Όποιος έχει παρακολουθήσει τη διαδρομή του Ηλία Κασιδιάρη από τον καιρό που η Χρυσή Αυγή ήταν μια μικρή ναζιστική γκρούπα, θα έχει διαπιστώσει ότι πάντα το έπαιζε «μάχιμος», «παλικάρι», «έτοιμος για όλα».
Κάτι σε παραλλαγή Ράμπο στο πιο… μεσογειακό.
Όμως, στη δίκη της Χρυσής Αυγής, όταν ήρθε η ώρα να απολογηθεί, ήταν απλώς μια κότα.
Ούτε καν λυράτη.
Σκέτη κότα.
Αποκήρυξε κάθε βία και κάθε παρανομία.
Αυτός που ανήκε, ας μη γελιόμαστε, σε μια συμμορία.
Μια εγκληματική οργάνωση.
Που οργάνωσε ξυλοδαρμούς και δολοφονίες.
Που έβγαινε στο δρόμο για να τρομοκρατήσει μετανάστες και συνδικαλιστές.
Που έφτιαχνε «τάγματα εφόδου» κατά τα πρότυπα του ναζιστικού κόμματος.
Που η ηγεσία έδωσε εντολή να σκοτωθεί ο Παύλος Φύσσας.
Γιατί αυτό ήταν η Χρυσή Αυγή: ό,τι πιο σκοτεινό έβγαλε η Ελλάδα της κρίσης.
Και συνάμα ό,τι πιο δειλό.
Δεν υπάρχει αντίφαση σε αυτό: οι χρυσαυγίτες ήταν βίαιοι όταν τους έπαιρνε και όταν πίστευαν ότι δεν θα είχαν συνέπειες ή ότι θα τους αντιμετώπιζαν ευνοϊκά οι «χρυσαυγίτες με στολή» (που δυστυχώς είναι αρκετοί) και ταυτόχρονα δειλοί όταν έβλεπαν τα δύσκολα.
Γιατί η ιδεολογία τους είναι βίαιη, αντιδραστική, ρατσιστική και δολοφονική.
Είναι ο κυνισμός μεταφρασμένος σε πολιτική.
Είναι η λατρεία της εξουσίας και της υποταγής.
Γι’ αυτό και δεν έχουν καμία σχέση με την αγωνιστικότητα και την παλικαριά.
Το ακριβώς αντίθετο: η κουλτούρα του χρυσαυγίτη είναι να χτυπάς τον αδύναμο και να γλύφεις τον ισχυρό.
Είναι η κουλτούρα του ρουφιάνου και του τραμπούκου όχι του αγωνιστή.
Την εικόνα αυτή του δειλού Κασιδιάρη θα έπρεπε να πάνε να τη δείξουν σε όλους εκείνους τους πιτσιρικάδες που πιστεύουν ότι η Χρυσή Αυγή σημαίνει δύναμη ή σύγκρουση.
Για να καταλάβουν γιατί πρέπει να γυρίσουν την πλάτη στο φασισμό και τις συμμορίες του.