τουρκικής εισβολής προτάσεις που τους είχαν γίνει και τα προηγούμενα χρόνια, και οι οποίες περιλάμβαναν εγγυήσεις ασφαλείας εντός μιας ενιαίας πολιτικά Συρίας.
Αυτό διαμορφώνει νέα δεδομένα, από τη στιγμή που η Ρωσία ούτως ή άλλως θέλει να παίξει ένα ρόλο power broker στην περιοχή και να κατοχυρώσει το ρόλο που διεκδικεί ως της δύναμης που εγγυάται τη δυνατότητα πολιτικών λύσεων στην περιοχή, ρόλο που η Μόσχα δεν περιορίζει μόνο στη Συρία όπως δείχνει η αύξηση των πολιτικών ανοιγμάτων προς χώρες παραδοσιακά σύμμαχες με τις ΗΠΑ όπως η Σαουδική Αραβία, την οποία επισκέπτεται ο ίδιος ο πρόεδρος Πούτιν.
Η δύσκολη διαδρομή
Η είσοδος των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων και εμμέσως της Ρωσίας στη σύγκρουση στη βορειοανατολική Συρία κάνει τα πράγματα ακόμη πιο σύνθετα.
Η Τουρκία δείχνει να θέλει καταρχάς να κλιμακώσει την επιχείρηση σε μια προσπάθεια να καταφέρει τα περισσότερα πλήγματα στις κουρδικές δυνάμεις και συνάμα να πραγματοποιήσει έστω και εν μέρει το σχέδιο αλλαγής της πληθυσμιακής σύνθεσης στη συνοριακή περιοχή. Την ίδια ώρα φαίνεται ότι θέλει σε αυτή την περιοχή να μετακινήσει τον κύριο όγκο των δυνάμεων της συριακής αντιπολίτευσης που υποστηρίζει (στην πραγματικότητα ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις που η Τουρκία επιμένει να θεωρεί «μετριοπαθή αντιπολίτευση»), κάτι που θα σήμαινε ότι θα διευκολυνθεί και η εκκαθάριση της περιοχής της Ιντλίμπ από τις κυβερνητικές και ρωσικές δυνάμεις.
Την ίδια στιγμή μένει να δούμε ποια είναι ακριβώς η διαπραγμάτευση της κουρδικής ηγεσίας με τις κυβερνητικές δυνάμεις και τη Ρωσία, εάν θα υπάρξει κοινός πολιτικός τόπος για την επόμενη μέρα, κάτι που αναγκαστικά θα σημαίνει απεμπόληση των όποιων βημάτων έκαναν προς την αυτοκυβέρνηση. Μένει επίσης να δούμε με ποιο τρόπο θα εμπλακούν οι κυβερνητικές δυνάμεις, σε ποιες περιοχές, σε ποια κλίμακα και με ποιου είδους ρωσική υποστήριξη.
Αντίστοιχα, παρότι οι αμερικανικές δυνάμεις αποχωρούν από το έδαφος, μένει να δούμε σε ποιο βαθμό θα επιτρέψουν τη δράση της τουρκικής αεροπορίας, που από ένα σημείο και μετά θα είναι κρίσιμη για την εξέλιξη της εισβολής.
Και βέβαια, όλα αυτά θα εξαρτηθούν και από το εάν παράλληλα με τις κινήσεις στο πεδίο των μαχών θα προχωρά ή όχι η πολιτική διαδικασία και η διεθνής διαπραγμάτευση, σε όλα τα επίπεδα, για το εάν μπορεί να σχηματοποιηθεί μια λύση. Άλλωστε, στη σύνθετη και αιματηρή δυστυχώς εξίσωση της συριακής κρίσης, η κλίμακα των πολεμικών επιχειρήσεων (και των θυμάτων) συχνά αντιμετωπίζεται κυνικά ως μοχλός επιτάχυνσης εξελίξεων από διάφορες πλευρές.