Το Βήμα» δημοσιεύει σήμερα αποσπάσματα από το βιβλίο της δημοσιογράφου Εύας Νικολαΐδου Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η ανθρώπινη πλευρά του που πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρη. Πρόκειται για έργο που γεννήθηκε ως ιδέα από τη συνάντηση της συγγραφέως με τον χαρισματικό έλληνα ηγέτη το 1987 στο πλαίσιο ενός ρεπορτάζ για τα πατρικά σπίτια των πολιτικών. Το βιβλίο διατηρεί λόγω του υλικού του έναν προσωπικό χαρακτήρα: ήταν γνωστή η προτίμηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην αποσύνδεση της ιδιωτικής του ζωής από την πολιτική και τόσο η βραχεία περιγραφή των αναμνήσεων των παιδικών του χρόνων που κατέθεσε στην Εύα Νικολαΐδου όσο και η εκτενέστερη της νεότητάς του που συνοδεύει το κείμενο αποτελουν σπάνια τεκμήρια. (Το προσωπικό στοιχείο φαίνεται και στην αφιέρωση του βιβλίου στον Γιώργο Ξεπαπαδάκη, τον γιατρό που έσωσε τη ζωή της συγγραφέως.)
Το κύριο σώμα του κειμένου περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ένα σύντομο σημείωμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τα παιδικά του χρόνια στο πατρικό σπίτι, ένα απόσπασμα κατατεθειμένο στο αρχείο του από ένα σχέδιο απομνημονευμάτων γραμμένο μεταξύ 1968 και 1969, κατά την παραμονή του στο Παρίσι, τη σπάνια συνέντευξη που έδωσαν οι τρεις αδελφές του, Ολγα Τερζή, Αθηνά Ψάρη, Αντιγόνη Λιάπη στην Εύα Νικολαΐδου, επιστολές σε πολιτικούς του φίλους, επίμετρο για τη σχέση του με τον πολιτισμό και συμπληρώνεται από εξαιρετικά πλούσιο φωτογραφικό υλικό από όλες τις περιόδους της ζωής του.
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται από την αυτοβιογραφική αφήγηση του ιδίου και παρουσιάζουν, όπως τονίζει και η συγγραφέας στον τίτλο του έργου της, την ανθρώπινη πλευρά του ηγέτη.
Ο πόλεμος
«Την πρώτη εμπειρία του πολέμου την απέκτησα το 1913, όταν κατά τον δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο οι Βούλγαροι κατέλαβαν το Παγγαίο. Ο πατέρας μου μετά την υποχώρησιν των μικρών ελληνικών δυνάμεων με τας οποίας συνεπολέμησε στην Αγγίτη, επανήλθεν εις το χωριό για να μας οδηγήσει εις την εκείθεν του Στρυμώνος περιοχήν, η οποία υποτίθετο ότι ελέγχετο από τας ελληνικάς δυνάμεις. Οταν φθάσαμε όμως εις ένα ενδιάμεσο χωριό, το Ροδολίβος, επληροφορήθημεν ότι οι Βούλγαροι προελάσαντες είχαν αποκόψει τον δρόμο. Ηναγκάσθημεν λοιπόν να καταφύγωμεν εις μιαν φιλικήν οικογένειαν, όπου και διανυκτερεύσαμε. Περί το μεσονύκτιον εισέβαλον οι Βούλγαροι εις το χωριό με πυροβολισμούς και ένα πρωτοφανή θόρυβο. Ενθυμούμαι ζωηρώς τη σκηνή του πατρός μου και τεσσάρων πέντε άλλων ανδρών, οπλισμένων κι ετοίμων να αμυνθούν εάν οι Βούλγαροι εισέβαλον στο σπίτι. Επίσης τη σκηνήν των γυναικών και ημών των παιδιών που μας ανέβασαν στη στέγη ταβάνι – διά λόγους ασφαλείας. Εξενυκτίσαμε όλοι αγωνιούντες.
Την πρωΐαν της επομένης ένας κήρυξ, κατ’ εντολήν των Βουλγάρων, εκάλεσεν τους προσφυγώντας εκεί από τα γύρω χωριά να επανέλθουν στα σπίτια τους. Ολίγον προ μεσημβρίας, μη δυνάμενοι να πράξωμεν άλλως, εξεκινήσαμεν επιστρέφοντες εις την Πρώτην. Η συνοδεία απετελείτο από τους γονείς μου, από τις δύο μικρότερες αδελφές μου και από δύο άλλας φιλικάς οικογενείας. Εις τα μέσα του δρόμου συνηντήθημεν με μία Βουλγαρικήν μονάδα η οποία μας εσταμάτησε για να κάμη τον έλεγχον. Κατά κακήν και περίεργον σύμπτωσιν, επικεφαλής της μονάδος αυτής ευρίσκετο ένας Βούλγαρος αξιωματικός με τον οποίο ο πατέρας μου είχε συγκρουσθεί υπό τας εξής συνθήκας. Κατά τον Πρώτον Βαλκανικόν πόλεμον, ήταν κοινός ο αγών μετά των Βουλγάρων εναντίον των Τούρκων και επεκράτει μία σύγχυσις η οποία επετείνετο από την προσπάθειαν Ελλήνων και Βουλγάρων να δημιουργήσουν προγεφυρώματα εν όψει νικηφόρου τερματισμού του κατά της Τουρκίας πολέμου. Τότε ακριβώς ήλθε στο χωριό μας ο εν λόγω Βούλγαρος αξιωματικός και εζήτησε από τον πατέρα μου να κοινοποιήσει στους χωρικούς ορισμένα κείμενα βουλγαριστί συντεταγμένα. Ο πατέρας μου ηρνήθη να τα δεχθεί με τη δήλωσιν ότι το έδαφος εκείνο ήτο και θα παραμείνει ελληνικόν και τον απέπεμψεν, φαίνεται, σκαιώς από το χωριό. Ο ίδιος αυτός αξιωματικός, αναγνωρίσας τον πατέρα μου, του υπενθύμισεν την παλαιάν εκείνην σκηνή και αφού τον ερράπισε, έδωσε εντολή να προχωρήσει όλη η συνοδεία πλην του πατρός μου τον οποίον εκράτησεν με πρόθεσιν να τον κακοποιήσει ή να τον εκτελέσει. Ενθυμούμαι ότι τη στιγμήν εκείνην επήδηξα απ’ το μουλάρι και γαντζώθηκα στα πόδια του πατέρα μου. Αφού έκαναν μια προσπάθεια να με αποσπάσουν και περάσαμε όλοι στιγμές αγωνίας, ο Βούλγαρος αξιωματικός, συγκινηθείς προφανώς, άφησε τον πατέρα μου να μας ακολουθήσει, αφού του είπε: «Νάχης χάρι στο παιδί, γιατί έχω κι εγώ παιδιά». Υπό τας συνθήκας αυτάς, επανήλθαμε εις το χωριό όπου ευρήκαμε εντελώς λεηλατημένο το σπίτι μας».
Παιδική διαμάχη
«Πλάι στο χωριό μας υπήρχε ένα άλλο χωριό, το Ροδολίβος. Μεταξύ των δύο χωριών υπήρχεν μόνιμος εχθρότης, διότι αμφότεραι διεκδικούσαν την πρωτοκαθεδρίαν του Παγγαίου. Η εχθρότης αυτή ήτο πιο έντονος μεταξύ των παιδιών και έβρισκε την έκφρασίν της στον πετροπόλεμον. Εκατοντάδες παιδιά εκατέρωθεν συναντούμεθα μία δύο φορές την εβδομάδα στα μέσα της αποστάσεως και οπλισμένοι με σφεντόνες και οργανωμένοι στρατιωτικώς εκάναμεν πραγματικές μάχες. Στις μάχες αυτές ελάμβανα ενεργόν μέρος και διετήρησα έκτοτε τα αποτυπώματά τους στο πρόσωπό μου».
Η ζωή στο χωριό
«Τον ίδιο χρόνο [1925] ενεγράφην εις την Νομικήν Σχολήν Αθηνών. Τα καλοκαίρια πήγαινα στο χωριό και βοηθούσα στις γεωργικές εργασίες του σπιτιού. Απέκτησα έτσι προσωπική πείρα και του μόχθου και της αγωνίας του καπνοπαραγωγού, που δεν μπορεί να ξέρη ποτέ το εισόδημα της χρονιάς του, αφού εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες και επηρεάζεται από την αστάθειαν των τιμών. Το χωριό δεν έχει βέβαια για τους μονίμους κατοίκους του τον ειδυλλιακόν χαρακτήρα που του αποδίδουν οι ζωγράφοι και οι ποιηταί. Η ζωή όταν μάλιστα είναι αδικημένη και από την φύσιν είναι δυσάρεστη γιατί στον μόχθο και στην ανέχεια προστίθεται και η ανία. Είναι όμως και μοναδικό σχολείο για κείνον που θέλει να μελετήσει τους ανθρώπους και να κάνη παρατηρήσεις κοινωνικές. Στο χωριό αι σχέσεις των ανθρώπων, οι αρετές και οι κακίες των, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες των έχουν απλήν, πρωτόγονον θα έλεγα μορφήν και ως εκ τούτου συλλαμβάνονται και εξηγούνται ευκολότερον. Στο σχολείο αυτό επήρα μαθήματα που απεδείχθησαν χρήσιμα στην υπόλοιπον ζωή μου».
Η πρώτη υπόθεση
«Το 1932 επήρα την άδειαν του δικηγορείν και εγκατεστάθην ως δικηγόρος εις τας Σέρρας. Δεν ήμουν βέβαια διακεκριμένος νομικός δεδομένου ότι και οι σπουδαί μου και η επαγγελματική μου προπαίδευσις υπήρξαν εξ ανάγκης πλημμελείς. Κατόρθωσα όμως εντός ολίγου να συμπληρώσω τα κενά μου, να επιβληθώ επαγγελματικώς και να κερδίσω τόσα χρήματα, ώστε να προικίσω τις τρεις αδελφές μου και να σπουδάσω τους αδελφούς μου. Κατά κακήν μου τύχην η πρώτη υπόθεσις που ανέλαβα ήταν ανθρωποκτονία εκ προμελέτης. Ενας κτηνοτρόφος εσκότωσε εις το βουνό έναν συνάδελφό του και εφυγοδικούσεν. Ετοιμαζόμουν για την υπεράσπισίν του, οπότε μετά από μιαν εβδομάδα έμαθα με ανακούφισιν ότι εδραπέτευσεν εις τη Ρουμανίαν».
Ο πατέρας και η πολιτική
«Ο πατέρας μου προσπάθησε να με πείσει να μην επιδοθώ εις την πολιτικήν και διότι δεν είχε υπόληψιν εις τους ασχολούμενους με αυτήν, αλλά και διότι επίστευε ότι ο χαρακτήρ μου με καθίστα ακατάλληλο προς τούτο. Μου είπε συγκεκριμένως ότι η πολιτική θέλει ψέμματα, συμβιβασμούς και πολλές φορές ατιμίες, πράγματα που δεν συμβιβάζονται με τον ευθύ και άτεγκτον χαρακτήρα μου. Και προσέθεσε συμπερασματικώς: «Εάν μπεις στην πολιτική, ή θα θυσιάσεις τον χαρακτήρα σου για να επιτύχεις, ή θα μαρτυρήσεις αν θελήσεις να τον διατηρήσεις»».
Στρατιωτική θητεία
«Το 1931 επήρα το δίπλωμά μου και για να κερδίσω χρόνον ενεγράφην δι’ επαγγελματικήν άσκησιν και συγχρόνως κατετάγην εις το 19ον Σύνταγμα Σερρών προς εκπλήρωσιν της στρατιωτικής μου θητείας. Στον στρατό δεν επέρασα και πολύ καλά και διότι όπως είπα και προηγουμένως ήμουν εκ χαρακτήρος ανυπότακτος, αλλά και διότι υφιστάμην ως «Καλαμαράς» κακομεταχείρισιν από τους ανωτέρους μου. Παρά ταύτα αισθανόμουν άνετα, διότι η ζωή του κληρωτού είναι απηλλαγμένη από φροντίδες και ευθύνες. Δεν έχεις καν το πρόβλημα της επιλογής για το τι θα φας, τι θα φορέσεις και για το πώς θα συμπεριφερθείς. Τα ρυθμίζει όλα ο στρατιωτικός κανονισμός. Είχα πάντως επίδοσιν εις τας ασκήσεις και καλό παράστημα. Ενθυμούμαι μάλιστα ότι όταν σε μίαν επιθεώρησιν ο Στρατηγός Οθωναίος στάθηκε μπροστά μου και έκαμε μίαν κολακευτικήν παρατήρησιν για το παράστημά μου, ο λοχαγός με τον οποίον ευρισκόμην σε μόνιμον εχθρότητα, περνώντας μπροστά μου μου επέταξεν την φράσιν: «Επρεπε να ξέρη τι κουμάσι είσαι»».
Το λάθος του Βενιζέλου
«Ο Βενιζέλος που ήτο το επίκεντρον του διχασμού του 1915 έκανε το σφάλμα να επανέλθη εις την πολιτικήν το 1928. Και το χαρακτηρίζω σφάλμα, διότι επανήλθεν εις μίαν στιγμήν που ο τόπος δεν είχεν ανάγκην των υπηρεσιών του. Μετά τας εκλογάς του 1926 που οδήγησαν εις οικουμενικήν κυβέρνησιν, είχαν αμβλυνθεί τα παλαιά πάθη, εψηφίσθη το νέον Σύνταγμα, έγινε η νομισματική σταθεροποίησις, ετακτοποιήθη το αποτακτικόν και παρά τας συχνάς διαφωνίας η κυβέρνησις εκείνη ασχολείτο με την ανασύνταξιν και την ανάπτυξιν της χώρας. Ο Βενιζέλος επανήλθεν προφανώς με την αγαθήν πρόθεσιν της εθνικής συμφιλιώσεως. Και με την φιλοδοξίαν να αναπτύξει και να καταστήσει «αγνώριστον» όπως έλεγε την Ελλάδα. Δεν αντελήφθη όμως ότι είχε ξεπεραστεί από τα γεγονότα και ότι η επάνοδός του μοιραίως θα αναζωπύρωνε τα πάθη».